Το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821 υπήρχαν πολλές ενδείξεις και διάσπαρτες φήμες ότι οι Έλληνες θα επαναστατούσαν με κύρια εστία την Πελοπόννησο. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην περιοχή της Λιβαδειάς καπετάνιος στο αρματολίκι της περιοχής ήταν ο Αθανάσιος Διάκος γεννημένος στην Μουσουνίτσα Φωκίδος και μυημένος στην Φιλική Εταιρεία ήδη από το 1818, όταν ήταν πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν μέσω του αγγελιοφόρου και υπαρχηγού στο αρματολίκι Βασίλη Μπούσγου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, ο Διάκος αποφάσισε να υψώσει την σημαία της Επανάστασης κάμπτοντας τους όποιους δισταγμούς και των προκρίτων της περιοχής (Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκος, Φίλων).

«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!»

Σύντομα έφτασαν στην περιοχή και τα νέα για την εξέγερση των Ελλήνων και την πολιορκία των Τούρκων στα Σάλωνα εκφοβίζοντας τους ντόπιους Τούρκους ότι κάτι τέτοιο έμελλε να συμβεί και στην επαρχία τους. Με ένα τέχνασμα ο Διάκος έπεισε τον Τούρκο βοεβόδα δήθεν ότι θα πολεμούσε τους εξεγερμένους και έτσι κατάφερε με τουρκική επίσημη γραπτή έγκριση να στρατολογήσει και να εξοπλίσει 5.000 χωρικούς. Στις 27 Μαρτίου ξεκίνησαν οι σποραδικές εχθροπραξίες και οι μεμονωμένες δολοφονίες Τούρκων, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν στο κάστρο της Λιβαδειάς.


Η απελευθέρωση της Λιβαδειάς ( 1η Απριλίου 1821)

Απεικόνιση της σημαίας του Διάκου

Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες υπό τον Διάκο κατέλαβαν τον λόφο του Προφήτη Ηλία έναντι της πόλης της Λιβαδειάς και από εκεί έστειλε ομάδες οπλοφόρων και απέκλεισε τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη. Στις 30 και 31 Μαρτίου οι επαναστάτες υπό την σημαία του Διάκου (ο Άγιος Γεώργιος με την επιγραφή „Ελευθερία η Θάνατος“) προήλασαν με τόλμη και κατέλαβαν την κυρίως πόλη συντρίβοντας την μικρή τουρκική αντίσταση που συνάντησαν. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν περίπου 10.000 και έχοντας ξεχωριστή σημαία από κάθε συνοικία (Παναγιά, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Δημήτριος) της πόλης, ενώθηκαν με τους επαναστάτες.  Οι Τούρκοι περιορίστηκαν στο κάστρο της πόλης που λεγόταν „Ώρα“ η „ρολόι“.

Ιωάννης Δυοβουνιώτης

Μετά από συνεννοήσεις με τον Διάκο οι Αρβανίτες παρέδωσαν την εξωτερική πύλη του κάστρου που υπερασπίζονταν και αποχώρησαν αβλαβείς διατηρώντας τα όπλα τους. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Τούρκοι περιήλθαν σε δεινή θέση και παραδόθηκαν την 1η Απριλίου.  Οι Έλληνες φέρθηκαν με μεγαλοψυχία  στους Τούρκους τους οποίους απλώς αφόπλισαν και τους επέτρεψαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι στην πόλη, ενώ ο χρυσός και τα πολύτιμα αντικείμενα τους έμειναν στην κατοχή τους. Μάλιστα οι επισημότεροι των Τούρκων για την ασφάλεια τους, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Ελλήνων.

Εκείνη την Ιστορική ημέρα σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Ο Διάκος εκείνη την κρίσιμη στιγμή για την επανάσταση έδειξε πατριωτισμό παραμερίζοντας κάθε υλικό προσωπικό συμφέρον. Μάζεψε όλα τα όπλα που παραδόθηκαν από τους Τούρκους όπως και όλα τα λάφυρα και τα παρέδωσε στους προεστούς ώστε να χρησιμοποιηθούν για αγορά τροφών και εφοδίων για τον νεοσύστατο επαναστατικό στρατό.

Στην συνέχεια ο Διάκος συνεργαζόμενος με τον Δυοβουνιώτη απελευθέρωσαν εύκολα το Ταλάντι και την Θήβα ενώ είχαν πρόθεση να καταλάβουν την Λαμία (Ζητούνι), που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Όλοι οι επαναστάτες μαζεύτηκαν στους Κομποτάδες ζητώντας την σύμπραξη του ισχυρού αρματολού Μήτσου Κοντογιάννη της περιοχής Πατρατσικίου για να επιτεθούν στο Ζητούνι (Λαμία). Ο Κοντογιάννης όμως δίσταζε να αποστατήσει και δεν απαντούσε στις δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια. Μετά από οκτώ κρίσημες μέρες παρασυρόμενος από τους συγγενείς του, ο Κοντογιάννης ενώθηκε με τους επαναστάτες και όλοι μαζί επιτέθηκαν στην επαρχία Πατρατσικίου. Οι Έλληνες όμως δεν πρόλαβαν να καταλάβουν την πόλη καθώς την νύχτα είδαν να έρχονται από το Λιανοκλάδι χιλιάδες Τούρκοι κρατώντας αναμμένες δάδες και έτσι υποχώρησαν για να μην παγιδευτούν μέσα στην πόλη.

Η μάχη της Αλαμάνας (Θερμοπυλών) (23 Απριλίου 1821)

Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς  να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος. Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθμητική τους υπεροχή. Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάμπεη με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.

Πανουργιάς Πανουργιάς

Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Απριλίου, χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν. Η κύρια τούρκικη δύναμη υπό τον ικανότατο στρατηγό Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο. Ένα άλλο τμήμα Τούρκων υπό τον Χασάν Τομαρίτσα  επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναμη επιτέθηκε με σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή μάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Στην μάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, καθώς και ο αδερφός του. Μετά τις δύο αυτές πολύ σημαντικές νίκες που απογύμνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ο Ομέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας.

Ο Διάκος είχε τάξει 200 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Μπακογιάννη και Καλύβα πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, ενώ ο ίδιος με 300 άνδρες κατείχε την θέση Ποριά από όπου με αντεπιθέσεις ανακούφιζε τους συμπολεμιστές του στη γέφυρα. Όταν όμως οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη κατέρρευσαν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους. Ενώ η κατάσταση γινόταν κρισιμότερη σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρότειναν στον Διάκο να διαφύγει, ενώ ο ψυχογιός του, του έφερε το άλογο του προτρέποντας τον να σωθεί όσο ήταν καιρός. Αυτός όμως απάντησε „ο Διάκος δεν φεύγει“ και δεν εγκατέλειψε την θέση του.

Η άνιση μάχη συνεχίζεται κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στην εκ φύσεως οχυρή θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.
Τα πυρομαχικά όμως είναι περιορισμένα, ο ένας μετά τον άλλο οι περισσότεροι σύντροφοί του σκοτώνονται και ο ίδιος ο Διάκος συλλαμβάνεται ζωντανός. και οδηγείται ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη. Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν και οι τραυματίες.

Το τραγικό τέλος του Αθανασίου Διάκου (24 Απριλίου 1821)

Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ Μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας και του πρότειναν να ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό με την υπόσχεση ότι θα τον έχρηζαν αξιωματικό του Οθωμανικού στρατού. Ο Διάκος όμως αρνήθηκε επίμονα όλες τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν  για να γλυτώσει την ζωή του, αρνούμενος κατηγορηματικά να απαρνηθεί τον χριστιανισμό και απαντώντας με περιφρόνηση στις απειλές των Τούρκων. Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Ο Διάκος εξαναγκάστηκε να κουβαλήσει με τα ίδια του τα χέρια το σύνεργο της φρικτής τιμωρίας του και μαρτύρησε με καρτερία για αρκετές ώρες πριν εκπνεύσει.

Μετά τον μαρτυρικό του θάνατο (για την περιγραφή του οποίου υπάρχει μια ποικιλία από ανατριχιαστικές εκδοχές), οι Τούρκοι έρριψαν το λείψανο του νεκρού σε ένα χαντάκι της περιοχής. Οι χριστιανοί της περιοχής κρυφά την νύχτα βρήκαν το νεκρό σώμα του Διάκου και το έθαψαν σε μυστικό σημείο στην πόλη. Τον τάφο του Διάκου βρήκε τυχαία ο αντισυνταγματάρχης Ρούβαλης το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνο για τον Αθανάσιο Διάκο και τοποθετήθηκε η προτομή του που σώζεται ως σήμερα. Επίσης στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του, ενώ υπάρχει άγαλμα του Αθανασίου Διάκου στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας κοντά στο ύψος των Θερμοπυλών δίπλα στο άγαλμα του προγόνου του Λεωνίδα.

Ι. Β. Δ.

Πηγές
Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, εκδόσεις Σταμούλη
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις „Γιοβάνης“
Δημήτριος Μπόμπης, Αθανάσιος Διάκος ο πρώτος μάρτυρας του Αγώνα, περιοδικό „Στρατιωτική Ιστορία“ http://www.athanasios-diakos-museum.gr