Ένας ηλικιωμένος μπακάλης στην πλατεία Αμερικής αφηγείται πώς ερωτεύτηκε τη γυναίκα του στο Ανθοκήπιο Χανίων

Η συναρπαστική μέσα στην απλότητά της αφήγηση ενός μπακάλη, για το πώς γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη γυναίκα του πριν δεκαετίες σε ένα χωριό των Χανίων.

747

Aπό το ασπρόμαυρο κλασικό+ ζευγάρι της φωτογραφίας του Robert Doisneau, τον έρωτα που έζησε από πρώτο χέρι ο Gabriel Garcia Marquez και η γυναίκα του, μέχρι το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι και το θρυλικό και για πολλούς σύμβολο αληθινής αγάπης Notebook του Nickolas Sparks, ο έρωτας παραμένει το Άγιο Δισκοπότηρο της ζωής και όπως λέει και ο φίλος μου ο Νίκος Χ., κανείς δεν βγήκε ποτέ αλώβητος από αυτόν.  

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η αλήθεια έχει ήδη ειπωθεί και όπως κάθε σοφός άνθρωπος γνωρίζει, τίποτα παράδοξο και περιττό δεν μπορεί να προκύψει όταν το πνεύμα γευματίζει με αναμνήσεις.  

La vie en rose, Dance me to the end of love, Only You και πολύ Σινάτρα με λίγο Armstrong για υπόκρουση και Amado mio φιλί δίπλα στο Σηκουάνα και η εικόνα δύο ερωτευμένων που φιλιούνται στο ηλιοβασίλεμα διχοτομώντας τη σε πλάνο που οι σκιές πάντα απουσιάζουν! Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που άκουσα και «μύρισα» από τις αφηγήσεις (και από το μαγαζί) του φίλου μου του Νίκου από τα Λευκά Όρη!  

Μεγάλωνε σε μια σπηλιά, μέσα σε ένα τροχαλοδωμάτιο που της είχε φτιαγμένο ο πεθερός μου. Ήταν τόσο φτωχοί, σκέψου, που ο πατέρας της μάζευε χιόνι από τα Λευκά όρη και το πούλαγε στα γύρω χωριά!

Τον γνωρίζω τα τελευταία 6 χρόνια και με έχει σώσει από πολλά βράδια αφραγκίας, μονοτονίας, πίκρας και θυμού, σήμερα ήταν η μέρα που θα μίλαγε κυρίως αυτός!  

Διαθέτει μαγαζί με κρητικά προϊόντα στην πλατεία Αμερικής, οδός Μοσχονησίων, δίπλα σε παλιό αθηναϊκό studio της εποχής που στέγαζε τους μεγαλύτερος αγοραίους έρωτες της περιοχής, πλέον κομμωτήριο.  

Είχα ακούσει αρκετά για την Χαρίκλεια, τη γυναίκα του, επίσης κρητικιά Χανιώτισσα, αλλά πήγαινα για τα διαδικαστικά! Βάζει να πιούμε τσικουδιά, είναι από τις αδυναμίες μου, γνέφω συγκαταβατικά. Κάθε φορά που μπαίνω η ίδια ιεροτελεστία, τρίβει τα μούσια του, με ρωτάει πώς είμαι, τον ρωτάω κι εγώ και τον προκαλώ να μου μιλήσει για τη γυναίκα του. Ανάβει ένα τσιγάρο και με κοιτά.  

Την γνώρισε όταν ήταν 12 χρονών και εκείνη 5, αλλά την «πήρε» στα 24, εφτά χρόνια διαφορά και πολλή φτώχεια… «Εκείνα τα χρόνια, μετά το στρατό το μέλημα των οικογενειών μας ήταν η παντρειά και η οικογένεια. Γνώρισα τη γυναίκα μου μια Καθαρή Δευτέρα στο Αγροκήπιο Χανίων έξω από την Πολιτεία, ημίγυμνη, παιδούλα να πλένει τα ρούχα.  

Μεγάλωνε σε μια σπηλιά, μέσα σε ένα τροχαλοδωμάτιο που της είχε φτιαγμένο ο πεθερός μου. Ήταν τόσο φτωχοί, σκέψου, που ο πατέρας της μάζευε χιόνι από τα Λευκά όρη και το πούλαγε στα γύρω χωριά! Απ’ όταν την πρωτοείδα ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχαν αντικρίσει τα μάτια μου. Την αγάπησα και θα την έπαιρνα μόλις απολυόμουν». Χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και το βλέμμα του χάνεται.  

Στο μεταξύ ήρθε στην Αθήνα, άνοιξε το μαγαζί του, έβγαζε καλά λεφτά για την εποχή, ταξίδεψε, ήπιε, γνώρισε ηθοποιούς, όπως τη Μαρίκα Κρεββατά, την Γκέλη Μαυροπούλου, τον Άλκη Γιαννακά, βγήκε στη Σόνια, «τότε το κέντρο έσφυζε από θεατρανθρώπους και τραγουδιστές» και η ζωή του άλλαξε, όμως αυτός είχε δώσει στον εαυτό του μια υπόσχεση.  

Η ιστορία μου είναι πολύ απλή και καθημερινή. Δεν θα βρεις διαμάντια μέσα της. Κι αν θες να ξέρεις, στις περισσότερες δεν βρίσκεις κοριτσάκι μου. Έφταιγαν οι εποχές.  

Κατεβαίνει με αφορμή έναν γάμο στα Κεραμιά των Χανίων, την ψάχνει, την βρίσκει και το λέει στη μάνα του. Οι γονείς του κόντρα αντίθετοι με τον πλατωνικό του έρωτα τον συμβουλεύουν να ζητήσει πολλά για προίκα, έτσι ώστε τα πεθερικά να αρνηθούν να του τη δώσουν και να χαλάσει το «προξενείο». Αυτός είχε άλλη άποψη, αρραβωνιάστηκαν στα κρυφά, αφού την πήρε για ένα μήνα κι και έκαναν τον γύρο της Κρήτης με γαϊδούρια ντυμένοι στα μαύρα, αλλά χωρίς να την «χαλάσει».  

Επέστρεψαν, οι δύο οικογένειες τα βρήκαν και επί οχτώ μήνες έβγαιναν με τη συνοδεία συγγενών της Χαρίκλειας, οι οποίοι δεν τον άφηναν να της αγγίξει ούτε το χέρι!  

«Εγώ κοριτσάκι μου τότες ήμουν στα ντουζένια μου και η κοπελίτσα φοβόταν, αλλά μ’ αγάπαγε το ήξερα, έκανα υπομονή… Αφού μας άφησαν κι οι γονείς, δεν είχα άλλη επιλογή, περίμενα».  

«Τα έφερε η ζωή έτσι καμωμένα και την παντρεύτηκα εγώ τη γυναίκα που αγάπαγα. Η ιστορία μου είναι πολύ απλή και καθημερινή. Δεν θα βρεις διαμάντια μέσα της. Κι αν θες να ξέρεις, στις περισσότερες δεν βρίσκεις κοριτσάκι μου. Έφταιγαν οι εποχές. Οι περισσότεροι δεν ερωτεύονταν ποτέ, δεν υπήρχε ψωμί, ποιος έρωτας; Την κυρά μου την κοιτώ στα μάτια και βλέπω περνούν από μπροστά μου τα χρόνια μου. Είναι πάνω μας τα χρόνια μας και η αγάπη μας. Υπάρχει μόνο έρωτας και κάθε μέρα αυτό αντικρίζω».

Πηγή lifo.gr