Το μικρό πλοίο Σαμαριά που θα με μεταφέρει στη Γαύδο πρόκειται να σαλπάρει στις 9:00 από το λιμάνι των Σφακίων στην Κρήτη.
Το δελτίο καιρού δίνει τοπικά 5 μποφόρ, με αυξανόμενη ένταση όσο θα περνάει η ώρα. Ο Ανδρέας Βαρδουλάκης, ο καπετάνιος, με διαβεβαιώνει πως το πλοίο θα σαλπάρει κανονικά, κάτι που με καθησυχάζει, μιας και όπως o ίδιος εξομολογείται, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθηλώνεται για μέρες εξαιτίας των ισχυρών ανέμων. Αν και η Γαύδος αχνοφαίνεται μετά τα πρώτα λεπτά του ταξιδιού, τα ταξίδι πρόκειται να διαρκέσει 4 ώρες. Μέσα από το πλοίο το σκηνικό είναι επαναλαμβανόμενο. Από τα φινιστρίνια κάνουν την εμφάνισή τους τα σύννεφα, τα οποία αμέσως μετά εξαφανίζονται, για να δώσουν τη θέση τους στα κύματα, καθώς το πλοίο τραμπαλίζεται πασχίζοντας να διαβεί το ταραγμένο πέλαγος. Στο άδειο κατάστρωμα, ο Τζον Ντέιλι, ο μοναδικός επιβάτης, αγναντεύει τη θάλασσα καθώς το πλοίο ξεμακραίνει. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το δικαίωμά του για πρόωρη συνταξιοδότηση και να ζήσει για λίγους μήνες δοκιμαστικά στη Γαύδο.
Στο λιμάνι, καμιά δεκαριά άνθρωποι έχουν πάρει θέση και περιμένουν το βαπόρι να δέσει με ασφάλεια. Πριν καλά καλά, προλάβει να ακουστεί ο ήχος του καταπέλτη που ακουμπάει στην προκυμαία, βρίσκονται ήδη πάνω στο πλοίο για να παραλάβουν δέματα, αλληλογραφία και προμήθειες σε τρόφιμα, που έρχονται από την Κρήτη.
Κατευθύνομαι προς το Καστρί, την πρωτεύουσα του νησιού. Διασχίζω τον έρημο δρόμο που ενώνει τον οικισμό και φτάνω στο Princess, ένα από τα στέκια που παραμένουν ανοικτά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι ο 35χρονος Βασίλης Οικονομάκης, ο γιατρός που κάνει το αγροτικό του, γρατζουνάει την κιθάρα του πλάι σε ένα ζευγάρι Ιταλών, που γυρίζουν το νησί με ένα φορτηγάκι. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την κύρια έγνοια των Γαυδιωτών. Τη θάλασσα και τα μποφόρ. Η ατάκα του γιατρού περιγράφει με τον πιο εύστοχο τρόπο την φόβο και την ανασφάλεια των κατοίκων του μικρού νησιού. «Κάθε φορά που έβλεπα ότι έχει οκτώ μποφόρ, έλεγα Παναγία μου τώρα άμα γίνει κάτι, δεν θα έρθει ούτε ελικόπτερο εδώ πέρα, θα μου μείνει κάποιος στα χέρια».
Το γερμένο, σχεδόν πεσμένο δέντρο, από τη μάχη του με τον αέρα, που προσπερνάω καθώς πλησιάζω στον οικισμό Βατσιανά, μαρτυράει την άρρηκτη σύνδεση του νησιού με τα στοιχεία της φύσης. Βρίσκεται έξω από την αυλή του Νίκου και της Έφης Λουγιάκη. Η οικογένεια έχει τρία από τα συνολικά τέσσερα παιδιά που υπάρχουν στο νησί. Ο κ. Νίκος είναι κτηνοτρόφος και μεγάλο μέρος της ημέρας την περνάει με τα ζώα. Είναι ζωές, όπως λέει «αυτά μεγάλωσαν εμένα, αυτά μεγαλώνουν τα παιδιά μου». Η οικογένεια όμως είναι το άλφα και το ωμέγα για αυτόν. «Δεν υπάρχει κάτι πιο ωραίο, είναι ιερό. Βλέπεις τα παιδιά σου και καμαρώνεις. Αυτή είναι η ευτυχία. Εδώ τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στη φύση, δεν ζουν μέσα στο άγχος όλη μέρα, κλεισμένα σε ένα διαμέρισμα».
Κάθε πρωί, το σχολικό του δήμου περιμένει έξω από το σπίτι της οικογένειας τον Νικόλα και την Κέλυ, τους δύο μοναδικούς μαθητές. Η δασκάλα τους, Μαρία Δανά, τα περιμένει στην πόρτα. Το σχολικό μάθημα μοιάζει περισσότερο με διάβασμα στο σπίτι, εξαιτίας της απουσίας άλλων μαθητών αλλά και της υπέροχης σχέσης που έχουν αναπτύξει τα παιδιά μαζί της.
Στον ίδιο οικισμό ζουν και οι Ρώσοι. Έτσι συνηθίζουν να αποκαλούν τον Μάρεκ από την Πολωνία, την Άλα από την Ουκρανία και τον Αλεκσέι από τη Ρωσία, που ζουν στο σπίτι που έχτισαν μόνοι τους πριν από 22 χρόνια. Θέλησαν να γνωρίσουν τη πατρίδα της φιλοσοφίας και επισκέφτηκαν την Ελλάδα. Η τάση τους όμως για την αναζήτηση πιο ζεστών και νότιων προορισμών τους έφερε στη Γαύδο. Η γιγάντια καρέκλα που κατασκεύασαν και τοποθέτησαν στο πιο νότιο άκρο του νησιού, συμβολίζει το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης.
Εκτός από τους ντόπιους, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων της Γαύδου κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εξαρτάται από τον αριθμό των κατασκηνωτών. Καθώς το νησί, αποτελεί διάσημο καλοκαιρινό προορισμό για τους ελεύθερους κατασκηνωτές, πολλοί εξ αυτών συνεχίζουν να διαμένουν σε παραλίες όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Ο γερμανός Νιλς που ήρθε για πρώτη φορά σαν κατασκηνωτής, ένα καλοκαίρι, ζει μόνος του σε μια τέτοια παραλία, τα τελευταία οκτώ χρόνια. Κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής σεζόν εργάζεται ως σερβιτόρος αλλά ο χειμώνας είναι πιο «ελαφρύς» όπως λέει ο ίδιος με σπαστά ελληνικά. «Εμένα μ’ αρέσει το νησί γιατί είναι πιο ελεύθερο. Δούλευα πολλά χρόνια στη Γερμανία αλλά εκεί πας κάθε πρωί με την κάρτα… Πολύ κόσμος που μένει πολλά χρόνια εδώ, δεν καταλαβαίνει τι έχει στην Γαύδο. Αλλά αν μια φορά έχεις δουλέψει έξω πρέπει να λες η Γαύδος είναι Παράδεισος».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Γιάννης Κολεσίδης