Γοητευτική και μυστηριώδης, υπήρξε η «αντίπαλος» της Γκρέτα Γκράμπο για το Χόλιγουντ, όμως η Μάρλεν Ντίτριχ ήταν πολλά περισσότερα από μια femme fatale. Ήταν η γυναίκα που πήγε κόντρα στις προκαταλήψεις, επέβαλλε το ανδρόγυνο στυλ σε μια εποχή που μια τέτοια στάση θεωρούταν «απαράδεκτη» και αντιτάχθηκε στον ναζισμό, με όλη της τη δύναμη.

Γεννήθηκε στο Σένμπεργκ του Βερολίνου το 1901, από εύπορη οικογένεια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρία Μαγδαληνή, αλλά επειδή οι γονείς της την φώναζαν «Λένα», αποφάσισε να ενώσει τα δύο ονόματα κι έτσι συστήθηκε στο ευρύ κοινό ως «Μάρλεν». O πατέρας της, ένας υπολοχαγός της αστυνομίας και πρώην στρατιώτης, πέθανε όταν εκείνη ήταν μόλις εννέα ετών. Λίγο αργότερα, η μητέρα της, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου, παντρεύτηκε τον καλύτερό της φίλο, τον Έντουαρντ Φον Λος, που ήταν αξιωματικός του γερμανικού στρατού. Ο Φον Λος πέθανε το 1916 από τραύματα που απέκτησε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν υιοθέτησε ποτέ επίσημα την Ντίτριχ και την αδερφή της, την Ελιζαμπέτ, κι ας αποδίδεται από πολλούς στη Μάρλεν και το επώνυμο Φον Λος.

Η Μαρία Μαγδαληνή, σύμφωνα με τους «Times», φοίτησε σε ιδιωτικό σχολείο στη Βαϊμάρη, όπου σπούδασε γαλλικά και πήρε μαθήματα βιολιού, ελπίζοντας για μια καριέρα στη μουσική. Έτσι άρχισε ως βιολονίστα να συνοδεύει ταινίες του βωβού κινηματογράφου, όταν έπαθε έναν σοβαρό τραυματισμό στο χέρι. Η καριέρα της μουσικού πια έμοιαζε μακρινό όνειρο, οπότε αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της στην υποκριτική.

Αρχικά, έδωσε εξετάσεις στη φημισμένη σχολή του Μαξ Ράινχαρτ, όπου όμως απέτυχε. Εμφανίστηκε, ωστόσο, επαγγελματικά στη σκηνή ως μέλος του χορού στις παραστάσεις του διάσημου Ρούντολφ Νέλσον στο Βερολίνο, αλλά δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής. Έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας έναν ρόλο στην ταινία «Ο Μικρός Ναπολέοντας» το 1923, που δεν θα θυμόμασταν σήμερα αν δεν έπαιζε εκείνη.

Το 1924 παντρεύτηκε τον βοηθό παραγωγής Ρούντολφ Ζίμπερ, που γνώρισε στα γυρίσματα της ταινίας «Τragödie der Liebe». Έναν χρόνο μετά απέκτησαν την κόρη τους Μαρία, η οποία έγινε επίσης ηθοποιός. Με τον Ζίμπερ ουσιαστικά χώρισαν έναν χρόνο αργότερα, αλλά δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, αντίθετα παρέμειναν φίλοι ως το τέλος. Η Ντίτριχ ήταν γνωστό πως ήταν βαθιά αφοσιωμένη στην οικογένειά της. Εργαζόταν σκληρά για την προώθηση της κόρης της και για την οικονομική ενίσχυση του γαμπρού της, ενώ, όταν δεν έκανε περιοδείες, προτιμούσε να είναι κοντά στους δικούς της, παρά να παρευρίσκεται σε κοσμικότητες που αντιπαθούσε.

Το 1929 είναι μια καθοριστική χρονιά για εκείνη: Ο  Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ τής εμπιστεύεται τον ρόλο της Λόλα, μιας σέξι τραγουδίστριας καμπαρέ στην ταινία «Γαλάζιος Άγγελος, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν «Ο καθηγητής Ούνρατ». Η Ντίτριχ που τραγουδάει εξαιρετικά και έχει την εμφάνιση μοιραίας γυναίκας, μαγνητίζει το κοινό και η καριέρα της απογειώνεται. Έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ο Στέρνμπεργκ, που με έναν τρόπο υπήρξε πάντα ο δικός της «άγγελος», φεύγει για το Χόλιγουντ και την προσκαλεί να πάει να τον βρει. Η Μάρλεν Ντίτριχ, που αντιμετώπιζε με καχυποψία την άνοδό του Χίτλερ, αποδέχεται την πρόσκλησή του και φεύγει για την Αμερική. Εκεί, υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία Paramount Pictures, και γύρισε με τον μέντορά της μια σειρά από ταινίες, όπως το «Μαρόκο», το «Σανγκάη Εξπρές» και την «Ξανθή Αφροδίτη».

Ντυμένη με φράκο και ημίψηλο καπέλο, πρότεινε ένα άλλο πρότυπο θηλυκότητας, εντελώς ασύμβατο με την εποχή, και έμαθε στις γυναίκες ότι το να φορούν παντελόνια μπορεί να είναι σέξι. Στο δε «Μαρόκο» κάνει κάτι ασύλληπτο: φιλάει μια άλλη γυναίκα και καθιερώνεται ως το απόλυτο lesbian icon.

Ταυτόχρονα, υιοθετεί το ανδρόγυνο στιλ και στην προσωπική της ζωή, χωρίς να δίνει σημασία στα κουτσομπολιά. Το 1933 ταξίδεψε στο Παρίσι, φορώντας ένα λευκό κοστούμι. Όταν το πληροφορήθηκε ο αρχηγός της αστυνομίας, ανακοίνωσε πως εάν κυκλοφορούσε έτσι στους δρόμους, θα τη συλλάμβανε. Εκείνη αγνόησε τις προειδοποιήσεις και έκανε βόλτες στην Πόλη του Φωτός, όπως ακριβώς ήθελε.

Το 1936 ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το ναζιστικό κόμμα προσπάθησε να τη φέρει πίσω στη Γερμανία, προτείνοντάς της να πρωταγωνιστεί σε ταινίες προπαγάνδας. Εκείνη όμως αρνήθηκε και για να δείξει την αποστροφή της προς το καθεστώς που επικρατούσε στη Γερμανία παραιτήθηκε από την ιθαγένειά της κι έγινε Αμερικανίδα πολίτης. Έκτοτε άρχισε να βοηθάει τους Εβραίους και τους αντιφρονούντες στον ναζισμό να φύγουν από τη χώρα. Ο γερμανικός Τύπος την ονομάζει «προδότρια της πατρίδας», όμως εκείνη δεν αντέχει όσα το Τρίτο Ράιχ διαπράττει κατά της ανθρωπότητας.

Όταν αργότερα αποκάλυψε ότι ο Χίτλερ τής είχε ζητήσει να γίνει ερωμένη του, δήλωσε: «Τον απέρριψα. Ίσως θα έπρεπε να είχα πάει μαζί του. Θα μπορούσα να σώσω τις ζωές έξι εκατομμυρίων Εβραίων». Το 1937 μάλιστα έδωσε την αμοιβή της (450.000 δολάρια, τεράστιο ποσό για την εποχή) από την ταινία «Knight Without Armor» υπέρ των προσφύγων.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ταξίδευε με σκοπό να ψυχαγωγήσει τα συμμαχικά στρατεύματα, τραγουδώντας το περιβόητο «Lili Marlene», που έμεινε στην Ιστορία. Όταν οι Ναζί αντιλαμβάνονται ότι το συγκεκριμένο άσμα έχει απήχηση και στη δική τους πλευρά, το απαγορεύουν ρητά.

Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Μπίλι Γουίλντερ, συγκεντρώνουν χρήματα για τους Εβραίους και τους αντιφρονούντες. Η ίδια χαρακτήρισε εκείνες τις προσπάθειές της ως «το μοναδικό σημαντικό πράγμα που έχει κάνει ποτέ», ενώ ο  Γουάιλντερ αργότερα θα πει για το θάρρος της: «Βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου περισσότερες φορές από τον στρατηγό Αϊζενχάουερ!» Για την προσφορά της στον αγώνα κατά του ναζισμού, τιμήθηκε με το μετάλλιο της Ελευθερίας και το Τάγμα Του Φοίνικα από τη γαλλική κυβέρνηση.

Μετά από τον πόλεμο, επέστρεψε στο Βερολίνο για να δει τη μητέρα της. Οι συμπατριώτες της την υποδέχθηκαν με πανό που έγραφαν «Marlene Go Home». Εκείνη έμαθε για τις σχέσεις της οικογένειάς της και δη της αδερφής της με το ναζιστικό καθεστώς, οπότε αποφάσισε να κόψει κάθε επικοινωνία μαζί τους και με τη χώρα της. Έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια από τον θάνατό της, για να γίνει επίτιμη πολίτης της πόλης όπου γεννήθηκε.

Υπέρμαχος της οικογενειακής ζωής, η Ντίτριχ ήταν αμφιφυλόφιλη, πράγμα που αποκάλυψε τα τελευταία χρόνια. Ο κριτικός Κένεθ Τάναν έγραψε κάποτε για εκείνην: «Η ανδροπρέπειά της είναι ελκυστική στις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της στους άνδρες».

Είχε, όπως λένε, πολλές σχέσεις, όμως ο σύζυγός της παρέμεινε φίλος, σύμβουλος και στήριγμά της ως το τέλος, «χωρίς να παρεμβαίνει στις αμέτρητες υποθέσεις της».

Οι κατακτήσεις της περιελάμβαναν πιθανόν την αντίζηλό της -για το κοινό τουλάχιστον- Γκρέτα Γκάρμπο, την Εντίθ Πιαφ, τη Μέριλιν Μονρόε, τον Φρανκ Σινάτρα, τη Μερσέντες ντε Ακόστα, τον Τζον Γκίλμπερτ, τον Τζον Κένεντι, τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και τον Κερκ Ντάγκλας, ενώ ένας από τους μεγάλους της έρωτες ήταν ο Τζον Γουέιν, με τον οποίο έμεινε μαζί τρία χρόνια.

Μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες επαφές της ήταν αυτή με τον συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ, με τον οποίο είχαν γνωριστεί σε μια κρουαζιέρα το 1934. Η μεταξύ τους αλληλογραφία, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας το 2007, αποκάλυψε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, που πιθανολογείται ότι κράτησε τριάντα χρόνια, μέχρι την αυτοκτονία δηλαδή του Χέμινγουεϊ.

Η Ντίτριχ ήταν επίσης γνωστή και για τα «ιδιαίτερα μυστικά» της ομορφιάς της. Λέγεται ότι έβγαλε τους φρονιμίτες της για να τονίσει τα ζυγωματικά της, ενώ μια ολόκληρη ζωή πάλευε με τα αραιά μαλλιά της. Έτσι είχε μια τεράστια συλλογή από περούκες σε διάφορα χρώματα και χτενίσματα. Οι φήμες μάλιστα λένε πως για να διατηρεί αυτή τη διαρκή λάμψη στα φυσικά και στα ψεύτικα μαλλιά της, τα ψέκαζε με αληθινή χρυσή σκόνη. Σύμφωνα με τους «Times»: «Ήταν ένα σύμβολο μόδας. Τόσο στην οθόνη όσο και εκτός, φορούσε συχνά παντελόνια και κοστούμια. Απέδειξε ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να φανεί θηλυκή σε τέτοια ρούχα. Καθιέρωσε τη “σιλουέτα Dietrich”, τονίζοντας την αίσθηση της κομψότητας και τους καλλίγραμμους γοφούς και το μπούστο της».

Μετά από τον πόλεμο, συνέχισε την καριέρα της στη μεγάλη οθόνη, αλλά και σε σκηνές καμπαρέ, το οποίο υπηρετούσε με πάθος. Συνεργάζεται δε με κορυφαίους σκηνοθέτες, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Φρίτς Λάνγκ, Όρσον Ουέλς,  ο οποίος ήταν και προσωπικός της φίλος, και ο Μπίλι Γουάιλντερ. Μάλιστα λέγεται πως ο Χίτσκοκ, της επέτρεπε να επεμβαίνει στο σετ και να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνον.

Η τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση ήταν στο πλευρό του Ντέιβιντ Μπόουι στην ταινία «Απλά ζιγκολό» (1978). Μετά το τέλος των γυρισμάτων αρνείται πια να φωτογραφηθεί. Όταν ρωτήθηκε αργότερα γι‘ αυτή της την απόφαση, η απάντησή της ήταν αποστομωτική: «Με έχουν φωτογραφίσει μέχρι θανάτου. Δεν θέλω άλλο».

Το  1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη, διάρκειας 18 ωρών. Δεν του έδωσε την άδεια να την εμφανίσει στην κάμερα, παρά μόνο να  καταγράψει την αφήγησή της. Έτσι προέκυψε ένα αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene: A feature», που το 1984 γνώρισε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η υγεία της κλονίστηκε σοβαρά: έπαθε καρκίνο του τραχήλου της μήτρας το 1965 και υπέφερε από κακή κυκλοφορία αίματος στα πόδια της. Λόγω των πόνων που τη βασάνιζαν, άρχισε να παίρνει πολλά παυσίπονα αλλά και  αλκοόλ, αποκτώντας εξάρτηση.

Το 1975 κι ενώ βρισκόταν σε περιοδεία στην Αυστραλία, έσπασε τον μηρό της. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα, από το οποίο δεν κατάφερε πότε να συνέλθει. Πέρασε τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής της κατάκοιτη, επιτρέποντας να την επισκέπτονται μόνο στενοί της φίλοι και συγγενείς. Ο θάνατός της, στις 6 Μαΐου του 1992, προκλήθηκε από νεφρική ανεπάρκεια, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, ωστόσο η γραμματέας ισχυρίζεται πως αυτοκτόνησε με υπνωτικά χάπια.

Η κηδεία της έγινε στο Παρίσι και στη συνέχεια το σώμα της μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο του Σένμπεργκ στο Βερολίνο, πλάι στη μητέρα της, όπως ήταν η επιθυμία της.

Στον τάφο της μέχρι και σήμερα σημειώνονται βανδαλισμοί, πράγμα που, όπως λέει ο εγγονός της, «δείχνει πως η Μάρλεν ακόμα αντιστέκεται».