Στη δύσκολη κατάσταση που επικρατεί και στα γερμανικά νοσοκομεία τον φετινό χειμώνα αναφέρεται ο γερμανικός τύπος. Σχόλια επίσης για την επενδυτική συμφωνία Κίνας-ΕΕ, αλλά και τις γαλλογερμανικές σχέσεις.

Η πανδημία του κορωνοϊού έχει φέρει στα όριά τους το 2020 και τα γερμανικά νοσοκομεία, τα οποία πέρα από όλα τα άλλα αντιμετωπίζουν και οικονομικές δυσκολίες. Η εφημερίδα Kölner Stadt Anzeiger σχολιάζει σχετικά: «Αυτός ο χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος για τα νοσοκομεία. Οι μονάδες εντατικής θεραπείας και λοιμώξεων είναι γεμάτες με ασθενείς του κορωνοϊού. Το προσωπικό εργάζεται όλο τον χρόνο στα όρια της αντοχής του και τώρα σε όλη την επικράτεια υπάρχει ο κίνδυνος αδυναμίας πληρωμών (…) Την άνοιξη όλοι χειροκροτούσαν τους εργαζομένους στα νοσοκομεία και τον χειμώνα δεν μπορούν να πληρωθούν οι μισθοί – δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε απώλεια της εμπιστοσύνης στο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, η οποία δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί έτσι απλά με την επόμενη καταβολή του μισθού (…) Τα νοσοκομεία χρειάζονται τώρα δύο πράγματα: βραχυπρόθεσμα ενίσχυση της ρευστότητας και μακροπρόθεσμα επιτέλους ένα σχεδιασμό για τη νοσοκομειακή περίθαλψη, που θα αξίζει αυτό το όνομα».

Deutschland Covid-19 Intensivstation im Universitätsklinikum Leipzig

To « δίλημμα της Κίνας» για την Ευρώπη

«Η Κίνα είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας της παγκόσμιας οικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για την ΕΕ»

«Η Κίνα είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας της παγκόσμιας οικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για την ΕΕ»

Στο επίκεντρο των σχολίων του γερμανικού τύπου βρίσκεται η συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο ΕΕ και Κίνας για την προστασία των επενδύσεων, η οποία εκκρεμεί από το 2014 και η οποία είναι πιθανό να επισημοποιηθεί τις επόμενες μέρες. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung κάνει λόγο για το «δίλημμα της Κίνας» και σημειώνει: «Η Κίνα είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας της παγκόσμιας οικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για την ΕΕ. Για τον λόγο αυτό είναι λογικό να τεθούν οι επενδύσεις σε αμφότερους τους οικονομικούς χώρους σε ασφαλή νομική βάση. Ακριβώς αυτός ο στόχος η ΕΕ θεωρεί ότι έχει επιτευχθεί με τη συμφωνία, στα βασικά σημεία της οποίας συμφωνεί και η Κίνα. Ωστόσο (ελπίζουμε) κανείς στις Βρυξέλλες δεν είναι τόσο αφελής για να πιστεύει ότι η ασφάλεια δικαίου είναι το ίδιο πράγμα στην Κίνα και την Ευρώπη. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο στο „παλιό“ Χονγκ Κονγκ, δηλαδή πριν από την έγκριση του „νόμου περί ασφάλειας“. Στη λεγόμενη κινεζική „ενδοχώρα“, ο νόμος ήταν και είναι τελικά μόνο αυτός που ορίζει η ηγεσία του Kόμματος προς το δικό του συμφέρον (…) Η Κίνα έχει επίσης υποσχεθεί να αναλάβει „προσπάθειες“ για την επικύρωση διεθνών συμβάσεων κατά της καταναγκαστικής εργασίας. Οι κρατούμενοι στην Σινγιάνγκ θα ακούσουν τα νέα με ενδιαφέρον. Αλλά τι θα κάνει η ΕΕ αν όλες οι „προσπάθειες“ της Κίνας σε αυτό το πεδίο δεν οδηγήσουν πουθενά»

Γαλλία-Γερμανία, μια «παραμελημένη φιλία»

O Χέλμουτ Σμιτ με τον Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν τον Ιανουάριο του 2003

O Χέλμουτ Σμιτ με τον Βαλερί Ζισκάρ ντ‘ Εστέν τον Ιανουάριο του 2003

Μια αποτίμηση των γαλλογερμανικών σχέσεων, για τις οποίες το 2020 έγινε πολύς λόγος εξαιτίας της πανδημίας, επιχειρεί η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt και παρατηρεί: «Οι Γερμανοί διπλωμάτες μιλούν για μια „γαλλο-γερμανική στιγμή“ που βιώσαμε φέτος: Μαζί οι δύο χώρες πέτυχαν πολλά στην ΕΕ. Αλλά το ζευγάρι θυμίζει περισσότερο μια κοινότητα σκοπών, στην οποία η γερμανική πλευρά επενδύει μόνο ένα ελάχιστο. Σίγουρα, υπήρξαν αμοιβαίες επιτυχίες το 2020. Η μεγαλύτερη ήταν η συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης με στόχο την οικονομική ανασυγκρότηση μετά την ύφεση του κορωνοϊού. Η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση το πρότειναν και το επέβαλαν παρά τις αντιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκιστών από την Ουγγαρία και την Πολωνία». Ωστόσο όπως παρατηρεί το σχόλιο, την ίδια χρονιά υπήρξαν και πολλές άτυχες στιγμές, όπως η επιβολή ελέγχων στα σύνορα με τη Γαλλία ή η απαγόρευση σε Γάλλους πολίτες να διέρχονται των γερμανικών συνόρων για αγορές σε γερμανικά καταστήματα. «Οι φίλοι είχαν μεταλλαχθεί εν μία νυκτί σε φορείς του ιού» αναφέρει το σχόλιο.

Όπως παρατηρεί ο σχολιογράφος: «Όταν ο Χέλμουτ Σμιτ επισκεπτόταν τη Γαλλία, ερχόταν σε φίλους. Για τη σημερινή γενιά πολιτικών μοιάζει με επίσκεψη στον οδοντίατρο: απαραίτητη (…) Αυτό που προσάπτουν στους Γερμανούς συναδέλφους τους Γάλλοι πολιτικοί, όταν μιλά κανείς μαζί τους στη Γαλλία, είναι ότι προς απογοήτευσή τους, οι παλιοί φίλοι έχουν χάσει πια το ενδιαφέρον. Αλλά αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Γερμανούς πολιτικούς. Και το ευρύ κοινό κουνά με αδιαφορία τους ώμους όταν πρόκειται για τη Γαλλία (…)». Το σχόλιο κλείνοντας παρατηρεί ότι το ενδιαφέρον των Γερμανών τραβά σήμερα περισσότερο η Κίνα ή οι ΗΠΑ, παρά η γειτονική Γαλλία. Αλλά ίσως οι Γερμανοί θα πρέπει να ξαναδούν με ευαισθησία τι προσφέρει η σημερινή Γαλλία, σημειώνει ο σχολιογράφος και αναφέρει ως χαρακτηριστικά παραδείγματα: «τη δύναμη της διπλωματίας», «την αγάπη για την ελευθερία που δεν εκφοβίζεται από καμιά τρομοκρατική επίθεση», «τις start-up εταιρείες υψηλής τεχνολογίας», «τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι γυναίκες στην πολιτική και τις επιχειρήσεις» αλλά ακόμη και εκείνο «το παράξενο μείγμα πειθαρχίας και oργισμένης, βίαιης ενίοτε ανυπακοής».

Δήμητρα Κυρανούδη