Δεν έχουν τέλος τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία και κάθε μέρα συσσωρεύονται νέα χρέη δισεκατομμυρίων για τη στήριξη της οικονομίας. Ποιος θα τα πληρώσει όλα αυτά;
Σε εποχές πανδημίας οι δημοσιογράφοι απευθύνουν κάθε τόσο την ίδια ερώτηση στον υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς: «Για πόσο ακόμη θα αντέξει η Γερμανία το λόκνταουν;» Εκείνος δίνει κάθε τόσο την ίδια απάντηση: «Θα αντέξουμε για όσο χρειαστεί». Είναι τόσο απλά τα πράγματα; Εστιατόρια, καφέ, θέατρα, μουσεία, γυμναστήρια παραμένουν κλειστά εδώ και τέσσερεις μήνες. Από τα μέσα Δεκεμβρίου έχουν κλείσει και τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα. Το κράτος επιδοτεί ένα διαρκές καθεστώς μερικής απασχόλησης για να αποτρέψει μαζικές απολύσεις, ενώ παράλληλα χορηγεί οικονομική βοήθεια στις επιχειρήσεις, για να αποφύγει ένα κύμα πτωχεύσεων.
Χρέη δισεκατομμυρίων κάθε μέρα
Μόνο για την χρονική περίοδο από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι τον Ιούνιο του 2021 ο κρατικός προϋπολογισμός έχει προβλέψει κονδύλια 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη στήριξη της οικονομίας. Σε αυτά προστίθενται τα πάγια έξοδα της πανδημίας, από το σύστημα υγείας μέχρι τα οικογενειακά επιδόματα. Το 2020 ο νέος δανεισμός έφτασε τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ, φέτος θα αγγίξει τα 180 δις. Τι θα συμβεί όμως, αν ενσκήψει ένα τρίτο κύμα πανδημίας και παραταθούν τα περιοριστικά μέτρα;
Η αλήθεια είναι ότι στον κυβερνητικό συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) επικρατούν διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το κόστος της πανδημίας και τους ενδεδειγμένους χειρισμούς. Τον Μάρτιο ο υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να παρουσιάσει τις προτάσεις του για τον προϋπολογισμό του 2022, καθώς και για τον μεσοπρόθεσμο οικονομικό σχεδιασμό των επομένων ετών. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος. Με απλά λόγια περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Πολλοί νομίζουν ότι οδηγούμε στον αυτοκινητόδρομο, κάπου γίνονται έργα, θα κάνουμε μία παράκαμψη, θα διασχίσουμε μερικά χωριά, αλλά σε λίγο θα επιστρέψουμε στον ίδιο δρόμο για να συνεχίσουμε ανενόχλητοι την πορεία μας. Δυστυχώς δεν είναι έτσι τα πράγματα…»
Η βαριά σκιά των βουλευτικών εκλογών
Τι θα συμβεί εάν από το 2022 επιστρέψει το «φρένο του χρέους» και μειωθούν τα περιθώρια νέου δανεισμού; Θεωρητικά υπάρχουν ακόμη αποθέματα, καθώς τα τελευταία χρόνια το δημόσιο χρέος κυμαινόταν σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που είχε προβλέψει ο αρχικός προγραμματισμός. Αν όμως παραταθεί για πολύ ακόμη το λόκνταουν, δεν αποκλείεται τα αποθέματα να εξαντληθούν εντός του 2021. Στο υπουργείο Οικονομικών, στην Επιτροπή Προϋπολογισμού του Γερμανικού Κοινοβουλίου, αλλά και στα κομματικά επιτελεία εξετάζονται κάθε είδους σενάρια για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού το 2022. Ενόψει βουλευτικών εκλογών, τον Σεπτέμβριο, κανείς δεν μιλάει ανοιχτά για περικοπές. Ο υπουργός Οικονομιίας Πέτερ Άλτμαιερ προτείνει την πώληση μεριδίων που κατέχει το κράτος στα Ταχυδρομεία (Deutsche Post) ή στις τηλεπικοινωνίες (Deutsche Telekom), θεωρώντας ότι η εποχή είναι ευνοϊκή για μία τέτοια κίνηση, καθώς οι μετοχές των δύο ιδιωτικοποιημένων εταιρειών καταγράφουν σταθερά ανοδική πορεία.
Αλλά και αυτά τα έσοδα δεν θα ήταν τίποτε άλλο, παρά σταγόνα στον ωκεανό. Πιο αποτελεσματικό μέτρο θα ήταν η αύξηση των φόρων και η επιβολή έκτακτης εισφοράς στα υψηλά εισοδήματα. Από κει και πέρα ο χριστιανοδημοκράτης διευθυντής της καγκελαρίας Χέλγκε Μπράουν προτείνει ακόμη και συνταγματική αναθεώρηση, για να απαλειφθεί το «φρένο χρέους», μία πρόταση που προκαλεί έντονες αντιδράσεις εντός του κυβερνώντος κόμματος. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Χέλγκε Μπράουν απλώς προλειαίνει το έδαφος για μία μετεκλογική συνεργασία με τους Πράσινους
Φόρος περιουσίας για τους πλούσιους;
Ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς, υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, δεν έχει πρόβλημα να αυξήσει τα όρια του νέου δανεισμού. Ωστόσο οι Σοσιαλδημοκράτες ακολουθούν διαφορετική στρατηγική, ζητώντας- μεταξύ άλλων και στο προεκλογικό τους πρόγραμμα- την επιβολή ενός φόρου περιουσίας στα ανώτερα εισοδήματα. «Χωρίς δίκαιο φορολογικό σύστημα είναι αδύνατον να επιβιώσουμε στη δύσκολη αυτή συγκυρία, μέχρι να επιστρέψουμε στον δρόμο της ανάπτυξης», επισημαίνει ο Όλαφ Σολτς. Η αριστερή πτέρυγα του SPD επαναφέρει την πρόταση για μία έκτακτη εισφορά περιουσίας, όπως αυτή που είχε επιβληθεί το 1952, για να αντιμετωπιστεί το ασύλληπτο κόστος της ανοικοδόμησης μετά τον πόλεμο. Κάτι αντίστοιχο είχαν προτείνει, χωρίς επιτυχία, οι Πράσινοι το 2012, προκειμένου να καλυφθεί το κόστος της ευρω-κρίσης.
Από την πλευρά του ο οικονομολόγος Κλέμενς Φουστ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, θεωρεί άκαιρη τη σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του ’50. «Μετά τον πόλεμο επικρατούσε ασύλληπτη καταστροφή, οι υποδομές και οι περισσότερες ιδιωτικές κατοικίες είχαν ισοπεδωθεί, ήρθαν στη Γερμανία εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι, η σημερινή κρίση μπορεί να είναι οδυνηρή, αλλά σιγουρα δεν συγκρίνεται με εκείνη την εποχή», επισημαίνει.
Φόβος για διαφυγή κεφαλαίων
Ελάχιστες είναι οι χώρες που έχουν επιβάλει «φόρο περιουσίας». Γι αυτό πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αν τον επέβαλλε η Γερμανία, θα διέφευγαν εκτός συνόρων κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας εντός συνόρων. Σε αυτή την περίπτωση θα μειώνονταν και τα φορολογικά έσοδα από άλλες πηγές. Ο Κλέμενς Φουστ θεωρεί πιο αποτελεσματικό μέτρο την αύξηση του φόρου εισοδήματος ή του ΦΠΑ, αν το ζητούμενο είναι η άμεση αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Επιπλέον πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι ο νέος δανεισμός μπορεί να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και το 2022, ώστε να διασφαλιστεί περισσότερος χρόνος για την επιστροφή στην ανάπτυξη. «Αν τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα, φαίνεται ότι η Γερμανία μπορεί να αποτινάξει το υπέρογκο χρέος, χωρίς να καταφύγει σε μεγάλες αυξήσεις φόρων ή περικοπές δαπανών» εκτιμά ο Κλέμενς Φουστ.