Είναι απαραίτητος ένας νέος τρόπος αντίληψης του όρου «κληρονομιά» που δεν ξεκινά ούτε από εθνικιστική ούτε από οικουμενική αφετηρία και θέτει στο επίκεντρο τους ανθρώπους που ζουν καθημερινά μαζί με τα μνημεία του παρελθόντος, αλλά και όσους ανήκουν στην διασπορά και θεωρούν αυτά τα μνημεία πολύτιμο και σημαντικό κομμάτι της ζωής τους.

Μία από τις κύριες αντιδράσεις εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας στην απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να επαναλειτουργήσει ως τζαμί η Αγία Σοφία, ήταν ότι πρόκειται για μνημείο «παγκόσμιας» κληρονομιάς, ότι ανήκει σε όλους μας. Με σχετική ανακοίνωση της μάλιστα, η UNESCO προειδοποίησε ότι η απόφαση της Τουρκίας μπορεί να βλάψει την «οικουμενική αξία» του κτιρίου. «Η Αγία Σοφία ανήκει στον κόσμο» δήλωσε σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε στην Ουάσιγκτον Ποστ με τίτλο «Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί αποτελεί πράξη πολιτισμικής εκκαθάρισης», η επιφανής βυζαντινολόγος Τζούντιθ Χέριν. Διάφοροι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες επέμειναν με δηλώσεις του ότι η Αγία Σοφία αποτελεί τμήμα της «κοινής μας κληρονομιάς», ότι «ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα», ότι η απόφαση του Ερντογάν αποτελεί «ανοιχτή πρόκληση στον πολιτισμένο κόσμο».

Όσο όμως κι αν μας εντυπωσιάζει η Αγία Σοφία, εδώ στην Ευρώπη ή στην Αμερική ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, όσο κι αν την έχουμε θαυμάσει ως επισκέπτες, το κτίριο αυτό – που είναι συγχρόνως εκκλησία, τζαμί, μουσείο και θεμέλιος λίθος πολιτισμού – δεν είναι δικό μας.

Αυτό ισχύει σε ένα κυριολεκτικό επίπεδο. Η Αγία Σοφία βρίσκεται στην Τουρκία και η λειτουργία της υπόκειται στην τουρκική νομοθεσία. Η Αγία Σοφία είναι κομμάτι της Κωνσταντινούπολης και ανήκει καταρχάς στους ανθρώπους που ζουν εκεί. Οι επισκέπτες έρχονται και φεύγουν, οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης όμως μένουν μαζί της, μέρα παρά μέρα.

Είναι έντονος ο πειρασμός να θεωρήσουμε ότι η πολιτισμική κληρονομία είναι παγκόσμια. Αυτό όμως το επιχείρημα της οικουμενικότητας έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές ως ισχυρό όπλο και ως μέσο κατάκτησης, επέμβασης, ιδιοποίησης και βίας από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις ΗΠΑ εδώ και δύο αιώνες. Εν προκειμένω, θα πρέπει να αντισταθούμε σ΄ αυτόν τον πειρασμό, όσο κι αν θεωρούμε τις πολιτικές του Ερντογάν ανησυχητικές ή και εξωφρενικές ακόμα.

Θα πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί και να μην ανάγουμε το θέμα σε θρησκευτικό ζήτημα. Η χρήση ενός αρχαίου κτιρίου ως τζαμί δεν είναι περισσότερο προβληματική από την χρήση του ως τόπος λατρείας οποιασδήποτε άλλης θρησκείας.

Δεν θα πρέπει ακόμα να ξεχνάμε το παρελθόν της Αγίας Σοφίας ως ναού. Ήταν ο μεγαλύτερος καθεδρικός στον κόσμο για χίλια χρόνια σχεδόν, αποτελώντας την έδρα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η θέση της στον ελληνορθόδοξο κόσμο παραμένει κεντρική και η σημασία της τεράστια για όλους τους Έλληνες που ζούσαν κάποτε στην Πόλη (και για τους λίγους που ζουν ακόμα εκεί). Πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες εκδιώχτηκαν βιαίως από την Τουρκία το 1923 στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Πολλοί επίσης αναγκάστηκαν να φύγουν μετά το πογκρόμ εναντίον της ελληνικής κοινότητας της Πόλης το 1955, για να ακολουθήσουν κι άλλες μαζικές απελάσεις την επόμενη δεκαετία. Το πραγματικό πρόβλημα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας ξανά σε τζαμί έγκειται στον ρόλο που επιβάλλεται στο κτίριο στο πλαίσιο του δογματικού εθνικισμού του Ερντογάν και στους πραγματικούς κινδύνους που θέτει το κίνημά του για τον μη μουσουλμανικό πληθυσμό της Τουρκίας.

Είναι ξεκάθαρο ότι είναι απαραίτητος ένας τρόπος αντίληψης της κληρονομιάς που δεν ξεκινά ούτε από εθνικιστική ούτε από οικουμενική αφετηρία. Ένας τρόπος αντίληψης που να θέτει στο επίκεντρο τους ανθρώπους που ζουν καθημερινά μαζί με τα μνημεία του παρελθόντος, αλλά και όσους ανήκουν στην διασπορά και θεωρούν αυτά τα μνημεία πολύτιμο και σημαντικό κομμάτι της ζωής τους. Ίσως το πρόβλημα να αντανακλάται στον ίδιο τον όρο «κληρονομιά» – όρος που μοιάζει να εστιάζει στο παρελθόν αντί να συμπεριλαμβάνει τις ζωές των ανθρώπων σήμερα. Μας έχουν μάθει να πιστεύουμε ότι αυτή η κληρονομιά πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλάσσεται από ισχυρά εθνικά κράτη χωρίς τη συμμετοχή τοπικών φορέων και κοινωνικών ομάδων. Ίσως το πραγματικό πρόβλημα σχετικά με το πού ή σε ποιους ανήκει η Αγία Σοφία έχει να κάνει με την ίδια την έννοια της κληρονομιάς.

Από το άρθρο του αρχαιολόγου Michael Press που δημοσιεύτηκε στην πλατφόρμα σύγχρονης τέχνης και κουλτούρας Hyperallergic με τίτλο „Who Really Owns Hagia Sophia?