«Βαγγέλη, τα κορίτσια σου να τα φευγατίσεις στη Σμύρνη… » ήταν τα λόγια που άκουσε ο Βαγγέλης Μερτζεμέκης από τον φίλο του από τα μαγαζιά στο Αξάρι, λίγο πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. «Έχεις θεία, είναι Αύγουστος, πες πως θα πάνε παραθέριση, φύγε κι εσύ», τού είπε και αυτή η συμβουλή έσωσε τη ζωή των τριών κοριτσιών της οικογένειας.
Ο ίδιος ο πατέρας έμεινε πίσω, δεν μπορούσε να αφήσει τη γυναίκα του, πεθερά και πεθερό κι έτσι έβαλε τα κορίτσια στο τρένο για τη Σμύρνη. Εκεί τα παρέλαβε η θεία τους, που λίγο πριν είχε ζυμώσει ψωμί και το ‚φερνε από τον φούρνο με την πινακωτή.
«Βλέπουμε άλλος απ‘ εδώ τρέχει άλλος απ‘ εκεί. „Καίγεται η Σμύρνη“ φωνάζανε ο κόσμος και θυμάμαι την πινακωτή όπως είναι την αφήσανε», αφηγείται η Φωτεινή Μερτζεμέκη, περιγράφοντας τις στιγμές του ξεριζωμού του 1922 από την περιοχή όπου γεννήθηκε, όταν ήταν η ίδια πέντε ετών, στην ερευνήτρια του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, που βρίσκεται στην Καλαμαριά.
«Η θεία μου είχε πολύ ωραίο σπίτι, σα βίλα. Τ‘ άφησε όλα. Από έναν μπόγο, τα χρειαζούμενα πήραμε και φύγαμε όλος ο κόσμος στην παραλία. Κάτσαμε εκεί, από πίσω φλόγες. Μια φορά το ‚χε δείξει στην τηλεόραση θυμάμαι… η Σμύρνη που καιγόταν… και μπροστά στα μάτια μου κοιτώντας λέω: έτσι ήτανε! Και πού να πάμε; Απ‘ εδώ θάλασσα, απ‘ εκεί να καούμε; „Από εκεί να πάτε“, μας έλεγαν με τα όπλα, άντε όλα τα γυναικόπαιδα τρέχαμε από εκεί. Τους άνδρες τσι μαζεύαν, τσι πηγαίνανε, άλλους τους σκοτώνανε, άλλους αιχμαλώτους τους ρίχνανε. Ύστερα εμείς καθόμασταν εκεί στην προκυμαία και απέναντι ήτανε μαούνες και εκεί βάζανε και ένα καράβι μεγάλο: Αμερικάνικο; Εγγλέζικο; Τώρα δε θυμάμαι.. Ερχόντανε τη νύχτα με σβηστά φώτα και έπαιρναν όποιους γλύτωναν και την ημέρα έφευγε έξω, να μη φαίνεται…» είναι τα λόγια της.
Μετά από τρεις μέρες στην προκυμαία, οι τρεις αδελφές Μερτζεμέκη, η θεία τους με το δύο χρονών παιδί της αλλά και με την αδελφή της ανέβηκαν στη μαούνα και μετά στο καράβι όπου τους δίναν ένα κομμάτι γαλέτα για να φάνε. «Εν τω μεταξύ η Σμύρνη πια στη φωτιά… και μας βγάλαν στον Πειραιά», συμπληρώνει η κ. Φωτεινή που δεν παραλείπει να αναφέρει ότι πριν από το ταξίδι, ο πατέρας της τούς έδεσε πάνω τους χρυσαφικά, λίρες και φλουριά. Πίσω στο Αξάρι, όπως λέει, «δεν γλίτωσε κανείς» καθώς οι Έλληνες της περιοχής σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.
«Η διαταγή μας ήρθε την Παρασκευή. Μέχρι την Κυριακή έπρεπε όλοι να φύγουνε…»
Τα γεγονότα της ίδιας χρονικής στιγμής, αλλά σε διαφορετική περιοχή, περιγράφει στις δικές της μαρτυρίες στο Ιστορικό Αρχείο, η Φωτεινή Τολούδη – Κοσμά από την Απολλωνιάδα Προύσης. «Η διαταγή μας ήρθε την Παρασκευή, 29 Αυγούστου. Μέχρι την Κυριακή έπρεπε όλοι να φύγουνε..» είναι τα λόγια της. Η ίδια επισημαίνει ότι η Απολλωνιάδα δεν έπαθε καταστροφή γιατί οι περισσότεροι είχαν τα καΐκια τους και βγήκαν με τα καΐκια στο Μιχαλήτσι. Από εκεί βγήκαν από το ποτάμι στο Μπουγάζι. «Μπήκαμε στις μαούνες και φτάσαμε στη Σιληβρία», σημειώνει, ενώ επόμενοι σταθμοί του ταξιδιού της οικογένειάς της ήταν η Θεσσαλονίκη με το πλοίο και μετά το Αμύνταιο.
Όσοι πάλι δεν είχαν μέσο για να φύγουνε, φόρτωσαν τα κάρα και πήγανε στα Μουδανιά και εκεί πάθανε καταστροφές γιατί τα πλοία δεν τους έπαιρναν, γιατί δεν είχαν διαταγή. «Μόλις πλησίαζε λίγο το πλοίο, έτρεχε ο κόσμος για να μπει μέσα στα πλοία, οπισθοχωρούσε πίσω το πλοίο κι έπεφτε ο κόσμος μέσα στη θάλασσα για να πνιγεί… Όσοι προλάβανε και μπήκανε, μπήκανε. Μετά από τρεις μέρες ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός κι όσοι έμειναν ζωντανοί τους μάζεψε και τους έφερε στην Ελλάδα», συμπληρώνει.
Την εποχή του 1919
Ο Δημήτρης Σιμιτόπουλος από το Αϊδίνι για την περίοδο της καταστροφής του 1919 περιγράφει λεπτομερώς πως οι Τούρκοι πήραν αιχμαλώτους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας τα παιδιά όσων δεν πρόλαβαν να φύγουν. Σύμφωνα με την αποδελτίωση της μαρτυρίας του που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο, «ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την περιοχή από τη Σμύρνη μέχρι το Αϊδίνι, με ημερομηνία άφιξης στο Αϊδίνι την 15η Μαΐου 1919. Ο στρατός, ο οποίος δεν ήταν ντόπιος, εγκαταστάθηκε μέσα στην πόλη γύρω από τον Άγιο Χαράλαμπο. Τότε οι Τούρκοι έφυγαν από την περιοχή μαζί με όλη την τουρκική διοίκηση. Από την μια πλευρά, οι πρόσκοποι βοήθησαν στην τακτοποίηση του στρατεύματος, ενώ από την άλλη πλευρά οι Ιταλοί, ενωμένοι με τους Τούρκους, επιτέθηκαν στο στρατό του Αϊδινίου… Οι Έλληνες πολίτες πίεζαν να πάρουν όπλα αλλά δεν τα δικαιούνταν. Έτσι αναγκάστηκε ο στρατός να συμπιεστεί και να κατευθυνθεί προς δυσμάς διότι εκεί υπήρχαν συγκεντρωμένες κι άλλες ελληνικές δυνάμεις. Όταν ο στρατός υποχώρησε, οι πρόσκοποι βοηθούσαν πολίτες και στρατό να φύγουν».
Την ίδια στιγμή διηγείται τις χαρές και τα γλέντια στα σπίτια με τον ερχομό του στρατού, νομίζοντας πως ήρθε για να τους ελευθερώσει. Όταν αυτή τους η αίσθηση διαψεύστηκε, η οικογένειά του δεν πρόλαβε να φύγει. Ο κ. Σιμιτόπουλος περιγράφει την αναταραχή κατά την προσπάθειά τους να κρυφτούν από τους Τούρκους και την τετραήμερη αιχμαλωσία τους στο χώρο του Διοικητηρίου. Έπειτα ο ελληνικός στρατός ξαναπήγε πιο οργανωμένα και τότε ακριβώς συστάθηκε επιτροπή που έβαζε τους Έλληνες να μείνουν στα τουρκικά σπίτια. Κατά τη δεύτερη, δηλαδή, επίθεση, οι Τούρκοι έφυγαν από τη συνοικία τους. Ο Σιμιτόπουλος έμεινε εκεί από το 1919 ως το 1922.
Η ελληνική περιοχή ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι σκότωναν όσους συνεργάστηκαν με τον ελληνικό στρατό, όπως και την ομάδα των 31 προσκόπων. Συγκεκριμένα τους σκότωσαν όλους με βασανιστήρια, παιδιά ηλικίας 14-16 ετών. Ο κ. Σιμιτόπουλος δεν συμμετείχε στους προσκόπους λόγω της μικρής του ηλικίας, ενώ αφηγείται αναλυτικά τη μάχη των προσκόπων με τους Τούρκους. Διηγείται ακόμη τη διαδρομή του από το σπίτι του στο σταθμό του τρένου τέλη Αυγούστου 1922 και από εκεί το ταξίδι του από το Αϊδίνι στη Σμύρνη. Για δεκαπέντε μέρες έμειναν εκεί μέχρι τη στιγμή που πλησίαζαν τα αγγλικά καράβια στο λιμάνι της Σμύρνης. Αφού κατάφεραν με την οικογένειά του να επιβιβαστούν, πήγαν στη Μυτιλήνη και από εκεί μετέβησαν στο ελληνικό πλοίο «Μεγάλη Ελλάς» και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922.
Ο εκτοπισμός ελληνικών πληθυσμών
Ο Γρηγόρης Γεωργόπουλος από το Αρμουτλί της Νικομήδειας αναφέρεται εκτενώς στο θέμα του εκτοπισμού των Ελλήνων από την περιοχή το 1914, με αφορμή τη δήθεν τροφοδότηση των αγγλικών υποβρυχίων που υπήρχαν στην περιοχή. Θυμάται, μάλιστα, ότι ανατέθηκε το προηγούμενο βράδυ στον παπά να προειδοποιήσει όλους τους κατοίκους να είναι έτοιμοι μέχρι το επόμενο πρωί για αναχώρηση. Η οικογένεια, ύστερα από μια μεγάλη διαδρομή, έφτασε στα Κουβούκλια, την Προύσα και μετά στην Κωνσταντινούπολη. Όταν τελείωσε ο Α‘ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Αρμουτλί άνοιξε ξανά και οι δικοί του επέστρεψαν, όμως ο ίδιος έμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Με την έλευση του ελληνικού στρατού και τη δράση των Τσετών, οι τελευταίοι, αφού έφυγαν οι Τούρκοι, έκαναν προσπάθεια να κάψουν το χωριό και το περιστατικό αυτό ανάγκασε τους Έλληνες να φύγουν στη Ραιδεστό προτού γίνει η καταστροφή και μετά στη Θεσσαλονίκη.
«Οι Έλληνες πήραν μαζί τους την ψυχή και τα παιδιά τους»
Έναν κήρυκα που ειδοποίησε τους Έλληνες ότι πρέπει να φύγουν γιατί θα γίνει ανταλλαγή, θυμάται ο Ιωάννης Δανιηλίδης από το Ανταβάλ της Καππαδοκίας, ο οποίος έφυγε από εκεί τον Μάιο του 1924. Από την άλλη πλευρά, ο Γιώργος Καράμπελας από το Βόρι στον Μαρμαρά της Προποντίδας αναφέρει ότι μετά από την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και έτσι η οικογένειά του έφτασαν με το βαπόρι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το ’22.
Η Μαρία Παρασίδου Μαρκούτσογλου περιγράφει ότι «όταν ήρθε η εντολή να φύγουν με την Ανταλλαγή το μόνο που πήραν μαζί τους ήταν ένα πάπλωμα και μια αλλαξιά ρούχα», ενώ την ίδια στιγμή, οι πρόσφυγες πια μηχανεύονταν τρόπους για να πάρουν μαζί τους λίρες ώστε να έχουν κάτι για να ζήσουν. «Λόγω έλλειψης χρόνου, οι Έλληνες πήραν μαζί τους την ψυχή και τα παιδιά τους», λέει η Ελένη Γαβριηλίδου – Τσεπραηλίδου και προσθέτει ότι τα λιγοστά υπάρχοντα που κατάφεραν να πάρουν μαζί τους από το Γιαϊλαντσίκ, τα αφήσαν στα Μουδανιά, όπου όλα πέρασαν στην κατοχή των Τούρκων. Δεν θυμάται, τέλος, τη διαδρομή του πλοίου που τους πήρε, όμως γνωρίζει ότι έφτασαν στην Αλεξανδρούπολη.
Το ταξίδι των προσφύγων δεν ήταν ένα ταξίδι αναψυχής
Η ιστορικός του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, που βρίσκεται στην Καλαμαριά, Μαρία Καζαντζίδου δηλώνει με νόημα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «το ταξίδι των προσφύγων δεν ήταν ένα ταξίδι αναψυχής καθώς έγινε κάτω από αντίξοες συνθήκες, με καταρρακωμένη ψυχολογία, με φόβο, στεναχώρια και αβεβαιότητα για το μέλλον. Οι πρόσφυγες δεν είχαν τρόφιμα, δεν είχαν ρούχα και οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν ιδιαίτερα ανθυγιεινές, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να είναι πολύ εξασθενημένοι, καταβεβλημένοι και ευάλωτοι σε κακουχίες και ασθένειες».
Όλα αυτά, μάλιστα, δεν έδωσαν τέλος στην περιπέτειά τους καθώς τους περίμενε μια ακόμη δοκιμασία: η εγκατάστασή τους και η επιβίωση στη νέα πατρίδα…
Π. Γιούλτση