Είναι δικός μου νόμος στις επιχειρήσεις, να είμαι αυτός που αγοράζει, όχι αυτός που πουλάει»… Με αυτή τη φράση του Αριστοτέλη Ωνάση ξεκίνησε και η κουβέντα μας με τον κύριο Αμανάτη Ταγκαλίδη. Μας υποδέχτηκε στο «στρατηγείο» του, ένα εμβληματικό οικογενειακό κτίριο 5 διαμερισμάτων στο Leonberg, περίπου 15 χιλιόμετρα από το κέντρο της Στουτγάρδης. Είναι πολύ ενδιαφέρον να συναντάς ανθρώπους που έχουν ευχαριστηθεί τη ζωή τους και που μοιάζει να έχουν σχεδιάσει κάθε τους κίνηση με μοναδικό προορισμό την κορυφή.
Για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού της Βάδης-Βυρτεμβέργης είναι ένα πρόσωπο αναγνωρίσιμο και μία εμβληματική και δυναμική προσωπικότητα. Πολλοί τον αποκαλούν κύριο Αμανάτη… Άλλοι πάλι μπερδεύονται και τον αποκαλούν κύριο Αμανατίδη. Ένα είναι σίγουρο! Ο κύριος Αμανάτης Ταγκαλίδης κάνει αίσθηση και δεν περνά απαρατήρητος, αρχής γενομένης από το όνομά του.
Μέγας ευεργέτης για τον Απόδημο Ελληνισμό αλλά και για την Ελλάδα. Έχει προσφέρει πάρα πολλά και σίγουρα πολλά περισσότερα από αυτά που έχουν δημοσιοποιηθεί. Αυτή η αμύθητη περιουσία του κυρίου Ταγκαλίδη, που ένα μεγάλο μέρος της το έχει δωρίσει σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη, είναι αποτέλεσμα πολύ σκληρής δουλειάς αλλά και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που δημιουργούν πολλούς ψιθύρους πίσω από την πλάτη του. Σε αυτή τη συνέντευξη μιλά για όλους και για όλα και με την απλότητα του χαρακτήρα του και τον αυθορμητισμό του μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα. Οι ιστορίες που έχει να διηγηθεί σε συνεπαίρνουν και έτσι επιλέξαμε η συγκεκριμένη συνέντευξη να παρατεθεί αυτούσια, χωρίς επιπλέον στολίδια και φτιασιδώματα. Είναι μια αυθεντική συζήτηση, όπου πρωταγωνιστεί η ψυχή, η καρδιά και ο γνήσιος εαυτός ενός από τους επιφανέστερους Έλληνες της Γερμανίας.
» Γεννήθηκα στις 14 Μαρτίου 1937 στα Λευκόγεια της Δράμας. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μέσα στην περίοδο της Κατοχής. Είχαμε μετακομίσει στη Νέα Μπάφρα Σερρών, έναν ημιορεινό οικισμό στους Πρόποδες του Παγγαίου όρους, για πέντε χρόνια. Όταν επιστρέψαμε στα Λευκόγεια ήταν και η πρώτη φορά που πήγα σχολείο. Ήμουν ήδη 10 χρονών. Βλέπεις, δεν υπήρχαν σχολεία τότε στην περιοχή γιατί ήταν ακριτική ζώνη.
Τα εφηβικά χρόνια με την οικογένεια
» Ήμασταν 3 αδέρφια με έφεση στα γράμματα. Η αδερφή μου η μεγάλη ήταν καλή μαθήτρια αλλά δεν την έστειλαν στο γυμνάσιο γιατί τα κορίτσια μόνο νοικοκυριό έπρεπε να μάθουν εκείνο τον καιρό. Ο μικρός μου αδερφός, ο Λευτέρης, σπούδασε γιατρός. Εγώ ήμουν από τους καλύτερους μαθητές στο δημοτικό και με επέλεξε ο δάσκαλος, μαζί με άλλα 3 παιδιά, να δώσω εξετάσεις. Οι μόνοι που πέτυχαν ήμασταν εγώ και η Διαμάντω, η κόρη του παπά. Με εκείνη αγαπηθήκαμε και κλεφτήκαμε ανήμερα του πανηγυριού της Ζωοδόχου Πηγής, όμως ποιος ξέφευγε τότε από το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα μου; Καπετάνιος στο επάγγελμα, ήξερε καλά τον τρόπο να κάνει τα σχέδιά μας να ναυαγήσουν.
» Οι γονείς μου, Κυριάκος και Αγαθή, ήταν πρόσφυγες από την Μπάφρα του Πόντου. Ο πατέρας μου διακρίθηκε τόσο στον πατριωτικό αγώνα ενάντια σε κάθε εισβολέα όσο και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ασχολήθηκε και με το εμπόριο, με ρούχα αλλά ξεχώρισε ως κοινοτάρχης της περιοχής. Ήταν ο μόνος μορφωμένος και ήξερε απταίστως τα ελληνικά, καθώς τον καιρό εκείνο οι κάτοικοι του χωριού μιλούσαν μόνο «βαριά» ποντιακά. Έχαιρε άκρας εκτίμησης όλων των συγχωριανών του. Ήταν τέτοιος τύπος που όταν πήγαινε στο καφενείο σηκώνονταν όλοι από σεβασμό. Η μητέρα μου, από την άλλη, ήταν μια γυναίκα ήσυχη, αγράμματη, δεν ήξερε και πολλά. Ήταν ορφανή. Οι Τούρκοι έσφαξαν όλη της την οικογένεια και ο παππούς μου, απ’ την πλευρά του πατέρα μου, την πήρε υπό την προστασία του. Ύστερα την πάντρεψαν με το γιο τους, τον πατέρα μου.
» Εγώ αν και πήρα τις συνήθειες του πατέρα μου έμοιασα στη μάνα μου που ήταν μελαχρινή. Καρά Σαββά λεγόταν ο παππούς μου, απ’ της μαμάς μου τη μεριά. Ο μαύρος Σάββας δηλαδή. Ο προπαππούς μου απ’ την πλευρά του πατέρα μου λεγόταν Δημητριάδης. Δήμαρχος εκεί στην Μπάφρα του Πόντου, άνθρωπος χουβαρντάς και γυναικάς. Ταγκάλ θα πει γυναικάς. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το Ταγκαλίδης.
Ταγκάλ θα πει γυναικάς. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το Ταγκαλίδης.
Η ζωή μετά τα 18
» Στη Δράμα είχαμε ένα μεγάλο μακεδονικό σπίτι, στάβλους μεγάλους, όπου στήναμε μεγάλα γλέντια. Το 1955 όμως τα πουλήσαμε όλα και πήγαμε στην Κατερίνη. Το 1959 παρουσιάστηκα στο Μεσολόγγι και 33 μήνες υπηρέτησα στην νεοϊδρυθείσα τότε ΕΛ.ΔΥ.Κ στην Κύπρο. Ήμουν από τους πρώτους. Παρέλασα πρώτος δεξιά, δείκτης, στη διμοιρία παρελάσεως το ’59, μπροστά στο Βασιλιά Παύλο. Αφού απολύθηκα, έπιασα δουλειά ως σερβιτόρος στην Αθήνα και ήθελα να μείνω εκεί.
» Ο μικρός μου αδερφός εκείνον τον καιρό είχε έρθει στη Γερμανία να σπουδάσει. Μου είπε έλα εδώ στη Γερμανία, είναι ωραία, ντύνονται ωραία και υπάρχουν πολλές ξανθιές όμορφες γυναίκες για σένα. Και μου έστειλε χίλια μάρκα. Με αυτά τα χίλια μάρκα πήγα και αγόρασα ένα καρό σακάκι με ένα μαύρο παντελόνι για να ταξιδέψω στη Γερμανία. Όταν γύρισα στην Κατερίνη και είπα στον πατέρα μου ότι θα φύγω, μου είπε αποκλείεται να φύγεις χωρίς να παντρευτείς. Θα παντρευτείς αυτό το κορίτσι απέναντι. Ήταν καπετάνιος για… Στους παλιούς Έλληνες που ήρθαν απ’ την Τουρκία, τους Πόντιους, τους καπετάνιους, δε χωρούσε δεύτερη κουβέντα.
Πήγα και αγόρασα ένα καρό σακάκι με ένα μαύρο παντελόνι για να ταξιδέψω στη Γερμανία.
Η Μαρούλα απ’ το απέναντι σπίτι
» Η Μαρούλα Απατζίδου, το κορίτσι από το απέναντι σπίτι, ήταν μοδίστρα, γάζωνε και έραβε φουστανάκια. Τραγουδούσε συνέχεια κι ο πατέρας μου από απέναντι την καμάρωνε. Είχε μια αλογοουρά μακριά, ήταν περήφανη, εργατική… Το πιο εργατικό κορίτσι της γειτονιάς, το πιο αγνό. Μου είχε πει τότε αυτό το κορίτσι «Αν με παντρευτείς, το τζάκι σου δε θα σβήσει ποτέ!» και πράγματι επιβεβαιώθηκαν τα λόγια της.
Αν με παντρευτείς, το τζάκι σου δε θα σβήσει ποτέ!
Η μετανάστευση
» Ο πατέρας μου είχε πουλήσει ένα χωράφι και του είπα «Δώσε μου λίγα λεφτά, δανεικά και θα στα δώσω πίσω!». Ήθελα να δημιουργηθώ. Έτσι πήρα τον μακρύ δρόμο της ξενιτιάς λίγες μέρες μετά τον αρραβώνα μου. Ξεκίνησα μόνος μου και έξι μήνες αργότερα ήρθε και η Μαρούλα.
» Όταν πλησίαζα στον προορισμό μου με κατέβασαν στα σύνορα του Σάλτσμπουργκ και μου λένε «Tourist! Zurück…». Κατέβηκα στο σταθμό και εκεί συνάντησα πολλούς Έλληνες. Μας ενημέρωσαν πως πρέπει να περάσουμε από γιατρούς και αν είμαστε υγιείς σε μία εβδομάδα θα έχουμε περάσει απέναντι, στη Γερμανία. Το βράδυ πήγα στον Ερυθρό Σταυρό και κοιμήθηκα.
» Σηκώθηκα το πρωί να πλυθώ στις ντουζιέρες και άφησα το πορτοφόλι μου κάτω απ’ το μαξιλάρι και τα καλά μου παπούτσια δίπλα στο κρεβάτι. Πάνε τα λεφτά όλα! Και έτσι πήγα στο Γενικό Πρόξενο, Εμμανουήλ Παπάς λεγόταν, ένας άνδρας ωραίος, ψηλός. Βλέπει το διαβατήριο, του έδειξα και την τιμητική διάκριση από την ΕΛ.ΔΥ.Κ. και του ζήτησα κάποια χρήματα που θα του τα επέστρεφα όταν έπιανα δουλειά. Από το ελληνικό κράτος πήρα 200 μάρκα. «Αυτά σου τα χαρίζει η πατρίδα μου είπε!» ο Έλληνας Πρόξενος.
» Στις 3 Μαρτίου 1961 έφτασα στο Ντούισμπουργκ, στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Δούλεψα στο εργοστάσιο DEMAG για 22 μήνες και έβαζα γέφυρες για όλο τον κόσμο.
» Την ίδια περίοδο ήρθε στον κόσμο ο πρωτότοκος γιος μας Κυριάκος και κάναμε πολιτικό γάμο στο Ντίσελντορφ. Η Εκκλησία μας δεν ήταν αναγνωρισμένη τότε, αναγνωρίστηκε 2-3 χρόνια αργότερα. Μετά γεννήθηκε κι ο γιος μας ο Χάρης. Έχουμε και 3 εγγονάκια, τον Αμανάτη, τον Αχιλλέα και τον Όμηρο.
» Προς το τέλος του 1962 ήρθαμε για ένα γάμο στο Gerlingen. Συνάντησα πολλούς Έλληνες εδώ. Όλοι έπαιρναν 6-7 μάρκα την ώρα κι εμείς παίρναμε 1,90 και δουλεύαμε και 18-20 ώρες, αλλά τρώγαμε τζάμπα. Έτσι πήραμε την απόφαση να έρθουμε εδώ. Το είδαμε ως καλύτερη ευκαιρία.
Η δουλειά στη Bosch
» Ένας ξάδερφός μου, ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος από το νομό Πιερίας με πήγε στη BOSCH. Μου λέει «εδώ παίρνουν 6-7 μάρκα την ώρα». Μίλησα με τον chef και με ρώτησε αν ξέρω γερμανικά. Του λέω «Εσείς μιλάτε παράξενα εδώ, σβέμπις. Μιλάω γερμανικά και από λατινικά κάτι γράφω». Μου έδωσε ένα χαρτί να δει ότι όντως ξέρω να γράφω και έτσι με προσέλαβε. Μου είπε «Χρειαζόμαστε έναν που να ξέρει γερμανικά και ελληνικά. Θα παίρνεις 15-18 μάρκα». Ήταν 11 Ιανουαρίου το 1963.
» Έμενα σε ένα υπόγειο σπίτι στη Στουτγάρδη, ούτε μπάνιο είχε, μόνο τουαλέτα. Αλλά η BOSCH είχε μπανιέρες και έκανα μπάνιο εκεί. Δούλευα πολλές ώρες 12-15-18. Όταν έβρισκα χρόνο πήγαινα στο καφενείο και εκεί όλοι έπαιζαν χαρτιά. Λέω «Πώς μάθατε όλοι να παίζετε;» και μου λένε «όταν εσύ πήγαινες γυμνάσιο εμείς παίζαμε χαρτιά». Και κάπως έτσι σε ένα χρόνο μπήκα στο συμβούλιο της ομάδας του Gerlingen.
Η αγάπη για το ποδόσφαιρο και η Ολυμπιάδα Gerlingen
» Το αγαπούσα το ποδόσφαιρο από μικρός αλλά δεν έπαιζα καλή μπάλα. Ήμουν στη Δόξα Δράμας, προπονήθηκα εκεί, αλλά ήμουν πολύ γκρινιάρης και ζωηρός και είχα μόνο αριστερό πόδι. Δεξί πόδι δεν είχα καθόλου. Μου λέει τότε ο Νίκος ο Πάγκαλος που ήταν προπονητής της Δόξας και ένας από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου «Δε θα μάθεις να παίζεις ποτέ μπάλα! Και τα 2 πόδια χρειάζονται».
» Και κάπως έτσι έσβησε για μένα το όνειρο του να πρωταγωνιστήσω στα γήπεδα. Διοχέτευσα όμως την αγάπη μου για το άθλημα μέσα από διάφορες θέσεις στην οργάνωση των ελληνικών ποδοσφαιρικών ομάδων της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Όταν ήρθα εδώ υπήρχε ελληνικό πρωτάθλημα στο οποίο έπαιζαν ελληνικές ομάδες με μετανάστες. Το 1964 μπήκα στο συμβούλιο της Ολυμπιάδας Gerlingen και έμεινα 7 χρόνια. Ανέβασα την ομάδα στις πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος και είμαι το πρώτο επίτιμο μέλος ομοσπονδίας της Ελλάδος εδώ στη Γερμανία. Φτάσαμε σε διεθνές τουρνουά με το Νανσύ της Γαλλίας και παίξαμε μπάλα μπροστά σε 28 χιλιάδες φιλάθλους.
» Με δική μου πρωτοβουλία και οικονομική στήριξη, η Εθνική Βετεράνων Ποδοσφαιριστών Ελλάδας, της οποίας είμαι μέλος, έδωσε δύο αγώνες στη Στουτγάρδη. Οι Έλληνες της ομογένειας είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά θρύλους περασμένων δεκαετιών όπως τους Αντώνη Αντωνιάδη, Γιώργο Κούδα, Τάκη Λουκανίδη, τον Αχιλλέα Ασλανίδη και πολλούς άλλους. Ήμουν πολύ κοντά και στο Γιάννη Τοπαλίδη στα πρώτα βήματα της καριέρας του ως τεχνικός ποδοσφαίρου. Πολύ καλός ποδοσφαιριστής που διέπρεψε στην προπονητική και έλαμψε στο Euro 2004.
Η ίδρυση των ελληνικών σχολείων
» Όταν ήρθαμε στο Gerlingen συνειδητοποιήσαμε μαζί με τη γυναίκα μου ότι υπήρχε μεγάλο πρόβλημα με την εκπαίδευση των παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας, όσον αφορά τη μητρική τους γλώσσα. Έτσι κίνησα γη και ουρανό για να ιδρυθεί το ελληνικό δημοτικό σχολείο Μητρικής Γλώσσας τόσο στο Gerlingen όσο και στο Pforzheim λίγο αργότερα. Στη συνέχεια ήρθε η ίδρυση των συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων, αλλά και άλλων ελληνικών σχολείων, άλλων πόλεων. Μάλιστα διετέλεσα και Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Gerlingen.
» Η υπερηφάνεια που νιώθουμε για όλα αυτά τα ελληνόπουλα της περιοχής που σπουδάζουν στην Ελλάδα σε πανεπιστημιακούς κλάδους και γίνονται επιστήμονες είναι ανείπωτη, γιατί έχουμε βάλει κι εμείς το λιθαράκι μας σε αυτό. Αυτή την προσφορά αναγνώρισε η ελληνική παροικία του Gerlingen και σε μια υπέροχη εκδήλωση στις 5 Φεβρουαρίου 2005, οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων Leonberg και Gerlingen με ανακήρυξαν Επίτιμο Πρόεδρο.
Γαστρονομία
» Τη δουλειά δεν τη φοβήθηκα ποτέ. Στη BOSCH δούλεψα 8,5 χρόνια και παράλληλα με αυτό έκανα έξτρα για 6 μήνες το 1969 στο μπουφέ του Schillerhöhe Restaurant στο Gerlingen, ενός από τα καλύτερα εστιατόρια. Είπα στο αφεντικό «Πολλή δουλειά έχει εδώ! Πόσα κερδίζεις;» και μου λέει «Πολλά ρωτάς!». Εκεί μπορώ να πω ότι μου μπήκε το μικρόβιο του επιχειρείν.
» Τότε οι γκασταρμπάιτερ δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν τη δική τους επιχείρηση. Το διαβατήριό μας έγραφε «Nicht Gaststätte» και οι Έλληνες έρχονταν μόνο για δουλειά. Εγώ ήμουν από τους πρώτους Έλληνες που κατάφεραν και έβγαλαν άδεια στο δικό τους όνομα. Αφού πήρα την άδεια παρακολούθησα σεμινάρια για τη γαστρονομία και την υγιεινή.
» To 1971 μετακομίζουμε στο Pforzheim και ανοίγουμε το θρυλικό «Maxihaus Akropolis» στην οδό Maximilianstraße 170. Ένα ελληνικό εστιατόριο που λειτούργησε για 23 χρόνια και από το σαλόνι του πέρασαν πολύ σπουδαίες προσωπικότητες της Γερμανίας και όχι μόνο. Το αγάπησε πολύ ο κόσμος και μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια. Είχε θυμάμαι, 700 μάρκα ενοίκιο και το ρεκόρ των εισπράξεών μας σε μια μέρα ήταν 7.000 μάρκα. Η Μαρούλα δούλευε νύχτα και μέρα.
» Κινητήριος μοχλός όλης αυτής της επιτυχίας του ΜΑΧΙ ήταν εκείνη. Ήταν αρχιμαγείρισσα, γρήγορη, καθαρή, έκανε τη δουλειά με μεράκι και πάντα χαμογελαστή. 23 ολόκληρα χρόνια μαγείρευε στην κουζίνα μόνη της και τάιζε τόσο κόσμο. Εμένα η δουλειά μου ήταν οι δημόσιες σχέσεις, να παίρνω τους πελάτες και να τους πηγαίνω στα τραπέζια, πάντα με κοστούμι και γραβάτα. Η Μαρούλα ζήλευε πολύ γιατί έρχονταν οι Γερμανίδες και με φιλούσαν σταυρωτά, αλλά δεν έδωσα ποτέ δικαίωμα.
Κινητήριος μοχλός της επιτυχίας του ΜΑΧΙ ήταν η γυναίκα μου.
» Παραδέχομαι ότι αυτή είναι η δύναμη πίσω από μένα σε πολλά πράγματα αν και σε κάποια άλλα με φρέναρε, δε με άφηνε να ανοιχτώ πολύ και ίσως να έκανα πολύ περισσότερα πράγματα. Όπως λέει κι εκείνη «ο λαιμός άμα δε γυρίζει, το κεφάλι χαμπάρ’ δεν έχει».
» Ερχόταν συχνά ένας Γερμανός και καθόταν στο μπουφέ και μια μέρα λέει στη Μαρούλα «Πάντα έρχομαι με μία αγωνία να ακούσω ότι ο Αμανάτης και η Ρούλα μάλωσαν και χωρίζουν, για να σ’ αρπάξω εγώ! Να κάνεις εμένα πλούσιο!». Έτσι πιστεύει πολύς κόσμος και δεν το κρύβω ότι χωρίς τη γυναίκα μου δε θα είχαμε πολλά απ’ αυτά που έχουμε σήμερα. Αφού τα μεσημέρια στο διάλειμμα έφερνε τα ρούχα και γάζωνε και της έλεγα «Γυναίκα πολύ δουλεύεις! Θα αρρωστήσεις!». Κι εκείνη μου έλεγε «Από την πολλή δουλειά δεν αρρωσταίνουμε. Πλουταίνουμε!».
Από την πολλή δουλειά δεν αρρωσταίνουμε. Πλουταίνουμε!
Τα φρουτάκια
» Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 συνεταιρίστηκα με τον κουμπάρο μου, τον Χριστόφορο Στεφανίδη και ανοίξαμε ένα μπιλιαρδάδικο στο Bretten κοντά στην Καρλσρούη. Είχαμε βάλει 5-6 μπιλιάρδα, 2 αυτόματα και 4 βελάκια. Ήταν σαν τα Spielhalle που ξεκίνησαν να επιτρέπονται στη Γερμανία μετά τη δεκαετία του ‘90. Το μαγαζί ήταν γεμάτο Γιουγκοσλάβους και Γερμανούς, λίγους Τούρκους, λίγους Έλληνες και μέρα νύχτα έπαιζαν. Εκεί γλυκάθηκα με τα λεφτά.
» Αποφάσισα ότι θέλω να γίνω «αυτοματάς» και πήγα στην εταιρεία που συνεργαζόμουν για το μαγαζί στο Bretten. Μου λέει η κυρία που ήταν υπεύθυνη εκεί «Κύριε Ταγκαλίδη επειδή είστε γκασταρμπάιτερ πρέπει να μου φέρετε μια εγγυητική από την τράπεζα». Ζήτησε πολλά λεφτά τα οποία είχαμε, οπότε προχώρησε η δουλειά. Ανοίξαμε κι άλλα μαγαζιά δικά μας, αλλά ασχοληθήκαμε κυρίως με το να νοικιάζουμε μηχανήματα σε άλλους. Πολλά αυτόματα, πολλά λεφτά και εύκολα λεφτά. Σε μια βδομάδα από 5 μαγαζιά στο Bad Cannstatt είχα βγάλει 71.000 μάρκα. Μπορώ να σου πω ότι είχαμε κοντά στα 100-120 αυτόματα που ήταν πολλά και τα κέρδη μας ανάλογα. Υπήρχαν και τα μπιλιάρδα μέσα και ήταν κι αυτά δικά μας.
Σε μια βδομάδα από 5 μαγαζιά στο Bad Cannstatt είχα βγάλει 71.000 μάρκα.
» Γύρω στο 1990 μετακομίσαμε σε μία ιδιόκτητη πολυκατοικία 5 διαμερισμάτων στο Leonberg και από τότε διαχειρίζομαι από δω τις επιχειρήσεις μου.
Το φλερτ με το τζόγο
» Ένα βράδυ επισκέφτηκα το καζίνο στο Μπάντεν Μπάντεν και κέρδισα κοντά στις 200 χιλιάδες μάρκα. Έδωσα 19 χιλιάδες μάρκα πουρμπουάρ. Σηκώθηκαν πάνω οι διευθυντές, με χαιρέτισαν, μου έδωσαν 6 μεγάλα πούρα ακριβά, Napoleon και μια σαμπάνια. Πήγα 5-6 φορές, κέρδισα πολλά λεφτά αλλά έχασα κιόλας. Μέσα σε μία ώρα έπαιξα 445 χιλιάδες μάρκα και τα έχασα όλα.
Ένα βράδυ επισκέφτηκα το καζίνο στο Μπάντεν Μπάντεν και κέρδισα κοντά στις 200 χιλιάδες μάρκα.
» Η Μαρούλα όταν το έμαθε αυτό χωρίς να ξέρει γερμανικά, χωρίς να έχει πάει σχολείο, με μια εφημερίδα έψαχνε ώρες ολόκληρες να βρει τα λόγια για να μιλήσει στο τηλέφωνο με το καζίνο. Τους πήρε και τους είπε ψέματα ότι έχουμε τρία παιδιά και δε μπορούμε να τα ταΐσουμε. «Σας παρακαλώ να σταματήσει ο άντρας μου να παίζει», είπε. Έστειλε και το αίτημα γραπτώς και από τότε η πόρτα ήταν κλειστή για μένα στο καζίνο του Μπάντεν-Μπάντεν. Τότε ταρακουνήθηκα κι εγώ για να είμαι ειλικρινής. Ανέλαβε η γυναίκα μου τη διαχείριση των εισπράξεων και όταν τελείωνε ο μήνας τα πηγαίναμε στην τράπεζα την ελληνική γιατί είχε πολλούς τόκους. Έτσι μαζεύτηκαν τα λεφτά.
Η αντίφαση
» Με κάποιους καθηγητές επιστήμονες που τρώγαμε τις προάλλες με ρώτησαν τι δουλειά κάνω και τους είπα ότι «Εγώ κοιμάμαι και οι άλλοι δουλεύουν για μένα νυχθημερόν».
Εγώ κοιμάμαι και οι άλλοι δουλεύουν για μένα νυχθημερόν.
» Δεν μετάνιωσα που μπήκα σε αυτόν τον κλάδο των αυτόματων παιχνιδιών αλλά λυπάμαι αυτούς που παίζουν. Δεν ξέρουν πού να σταματήσουν, δεν έχουν όριο. Χειρότερες πιστεύω είναι οι γυναίκες. Προχθές έκανα παρατήρηση σε μία γυναίκα 78 χρονών «Καλά εσένα σ’ εκτιμάω, σε σέβομαι σαν αδερφή μου. Γιατί παίζεις αυτόματα;». Έλα κύριε Αμανάτη μου λέει ένα 20αρικο έπαιξα. «Σήμερα ένα 20αρικο, αύριο 40, μεθαύριο το πορτοφόλι σου».
» Ένας μορφωμένος ήρθε και έπαιξε το μισθό του και του λέω «Κορόιδο είσαι ρε; Εσύ τελείωσες το Πανεπιστήμιο. Άμα τελείωνα κι εγώ το Πανεπιστήμιο υπουργός θα ήμουν».
» Αν μπορούσα να δώσω μια συμβουλή στα άτομα που παίζουν είναι να μην παίζουν. Εγώ στεναχωριέμαι γι’ αυτούς τους ανθρώπους και γι’ αυτό δίνω χορηγίες από εδώ και από εκεί και βοηθάω τον κόσμο. Συζητούσα με τον Αυγουστίνο, τον Μητροπολίτη μας γι’ αυτό και του λέω «Αν δεν ήμουν εγώ θα τα έπαιρνε κάποιος άλλος. Έτσι βρήκα κι εγώ τον τρόπο να προσφέρω, να δίνω χορηγίες εδώ κι εκεί και να βοηθάω ανθρώπους που το έχουν ανάγκη».
Αν δεν ήμουν εγώ θα τα έπαιρνε κάποιος άλλος.
Οι προσφορές
» Είχα τις δυνάμεις να βοηθήσω τον κόσμο, προσλάμβανα πολύ κόσμο στα μαγαζιά μου ή τακτοποιούσα όσους μου το ζητούσαν τότε σε μικρές δουλειές. Τότε υπήρχαν πολλές, τώρα δυσκολευόμαστε να βοηθήσουμε.
» Πολλοί ψιθυρίζουν ότι βοηθάω για να ακούγεται το όνομά μου, αλλά ο μόνος λόγος που το κάνω είναι γιατί με ευχαριστεί. Στα Λευκόγεια που γεννήθηκα, το σπίτι μας ήταν κολλημένο σχεδόν με την εκκλησία του χωριού και ο πατέρας μου ως πρόεδρος της κοινότητας ήταν πολύ ισχυρά δεμένος με τη θρησκεία, την εκκλησία, αλλά και την προσφορά. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας του, ήταν ευεργέτης. Είχε τεράστια τεφτέρια με βερεσέ που δεν πήρε ποτέ πίσω. Αυτές ήταν και οι δικές μου προσλαμβάνουσες εικόνες.
Πολλοί ψιθυρίζουν ότι βοηθάω για να ακούγεται το όνομά μου, αλλά ο μόνος λόγος που το κάνω είναι γιατί με ευχαριστεί.
» Οι προσφορές μου στην ελληνική ομογένεια, στον ποντιακό ελληνισμό, στο χωριό μου αλλά και την Εκκλησία είναι αναρίθμητες. Διοργάνωσα αξιόλογες εκδηλώσεις που σπέρνουν το πατριωτικό μεγαλείο στον ελληνισμό που βρίσκεται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από εκεί που χτυπά η καρδιά του. Έχω λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις από τους ποντιακούς συλλόγους της Ευρώπης. Ένα μεγάλο μέρος του φιλανθρωπικού μου έργου έχει καταγραφεί στη βιογραφία μου με τίτλο «Αυτός ο άλλος» που εκδόθηκε το 2009.
» Είμαι λάτρης του καλού αυτοκινήτου και η προτίμησή μου είναι οι Mercedes μεγάλου κυβισμού. Μια μέρα λοιπόν έτρεχα με 220 χλμ/ώρα και με έπιασε το ραντάρ. Και λέει η δικηγόρος μου στη δικαστίνα «Ο κύριος Ταγκαλίδης έχει να σας κάνει μία πρόταση που δε μπορώ να φανταστώ ότι θα δεχτείτε. Θα δώσει στα παιδιά με αναπηρία της Γερμανίας 100 χιλιάδες μάρκα, αρκεί να μην του πάρετε το δίπλωμα!». Και το δέχτηκε! Το γερμανικό κράτος μου έστειλε ευχαριστήρια πλακέτα.
Ο απολογισμός της ζωής
» Το ’60 δούλεψα πολύ, το ίδιο και το ’70. Από το ’80 άρχισα να ζω σαν άνθρωπος, άρχισα να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο όσο μπορούσα. Είχα μεγάλη άνεση και χάρηκα τη ζωή.
» Οι Έλληνες τότε ήμασταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ μας, σαν συγγενείς ήμασταν. Αυτό πλέον έχει χαλαρώσει. Σήμερα γίναμε λίγο πιο εγωιστές, το γερμανικό στιλ μας επηρέασε. Τα παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς, που γεννήθηκαν εδώ, πολλές φορές δε σου λένε ούτε καλημέρα.
» Ο Έλληνας από τη φύση του είναι ευγενής και φιλότιμος, οι Γερμανοί δεν είναι έτσι. Φιλοξένησα πολλούς Γερμανούς στην Ελλάδα, ένα μήνα τους πότιζα δωρεάν, έμεναν στα σπίτια μου μπροστά στη θάλασσα και έναν καφέ δε με κεράσανε. Ο Γερμανός δεν έχει φιλότιμο και ας είναι πλούσιος.
» Η εκκλησία είναι ένα λιμάνι για όλους τους ανθρώπους που έχουν πάθη στη ζωή τους και από εκεί θα μπορέσουν να βρουν τη λύτρωση. Είναι η τελευταία σωτηρία μας, η ορθοδοξία είναι η αλήθεια. Πιστεύω και στον Παράδεισο και στην Κόλαση.
» Μία συμβουλή που δίνω συχνά στους ανθρώπους… Στους τεμπέληδες λέω εσύ θα υποφέρεις μεθαύριο, δε θα έχεις να ζήσεις, δε θα έχεις σύνταξη, δε γίνεται, πρέπει να δουλέψεις.
» Η επιχειρηματικότητα θέλει δημιουργικότητα και ο Έλληνας έχει έξυπνο μυαλό. Το έχει στη φύση του να δημιουργεί και να βοηθά. Εγώ για παράδειγμα κοιμάμαι και έχω ιδέες. Το μυαλό μου δε σταματά ποτέ να δουλεύει.
Κοιμάμαι και έχω ιδέες. Το μυαλό μου δε σταματά ποτέ να δουλεύει.
» Αν υπάρχει κάτι για το οποίο μετάνιωσα στη ζωή μου είναι που άκουσα τη γυναίκα μου σε πολλά πράγματα και δεν ρίσκαρα περισσότερο επιχειρηματικά.
» Πολλές σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό μου πριν κοιμηθώ και δε με παίρνει ο ύπνος. Αυτά τα λάθη που έκανα παλιά στη ζωή μου τα θυμάμαι, δεν τα ξεχνάω ποτέ. Τα λάθη που έκανα στο επιχειρηματικό κομμάτι. Κι αν κάτι έμαθα απ’ όλο αυτό είναι ότι δεν πρέπει να κάνεις συνεταιρισμούς με φίλους και συγγενείς.
» Όταν φύγω από δω θα ήθελα οι άνθρωποι να με θυμούνται ως έναν καλό, απλό άνθρωπο που βοηθούσε φτωχότερους καλούς άτυχους ανθρώπους. Ως έναν άνθρωπο που με χαρά βοηθά τον καλό του συνάνθρωπο που αξίζει να βοηθηθεί. Όπως λέει ο Πλάτων «Φοβού την εκδίκηση των υπό σου ευεργετηθέντων».
» Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να μη χάσω τη γυναίκα μου. Προχθές δεν ήταν καλά στην υγεία της και δεν ήξερα να κάνω τίποτα, ούτε να φάω. Δεν ξέρω πού είναι τα κουτάλια, πού είναι το ψωμί. Και εγώ φταίω γι’ αυτό γιατί τη σταμάτησα 35-40 χρονών από τη δουλειά και της είπα από δω και στο εξής θα με περιποιείσαι. Με έμαθε να τρώω πρωινό πριγκιπάτο, μεσημεριανό βασιλικό και βραδινό γύφτικο. Εγώ θέλω να είμαι αριστοκράτης στο σπίτι μου. Μόνο στα ρούχα μου δε θέλω να ανακατεύεται για να μην τα μπερδεύει. Έχω βλέπεις και 100 κοστούμια. Όλα τα υπόλοιπα τα ετοιμάζει εκείνη.
Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να μη χάσω τη γυναίκα μου.
» Αν μπορούσα να ζήσω ξανά τη ζωή μου θα ήθελα να πάω στο Πανεπιστήμιο και όχι να σταματήσω στο γυμνάσιο. Πάντα έβλεπα επιστήμονες και τους θαύμαζα, αλλά ποτέ δε μπορούσα να φτάσω εκεί που θέλω. Πάντα ήθελα να φτάσω πιο ψηλά από εκεί που είμαι. Αυτό ήταν ένα από τα μυστικά που με πήγαν μπροστά. Ένα πρότυπό μου είναι ο Αριστοτέλης Ωνάσης.
Πάντα ήθελα να φτάσω πιο ψηλά από εκεί που είμαι. Αυτό ήταν ένα από τα μυστικά που με πήγαν μπροστά.
» Δεν το κρύβω ότι πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό να επιστρέψω μόνιμα στην Ελλάδα, αλλά θα σας πω μια σύντομη τελευταία ιστορία γι’ αυτό. Όταν η Μαρούλα ήταν 14 χρονών την πλησίασε μια τσιγγάνα και της είπε «Έλα να δω τη μοίρα σου και το ριζικό σου!». Ό,τι της είπε μέχρι τώρα, όλα βγήκαν. Της είπε ότι θα ζήσει σε ξένη γη, θα κάνει παιδιά, σπίτια στην Ελλάδα και έξω από την Ελλάδα και πολλά λεφτά. Θα μείνετε πολλά χρόνια, της είπε, στο εξωτερικό και θα γεράσετε εκεί. Και όταν θα γυρίσετε ο ένας θα πεθάνει και ο άλλος δε θ’ αργήσει. Πάω εγώ ξανά στην Ελλάδα;
AMANATIS TAGALIDIS
DAS GESTÄNDNIS EINES WOHLTÄTERS
„Wenn ich handel betreibe, ist es meine persönliche Regel, der Käufer und nicht der Verkäufer zu sein.“ Mit diesen Worten des Weltbekannten griechischen Reeders Aristoteles Onassis begann das Gespräch mit Herrn Amanatis Tagalidis.
Für das Interview haben wir ihn in seinem „Hauptquartier“ besucht. Es handelt sich dabei um ein imposantes Mehrfamilienhaus mit fünf Wohnungen in Leonberg ungefähr 15 Kilometer von Stuttgart entfernt. Es ist sehr interessant Menschen kennenzulernen, die ihr Leben Schritt für Schritt geplant haben und es definitiv genossen haben.
Es handelt sich um eine Person, die den meisten Griechen in Baden-Württemberg wohl bekannt ist, unter anderem auch dank seiner dynamischen Persönlichkeit. Viele nennen ihn Herr Amanatis, aber einige kommen durcheinander und rufen ihn Amanatidis. Eines ist jedoch sicher! Herr Amanatis Tagalidis ist kein unauffälliger Mann. Das merkt man schon an seineM Namen. Er ist nicht nur einer der größten Wohltäter der Griechen in Deutschland, sondern auch für die Menschen in Griechenland aktiv. Er hat sehr viel Gutes getan, deutlich mehr als man über ihn gelesen oder gehört hat. Sein unermesslicher Reichtum, von dem er einen großen Teil an hilfsbedürftige Menschen geschenkt hat, ist das Ergebnis harter Arbeit und schlauer Geschäftstätigkeit, die jedoch zu vielen Gerüchten hinter seinem Rücken führt. Trotzdem spricht er in diesem Interview, mit seinem für ihn charakteristischen schlichten Stil, offen über seine große Lebenserfahrungen die zugleich auch faszinierend ist. Deswegen haben wir uns auch entschieden das Interview mit Herrn Tagalidis ohne jegliche Form von Veränderung zu veröffentlichen. Die Hauptrolle spielen von Anfang an der Geist, das gute Herz und der authentische Charakter eines der bekanntesten Griechen in Deutschland.
» Ich bin am 14. März 1937 in Lefkogia in der Präfektur Dramas geboren. Während meiner Kindheit wurde Griechenland von den Deutschen besetzt. Später zogen wir dann nach Nea Mpafra in Serres. Ein Dorf am Fuße des Paggaios Gebirges. Dort lebten wir die nächsten fünf Jahre. Als wir dann wieder nach Lefkogia zurückzogen, ging ich auch zum ersten Mal in die Schule. Ich war schon zehn Jahre alt, denn leider gab es in dieser abgelegenen Region wo wir gelebt haben keine Schulen.
Das Leben nach dem 18. Lebensjahr
» In Drama besaßen wir ein großes makedonisches Haus mit riesigen Ställen und Weiden, wo meine Familie und ich oft große Feiern organisierten. Im Jahr 1955 verkauften wir jedoch alles und zogen nach Katerini. Vier Jahre später, im Jahr 1959, begann ich meine Wehrpflicht in Mesolongi und trat der damals neugegründeten EL.DYK (griechische Truppe auf Zypern) für 33 Monate bei. Ich war einer der besten und marschierte deswegen an vorderster Stelle vor König Pavlos. Nach Vollendung meiner Wehrpflicht fing ich an als Kellner in Athen zu arbeiten, wo ich auch bleiben wollte. Währenddessen reiste mein kleiner Bruder nach Deutschland, um zu studieren. Er erzählte mir wie gut das Leben in Deutschland sei, wie schick man sich dort anzieht, was für schöne blonde Frauen es für mich gäbe und schickte mir 1000 D-Mark. Mit diesen 1000 D-Mark kaufte ich mir ein karo Sakko und eine schwarze Hose und trat die Reise nach Deutschland an. Als ich meine Eltern in Katerini besuchte, teilte ich meinem Vater mit, dass ich vor hatte ins Ausland zu reisen. Er erlaubte mir das nur unter einer Bedingung: Vorher zu heiraten! Natürlich konnte ich ihm, einem Hauptman der griechischen Kämpfer Kleinasien, nicht widersprechen.
Wenn du mich heiratest, wirst du in deinem Leben Großes erreichen.
Maroula, das Mädchen von nebenan
» Maroula Apatzidou war ein Mädchen, das im Haus gegenüber von uns wohnte. Sie war eine Schneiderin und fertigte Röcke an. Man hörte sie oft singen und mein eigener Vater war sehr begeistert von diesem Mädchen. Sie hatte einen langen Zopf und war ein fröhliches Mädchen, welches sehr fleißig arbeitete. Als ich sie kennenlernte, sagte sie zu mir: „Wenn du mich heiratest, wirst du in deinem Leben Großes erreichen.“ Ihre Vermutung bestätigte sich viele Jahre danach.
Die Migration
» Mein Vater hatte ein Stück Land verkauft und ich bat ihn mir etwas Geld zu leihen mit dem Versprechen es ihm wieder zurückzuzahlen. Ich wollte etwas aus meinem Leben machen und so machte ich mich einige Tage, nachdem wir uns verlobten, auf den Weg nach Deutschland. Ich reiste zuerst und Maroula kam sechs Monate später nach. Als ich mich meinem Reiseziel näherte, stoppte der Zug an der österreichischen Grenze in Salzburg und wir mussten aussteigen. Dabei traf ich auf andere Griechen und uns wurde mitgeteilt, dass wir von Ärzten untersucht werden mussten. Befanden uns die Ärzte für gesund und kräftig, könnten wir in einer Woche die Grenze nach Deutschland überqueren. Am selben Abend besuchte ich das Rote Kreuz und blieb über Nacht dort. Am nächsten Morgen wollte ich duschen und versteckte deswegen meinen Geldbeutel unter meinem Kissen. Als ich von der Dusche zurückkam, war mein ganzes Geld verschwunden! Das einzige was ich in dieser Situation tun konnte, war den Generalkonsul zu besuchen. Er hieß Emmanouil Pappas und war ein gutaussehender, großer Mann. Er sah sich meinen Reisepass an und ich zeigte ihm noch meine Auszeichnung von der Armee und bat ihn um eine kleine finanzielle Hilfe, die ich ihm zurückzahlen würde, sobald ich Arbeit gefunden habe. Daraufhin gab er mir 200 D-Mark. Er meinte, dass ich ihm das Geld nicht zurückzahlen muss. Es sein ein Geschenk vom Vaterland.
» Am 3. März 1961 kam ich dann in Duisburg an. Dort arbeitete ich für 22 Monate in der Fabrik DEMAG. Zur selben Zeit kam auch mein erster Sohn Kyriakos auf die Welt und Maroula und ich heirateten standesamtlich. Wir wollten natürlich kirchlich heiraten aber zu dieser Zeit war die griechische Kirche in Deutschland noch nicht offiziell anerkannt. Dies geschah erst zwei oder drei Jahre später. Kurz danach kam auch mein zweiter Sohn Charis zur Welt. Heute haben wir drei Enkelkinder, Amanatis, Achilleas und Omiros.
» Gegen Ende des Jahres 1962 waren wir auf einer Hochzeit in Gerlingen eingeladen. Dort traf ich mehrere Griechen, die mir erzählten, sie würden sechs bis sieben Mark die Stunde verdienen. Während wir nur knapp zwei D-Mark verdienten, obwohl wir 18 bis 20 Stunden arbeiteten. Naja, wir speisten zwar umsonst, aber trotzdem war der Unterschied beim Stundenlohn sehr groß. Somit entschlossen wir uns nach Gerlingen zu ziehen.
Die Arbeit bei Bosch
» Ein Vetter von mir, Yannis Papadopoulos aus der griechischen Präfektur Pieria, arbeitete bei Bosch. Er meinte zu mir sie würden dort sechs bis sieben D-Mark pro Stunde verdienen. Er sprach mit seinem Chef und ich wurde zu einem Gespräch eingeladen. Ich wurde gefragt ob ich deutsch spreche. Ich antwortete: „Ja, ich spreche dieses komische deutsch, also schwäbisch, und beherrsche auch die lateinische Schrift.“ Mir wurde daraufhin ein Zettel vorgelegt mit dem man meine Deutschkenntnisse testen wollte, da man großen Bedarf an Mitarbeitern hatte, die sowohl deutsch, als auch griechisch sprechen. Bei so vielen griechischstämmigen Arbeitern, war das auch nur logisch. Und das auch noch zu einem Stundenlohn von 15 bis 18 D-Mark. Unglaublich. Es war der 11. Januar 1963.
» Wir wohnten in Stuttgart in einer Wohnung im Keller mit einem WC aber ohne Bad. Bei Bosch gab es Duschen und so duschte ich immer dort. Ich arbeitete sehr viel, teilweise sogar bis zu 18 Stunden. Wenn ich etwas Zeit hatte, besuchte ich das griechische Kafeneion (griechisches Cafe), wo alle Karten spielten. Ich fragte die Gäste dort, wo sie Karten spielen gelernt hatten. Die meisten hatten nicht mal die Schule besucht und setzen somit auf das schnelle Geld und das Glücksspiel. Das war mein erster Kontakt mit dem Glücksspiel. Nach ungefähr einem Jahr hatten wir uns so langsam eingelebt und ich wurde Mitglied der griechischen Vereinigung in Gerlingen.
Gründung griechischer Schulen
» In Gerlingen wurde uns klar, dass es an griechischen Sprachschulen für Kinder im Vor- und Schulalter mangelte. Darum habe ich alles getan, um eine griechische Sprachschule in Gerlingen und etwas später auch in Pforzheim zu gründen. Nachträglich wurden die Elternvereinigungen und Schulen in anderen Städten gegründet. Ich war auch für einen Zeitraum der Vorsitzende der Griechischen Gemeinde in Gerlingen. Wir waren sehr stolz die griechische Jugend im Ausland im Bereich der Bildung zu unterstützen, in dem wir ihnen die Möglichkeit gaben, nach einer erfolgreichen schulischen Grundausbildung in Deutschland, später an den Universitäten in Griechenland zu studieren. Es ist ein gutes Gefühl zu wissen, dass wir einen großen Beitrag dazu geleistet haben. Diesen Beitrag hat die Griechische Gemeinde in Gerlingen offiziell anerkannt. In einer fantastischen Veranstaltung am 5. Februar 2005, ernannte mich die Elternvereinigungen von Leonberg und Gerlingen zum Ehrenvorsitzenden. Natürlich freue ich mich sehr über solche Anerkennungen.
Gastronomie
» Vor der Arbeit habe ich mich nie gescheut. Bei Bosch arbeitete ich knapp neun Jahre und nebenbei habe ich für sechs Monate am Buffet eines der besten Restaurants an der Schillerhöhe in Gerlingen gearbeitet. Eines Tages fragte ich den Besitzer: „Es gibt viel Arbeit! Wieviel verdienst du?“ Seine Antwort war: „Du fragst zu viel!“ Nach diesem Gespräch kam mir die Idee selbstständig zu werden.
» Damals war es den Gastarbeitern nicht gestattet ihr eigenes Unternehmen zu führen. Wir Griechen kamen nur als einfache Arbeitskräfte nach Deutschland. Ich war einer der ersten Griechen, dem eine Gewerbeerlaubnis ausgestellt wurde. Nachdem ich die Gewerbeerlaubnis bekam, besuchte ich diverse Seminare bezüglich der Gastronomie und Hygiene. Im Jahr 1971 sind wir dann nach Pforzheim gezogen. Dort eröffneten wir das legendäre Restaurant „Maxi-Haus Akropolis“, in der Maximilianstraße 170. Ein griechisches Restaurant das 23 Jahre im Betrieb war und wo viele deutsche Promis, aber auch Promis anderer Nationalitäten zu Gast waren. Die treibende Kraft hinter dem Restaurant war eindeutig meine Frau Maroula. Sie war die Chefköchin und machte ihre Arbeit immer fleißig und zugleich mit einem Lächeln im Gesicht. Meine Aufgabe war es, gut gekleidet PR zu betreiben und die Gäste zu empfangen. Maroula war oft eifersüchtig, denn wenn weibliche Gäste kamen, war es üblich sich mit Küsschen auf den Wangen zu begrüßen. Natürlich habe ich mich aber immer sehr professionell verhalten.
» Ich muss zugeben, dass sie mich in vielen Sachen motiviert und mir Kraft gegeben hat, aber in einigen anderen Situationen, hat sie mich auch etwas gebremst. Schon öfter gab es die Chance ein lukratives Geschäft abzuschließen, welches ich auf Grund meiner Frau nicht abgeschlossen habe.
» Ich möchte eine kleine Geschichte erzählen. Einer unserer Stammkunden kam eines Tages wie gewohnt in unser Restaurant. Er meinte zu meiner Frau: „Ich komme hier jeden Tag mit der Hoffnung zu hören, dass Amanatis und du euch gestritten habt und getrennte Wege geht, so dass ich dich für mich erobern kann. Mit dir an meiner Seite werde ich sicherlich auch reich.“ So denken viele Leute und ich muss es auch zugeben, dass ich ohne meine Frau nicht so vieles erreicht hätte. Sogar während der Mittagspause konnte man sie arbeiten sehen. Sie nähte diverse Kleidungsstücke. Ihr Motto war, dass man vom vielen Arbeiten nicht krank, sondern reich wird!
Die Glücksspielautomaten
» Anfang der 80er Jahre schloss ich mich mit meinem Trauzeugen Christoforos Stefanidis zusammen und wir eröffneten ein Billard-Saloon in Bretten in der Nähe von Karlsruhe. Unsere Spielhalle war mit sechs Billardtischen, zwei Spielautomaten und vier Dart-Automaten ausgestattet. Meine Kunden waren vor allem Jugoslawen und Deutsche, aber auch einige Türken und Griechen kamen zum spielen. Sie alle spielten den ganzen Tag lang. Das war auch der Zeitpunkt, wo ich immer mehr Interesse für das große Geld entwickelte und beschloss mich mit den Glücksspielautomaten zu beschäftigen. Ich wandte mich an das Unternehmen, mit dem wir auch in Bretten zusammenarbeiteten und man erklärte mir, dass ich als Gastarbeiter eine Garantie von der Bank benötige. Es hat mich sehr viel Geld gekostet, was ich zum Glück bei Seite hatte und so konnte ich das Geschäft mit den Glücksspielautomaten beginnen. Wir öffneten weitere Spielhallen, aber das Hauptgeschäft war Spielautomaten zu vermieten. Wir besaßen um die 120 Spielautomaten und verdienten Geld auf schnelle und einfache Weise. Ich erinnere mich, wir hatten binnen einer Woche von fünf verschiedenen Geschäften insgesamt 71.000 D-Mark verdient.
Ich möchte meinen Mitmenschen in Not helfen, darum spende ich oft mein Geld an die Hilfsbedürftigen.
Der Widerspruch
» Vor kurzer Zeit traf ich mich mit einer Gruppe Professoren zum Essen und man fragte mich was mein Beruf ist. Meine Antwort war: „Während ich schlafe, arbeiten andere für mich.“ Ich bereue es nicht im Geschäft mit den Glücksspielautomaten eingestiegen zu sein. Dennoch tun mir die Leute die spielen sehr leid. Sie kennen keine Grenzen und können nicht aufhören. Die Frauen sind oft sogar schlimmer als die Männer und auch gebildete Leute können sehr schnell ihren Monatslohn verzocken. Wenn ich jemandem etwas raten könnte, dann wäre das, sich nicht mit den Spielautomaten zu befassen. Ich sorge mich für diese Menschen und deshalb spende ich Geld, um ihnen zumindest etwas zu helfen. In einem Gespräch mit unserem Metropoliten Augustinus, sagte ich zu ihm: „Wenn ich es nicht wäre der die Spielautomaten aufstellt, dann wäre es eine andere Person.“ Ich möchte meinen Mitmenschen in Not helfen, darum spende ich oft mein Geld an die Hilfsbedürftigen.
Während ich schlafe, arbeiten andere für mich.
Sein Beitrag
» Ich habe sehr vielen Menschen in Not geholfen, in dem ich sie in meinem Unternehmen beschäftigte. Damals konnte man, im Vergleich zu heute, relativ schnell einen einfachen Job finden. Es gibt einige, die hinter meinen Rücken meinen, dass ich den Menschen nur helfe, um dadurch als Wohltäter bekannt zu werden. Aber der einzige und wahre Grund ist, dass es mir ein Vergnügen bereitet zu helfen. Als ich noch in Lefkogia lebte, befand sich unser Haus neben der Kirche und mein Vater war der Vorsitzende unserer Dorfgemeinde. Er hatte eine sehr enge Beziehung zur Kirche und dem Christentum und er wollte seinen Mitmenschen immer helfen. So war er nun mal. Zuhause hatte er ein großes Heft mit einer langen Namenliste. Das waren alles Personen die ihm Geld schuldeten welches er nie zurück bekam und welches er aber auch nie zurück verlangte. Mir geht es da sehr ähnlich wie meinem Vater.
» Ich habe probiert einen großen Beitrag für die in Deutschland lebenden Griechen, den Pontos-Griechen, meinem Heimatdorf und der Kirche zu leisten. Mir war es wichtig, so gut es geht zu unterstützen und den Menschen ein Stück Heimat und Freude zu geben.
Interview Anatoli papadopoulou
Text Georgia Tsiona
Übersetzung Alexios Karamanolas
Foto Nikolaos Radis