Η πανδημία του κορωνοϊού «αναδεικνύει» την ανάγκη για μια αξιόπιστη στρατηγική στον τομέα της ψυχικής υγείας.

Ο φόβος ότι θα κολλήσουν τον ιό, ο επιβεβλημένος ή εκούσιος εγκλεισμός, η ραγδαία αλλαγή των καθημερινών τους συνηθειών, η οικονομική πίεση και η ανασφάλεια για το μέλλον έχουν οδηγήσει στην επιδείνωση της ψυχικής υγείας των Βρετανών, όπως πιστοποιείται από εμπειρικές έρευνες που έγιναν το διάστημα 1-21 Ιουνίου 2020.

Οι νεαροί ενήλικες, οι γυναίκες, τα άτομα με αναπηρίες, οι οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, και όσοι βρέθηκαν σε καίριες θέσεις -γιατροί, νοσηλευτές, προσωπικό ασφαλείας – κατά τη διάρκεια της καραντίνας, φαίνεται ότι έχουν επηρεαστεί ψυχολογικά από την πανδημία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, καθώς, όπως οι ίδιοι δηλώνουν, η ζωή τους έχει αλλάξει σημαντικά λόγω του ακατάπαυστου άγχους ή της κατάθλιψης που βιώνουν. Υπολογίζεται μάλιστα ότι τους επόμενους μήνες το Βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) θα αντιμετωπίσει σοβαρή οικονομική επιβάρυνση από την αύξηση των ψυχικών διαταραχών, και υπάρχει έντονη ανησυχία μεταξύ των αρμοδίων ότι το (NHS) δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει επαρκώς.

Τι συμβαίνει όμως στη χώρα μας;Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα φροντίδας για όσους έχουν εμφανίσει το τελευταίο διάστημα φοβίες, οξύ άγχος, ή βαριά κατάθλιψη λόγω της πανδημίας; Υπάρχει άραγε ειδική μέριμνα για άτομα που έχουν ασθενήσει από τον ιό και βιώνουν Αγχώδη Μετα-Τραυματική Διαταραχή (Post-Traumatic Stress Disorder);

Αυτού του είδους η διαταραχή εμφανίζεται όχι μόνο σε ανθρώπους που έχουν υπάρξει θύματα ή μάρτυρες φυσικών καταστροφών, βίαιων επιθέσεων, ή δυστυχημάτων αλλά και σε όσους έχουν νοσηλευθεί σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας για σύντομο ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Μερικά από τα συμπτώματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν είναι οι σοβαρές δυσλειτουργίες στην προσωπική, κοινωνική, επαγγελματική ζωή, οι αρνητικές σκέψεις που παραμένουν, οι εφιάλτες, οι αϋπνίες, τα «φλάσμπακ» αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο διάχυτος φόβος, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία ούτε αναφορικά με την επιδημιολογία των ψυχικών διαταραχών, ούτε αναφορικά με τους περιορισμούς και την απομόνωση ατόμων που εισάγονται στα ψυχιατρικά ιδρύματα ακούσια, νοσηλεύονται ακούσια, και υποβάλλονται σε φαρμακοθεραπεία ακούσια – μία ακόμα αρνητική πρωτιά για τη χώρα μας.

Με άλλα λόγια δεν γνωρίζουμε πόσοι πάσχουν από ψυχώσεις και πόσοι από αγχώδεις ή καταθλιπτικές διαταραχές, ούτε διαθέτουμε καθαρή εικόνα για τον αριθμό των εισαγωγών, τους λόγους της εισαγωγής, τον τύπο του ιδρύματος και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ασθενών (φύλο, ηλικία). Επίσης, οι ίδιοι οι ασθενείς και οι οικείοι τους συχνά δεν είναι ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους κι έτσι σε αρκετές περιπτώσεις υπομένουν άβουλοι τις συνέπειες των αποφάσεων που άλλοι λαμβάνουν για αυτούς.

Οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Υγείας όλων των πολιτικών αποχρώσεων φαίνεται πως έως τώρα δεν συνειδητοποιούσαν την σημασία της συγκέντρωσης δεδομένων όχι μόνο για το μέλλον των αναγκαίων και αναμενόμενων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της ψυχικής υγείας, αλλά και για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.

Δεν αντιλαμβάνονταν επίσης ότι η οικονομία της χώρας υποφέρει από τους πολίτες που πάσχουν από καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές και όχι από όσους νοσούν από σοβαρές ψυχικές διαταραχές, καθώς ο αριθμός τους είναι συγκριτικά περιορισμένος. Οι επαναλαμβανόμενες απουσίες όμως από την εργασία λόγω κατάθλιψης, κάποιας φοβίας ή άγχους που το άτομο δεν καταφέρνει πλέον να αντιμετωπίσει χωρίς την αρωγή ειδικού της ψυχικής υγείας, μπορεί μακροχρόνια να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, το σύστημα υγείας, και την κοινωνία.

Είναι πραγματικά σημαντικό ότι για πρώτη φορά στη χώρα μας υπάρχει Υφυπουργείο Ψυχικής Υγείας. Η πανδημία μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για να αντιμετωπιστεί με τρόπο ορθολογικό μια σειρά δομικών προβλημάτων που καθιστούν την Ελλάδα ουραγό της Ευρώπης στον τομέα της ψυχικής υγείας, παρά το υψηλό επίπεδο ψυχολόγων, ψυχιάτρων, και ειδικών νοσηλευτών.

Η σύνταξη μιας αξιόπιστης στρατηγικής στον τομέα της ψυχικής υγείας μπορεί να επιφέρει άμεσα ευεργετικά αποτελέσματα ιδίως για συμπολίτες μας που λόγω οικονομικών δυσχερειών ή ιδεοληπτικών εμποδίων στερούνται παραδοσιακά την στήριξη που άμεσα χρειάζονται.

Η φροντίδα που ορθά προσφέρεται από τους αρμόδιους φορείς σε όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα σωματικής υγείας, θα πρέπει να διευρυνθεί με τρόπο ώστε να συμπεριλάβει την επαρκή στήριξη ατόμων που βιώνουν έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Διότι, όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένα: υγεία, χωρίς ψυχική υγεία, δεν υπάρχει.