Το ενδεχόμενο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρέμβει και να επιβάλλει αυστηρότερα μέτρα για την πανδημία εάν διαπιστωθεί αδυναμία ή απροθυμία των κρατιδίων να ελέγξουν την κατάσταση άφησε ανοιχτό η καγκελάριος ‚Αγγελα Μέρκελ, κατηγορώντας πολλούς από τους πρωθυπουργούς ότι υποτιμούν την κατάσταση.

Χαρακτήρισε «σημείο καμπής» την τηλεδιάσκεψη της περασμένης Δευτέρας, η οποία κατέληξε στην απόφαση για πενθήμερη «φάση ηρεμίας» με τα πάντα κλειστά για τις ημέρες του Πάσχα (1η-5η Απριλίου), στην ανάκλησή της την επόμενη μέρα και στην δημόσια «συγγνώμη» της καγκελαρίου.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε αργά χθες το βράδυ σε εκπομπή του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, η κυρία Μέρκελ επέκρινε τις κυβερνήσεις κάποιων κρατιδίων, οι οποίες, είπε, έχουν την λανθασμένη άποψη ότι «η Καγκελαρία είναι αυστηρή, άρα εμείς μπορούμε να προσεγγίσουμε το θέμα κάπως πιο χαλαρά». Δεν βοηθάει να μοιράζουμε ρόλους, σημείωσε και τόνισε ότι στην επόμενη συνάντηση, «πρέπει να είναι σαφές ότι ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι μόνο τα από κοινού αποτελέσματα».

Η καγκελάριος επισήμανε ακόμη ότι η πανδημία εξακολουθεί να υποτιμάται από πολλούς. Δεν είναι, είπε χαρακτηριστικά, όλοι οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων «τόσο απαλλαγμένοι από ψευδαισθήσεις» ώστε να πιστεύουν ότι δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τον ιό. «Οι πρωθυπουργοί αντιμετωπίζουν τον πειρασμό να προσπαθήσουν να κρατήσουν τη θετική άποψη – βασιζόμενοι κυρίως στην επίδραση των γρήγορων τεστ. Αλλά δεν πιστεύω ότι το ‘κάνω τεστ και βγαίνω βόλτα’ είναι η σωστή απάντηση», δήλωσε η κυρία Μέρκελ, αναφερόμενη στη σχετική απόφαση της κυβέρνησης του Βερολίνου, ενώ απέρριψε τα «πιλοτικά σχέδια ανοίγματος» που ετοιμάζουν κάποια κρατίδια, όπως η Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία και το Ζάαρλαντ, ζητώντας για μία ακόμη φορά την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του «φρένου έκτακτης ανάγκης» που έχουν αποφασιστεί για την περίπτωση αύξησης του αριθμού των κρουσμάτων. «Κάποιοι κάνουν πολύ ευρεία ερμηνεία αυτού του ‘φρένου’ και δεν χαίρομαι καθόλου», σημείωσε, για να συνεχίσει λέγοντας ότι «οι περιορισμοί κυκλοφορίας θα μπορούσαν να είναι πολύ αποτελεσματικό μέσο» και να προειδοποιήσει ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα αναγκαστεί να παρέμβει, με τη νομοθεσία περί προστασίας από λοιμώξεις, η οποία θα μπορούσε να αλλάξει, προκειμένου να υπάρχει πολύ συγκεκριμένη πρόβλεψη για κάθε περίπτωση. «Από τις αρχές Μαρτίου είναι κατειλημμένες επιπλέον 700 κλίνες ΜΕΘ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο ακόμη. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα παρακολουθώ ως θεατής μέχρι να φτάσουμε στα 100.000 κρούσματα (…). Αυτός είναι ο όρκος που έδωσα, αυτή είναι η υποχρέωσή μου», ξεκαθάρισε.

Σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό, η καγκελάριος εκλήθη να εξηγήσει πώς χώρες όπως η Βρετανία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ έχουν εμβολιάσει ήδη πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού τους από ό,τι η Γερμανία, για να επαναλάβει ότι η ίδια εξακολουθεί να θεωρεί σωστή την απόφαση η παραγγελία των εμβολίων να γίνει μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τονίσει ότι το βασικό πρόβλημα ήταν από την αρχή οι περιορισμένες δυνατότητες παραγωγής των εμβολίων εντός ΕΕ. Ζήτησε πάντως «μεγαλύτερη ευελιξία» στην διαδικασία εμβολιασμού, τονίζοντας ότι στο τέλος κάθε μέρας πρέπει να μην πετάμε ούτε μία δόση. «Στην Γερμανία είμαστε συχνά υπερβολικά τελειομανείς και αυτό τελικά βλάπτει τα ποσοστά εμβολιασμού. Πρέπει να μάθουμε να ελισσόμαστε», υπέδειξε.

Η κυρία Μέρκελ άσκησε ακόμη κριτική στους εργοδότες οι οποίοι, επισήμανε, δεν εφαρμόζουν επαρκώς την τηλεργασία όπου υπάρχει η δυνατότητα και ζήτησε για μια ακόμη φορά όσοι εργαζόμενοι εξακολουθούν να προσέρχονται στον χώρο εργασίας τους να υποβάλλονται σε τεστ από τους εργοδότες τους τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα.

Για τα σκάνδαλα όσον αφορά την προμήθεια μασκών κατά την διάρκεια της πανδημίας, στα οποία εμπλέκονται βουλευτές της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), η κυρία Μέρκελ δήλωσε ότι πρόκειται για «απαράδεκτες» και «εξωφρενικές» καταστάσεις και παραδέχθηκε ότι την πληγώνει ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι προέρχονται από το κόμμα της. Με το βλέμμα μάλιστα στις εκλογές, προειδοποίησε ότι το CDU δεν έχει «συμβόλαιο» με την καγκελαρία και ότι πρέπει να γνωρίζουν όλοι πως πρόκειται για «ύψιστη τιμή». Τόνισε ακόμη ότι το CDU θα πρέπει να ετοιμάσει ένα πολύ καλό προεκλογικό πρόγραμμα ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, στις οποίες η ίδια δεν θα είναι υποψήφια.

Κατά την διάρκεια της εκπομπής προβλήθηκε δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία το 61,4% των Γερμανών δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται την ικανότητα της κυβέρνησης να διαχειριστεί την τρέχουσα κρίση. Κληθείσα να σχολιάσει το εύρημα, η καγκελάριος ανέφερε ότι «ο κόσμος είναι κουρασμένος από το παρατεταμένο lockdown», κάτι για το οποίο εξέφρασε την απόλυτη κατανόησή της. «Το θέμα όμως είναι αν βλέπουμε το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο», δήλωσε και παρέπεμψε στην κατάσταση που επικρατεί στις γειτονικές χώρες. «Όλες, εκτός από την Δανία, αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα», είπε. «Δεν είναι όλα άσχημα, αλλά πολλά μπορούν να γίνουν καλύτερα», παραδέχθηκε και ζήτησε από τους πολίτες να ενθαρρύνουν όσους εργάζονται σκληρά σε αυτή την πανδημία, όπως οι στρατιώτες και οι υγειονομικοί.

Αναφερόμενη στη δημόσια συγγνώμη της προς τους πολίτες για την απόφαση που αφορούσε «σκληρό» lockdown τις ημέρες του Πάσχα, η Άγγελα Μέρκελ δήλωσε ότι αυτό που μέτρησε περισσότερο και οδήγησε στην ανάκληση της απόφασης ήταν η ανασφάλεια που προκάλεσε, καθώς πολλοί ρωτούσαν ήδη πώς θα έβρισκαν βασικά είδη, όπως βρεφικές τροφές, γάλα ή κρέας. «Χρειαζόμαστε περισσότερα μέτρα, αλλά το συγκεκριμένο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αυτή τη στιγμή. Δεν ήθελα λοιπόν να προκαλέσω ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση σε τόσο δύσκολες εποχές», εξήγησε.