Τα Σίχνα είναι το πρώτο έθιμο της Πιερίας που εντάσσεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας

620

Τα Σίχνα είναι ένα εντυπωσιακό και μοναδικό βυζαντινό έθιμο που χαρακτηρίζει τον εορτασμό των Θεοφανείων στο Λιτόχωρο της Πιερίας και τελείται, σχεδόν αδιάλειπτα, τους τελευταίους δύο αιώνες. Ουσιαστικά πρόκειται για λάβαρα με ψηλούς ιστούς, αργυρούς σταυρούς και πολύχρωμες σημαίες, τα οποία οι σιχνοφόροι μεταφέρουν εν πομπή.

Το συγκεκριμένο εθιμικό δρώμενο, το οποίο δεν τελέστηκε τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού και των μέτρων που επέβαλε η Πολιτεία για τον περιορισμό των κρουσμάτων, εντάχθηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, με απόφαση της αρμόδιας υπουργού, Λίνας Μενδώνη, αποτελώντας το πρώτο έθιμο της Πιερίας που εντάσσεται στο συγκεκριμένο ευρετήριο.

Η προετοιμασία από πλευράς φορέων και δημοτικής αρχής για ένταξη του εθίμου ξεκίνησε εν μέσω πανδημίας, με τον δήμαρχο Δίου – Ολύμπου Βαγγέλη Γερολιόλιο να δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ιδιαίτερα ικανοποιημένος και χαρούμενος από την εξέλιξη. Τόνισε, δε, πως το συγκεκριμένο έθιμο «που κατοχυρώνεται στο διηνεκές ως κομμάτι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, βοηθάει όχι μόνο τον πολιτισμό, αλλά και την προβολή του Λιτοχώρου και της ευρύτερης περιοχής του Ολύμπου».

Σύμφωνα με τον δήμαρχο, το έθιμο «έχει ισχυρές ρίζες στο παρελθόν κι εμείς το βιώνουμε και το προσεγγίζουμε με σεβασμό και χαρά κάθε χρόνο, ενώ αποτελεί παρακαταθήκη για τις νέες γενιές που έρχονται. Είναι το μόνο έθιμο στην Πιερία που εντάσσεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας και μας δείχνει τον δρόμο να προχωρήσουμε και σε επόμενα».

Πολλές φορές, τα σίχνα είναι αφιερώματα συντεχνιών και οικογενειών ναυτικών που συμμετέχουν, με συγκεκριμένο τυπικό, στον καθαγιασμό των υδάτων και τον εορτασμό των Φώτων στο Λιτόχωρο. Κάθε σίχνο έχει στην κορυφή του ένα σταυρό, ενώ μέχρι σήμερα σώζονται αρκετοί σταυροί που μπαίνουν στα κοντάρια, ύψους 5-7 μέτρων, που χρονολογούνται από το 1840 έως το 1908.