Τι γίνεται το καλοκαίρι του 2020 στη Σαντορίνη; Τουρίστες, τιμές, νέες καταστάσεις.

Παραδοσιακά, για να βρεις άνθρωπο που να μιλάει ελληνικά στην καλντέρα της Οίας, θα πρέπει να μπεις μέσα σε μαγαζί. Έξω δεν κυκλοφορούν Έλληνες. Και να θέλουν, δεν μπορούν. Όταν τα φθηνότερα δωμάτια ξεκινούν από 350 ευρώ, το προϊόν απευθύνεται σε ανθρώπους συγκεκριμένης εισοδηματικής τάξης και με διάθεση για πολλά likes στο Instagram. Στην καλντέρα της Σαντορίνης δεν πας για διακοπές. Πας για selfies και μένεις το πολύ τρεις μέρες. Και χωράνε όλοι. Ματσωμένοι Αμερικανοί, Κινέζοι νεόνυμφοι, φασαριόζοι Αυστραλοί και κανένα ζευγάρι από το Λίβερπουλ που ζει το όνειρο της ζωής του φορτώνοντας την πιστωτική κάρτα σαν σαντορινιό μουλάρι. Όμως το προηγούμενο Σαββατοκύριακο δεν ήταν έτσι. Και οι μαγαζάτορες της καλντέρας ένα θέμα είχαν στο στόμα. Οι άνθρωποι που περνούσαν μπροστά από τα μαγαζιά τους μιλούσαν ελληνικά. Σκέτη κατάρα. Το διαπίστωσα με τα μάτια και τα αυτιά μου. Πήγα μέχρι το κάστρο, εκεί που μαζεύονται για το ηλιοβασίλεμα, οι «σανσετάδες» και ήταν σαν έχω βγει τη βόλτα μου στην κεντρική πλατεία του Χαλανδρίου. Μέχρι και ένα ζευγάρι τριαντάρηδων, «κανονικών» παιδιών, με ρώτησε αν γνωρίζω πού είναι το ξενοδοχείο στο οποίο είχαν κάνει κράτηση. Πάνω στην καλντέρα, παρακαλώ. Διότι, τουλάχιστον για αυτή την περίοδο, οι τιμές έχουν πάρει την κουτρουβάλα, χτυπάνε πάνω στα σκαλοπάτια, τσακίζονται στα βράχια και φτάνουν διαμελισμένες κάτω στο Αμμούδι. Λογικό. Εκεί που το νησί είχε, στις αρχές Ιουλίου, εβδομήντα διεθνείς πτήσεις τη μέρα, τώρα έχει τρεις. Παραδόθηκε, λοιπόν, στους Έλληνες, στους Βαλκάνιους γείτονες και στους έξυπνους που κατάλαβαν ότι αξίζει να πας Αθήνα και από εκεί να πάρεις το πλοίο.

Θα ταλαιπωρηθείς λίγο παραπάνω, αλλά θα δεις τη Σαντορίνη σε τιμές που δεν μπορούσες να φανταστείς και με τον κόσμο που κυκλοφορεί στις αρχές Νοεμβρίου. Αυτό μπορεί να το βρείτε χαριτωμένο. Ναι, από την πλευρά σας έτσι φαίνεται. Αν το δείτε, όμως, από την πλευρά του φίλου μου που πληρώνει ένα πεντοχίλιαρο ενοίκιο και κάνει ημερήσιο τζίρο είκοσι ευρώ, θα γίνετε σαν εκείνα τα αντιπολεμικά πόστερ, με τον στρατιώτη που πέφτει ανοίγοντας τα χέρια και από πάνω γράφει “WHY?”.

Για μένα, που δύναμαι να ισχυριστώ ότι γνωρίζω το νησί και την οικονομία του, το αξιοθέατο δεν είναι το ηλιοβασίλεμα, αλλά η νύχτα που το σκεπάζει μέρα μεσημέρι. Δεν είναι το άσπρο της καλντέρας, αλλά τα λευκά κατεβασμένα στόρια και τα έρημα σοκάκια. Είναι οι ιστορίες που ακούς για τύπους που πήραν δάνειο και πλήρωσαν πενήντα χιλιάρικα «αέρα» και τώρα δεν μπορούν να βγάλουν το λουκέτο από την πόρτα. Είναι τα ποσά που έπεσαν για να αγοραστούν καταμαράν και τώρα δεν υπάρχει ούτε σάλιο, πόσο μάλλον πετρέλαιο για να τα φέρουν στο νησί. Και πολύ περισσότερο είναι οι περιπτώσεις των ανθρώπων, νέων κυρίως, που περίμεναν το καλοκαίρι για να ζήσουν σαν τα σαλιγκάρια – κλεισμένοι στις τρύπες που έχουν για σπίτι, βγαίνοντας έξω μόνο για το καθημερινό, χωρίς ρεπό, μεροκάματο. Για να βγάλει η Σαντορίνη τα λεφτά της, πρέπει να έχει στην πλάτη της τουλάχιστον 100.000 επισκέπτες ημερησίως. Υπάρχουν μέρες που μόνο από τα κρουαζιερόπλοια κατεβαίνουν σχεδόν 20.000 άνθρωποι. Εκείνες τις μέρες πάνω από την καλντέρα των Φηρών σχηματίζεται νέφος. Και κάθε καλοκαίρι το τουριστικό προϊόν παράγει 45.000 τόνους σκουπίδια που καταλήγουν στη χωματερή του νησιού, όχι και πολύ μακριά από τα Φηρά. Κάποιοι τώρα λένε ότι το σοκ που έφερε η πανδημία μπορεί να γίνει ευκαιρία ώστε να αναπνεύσει το νησί, επανεξετάζοντας το τουριστικό του δόγμα. Ας πούμε, όπως η Βενετία. Συγγνώμη, αλλά είναι ανοησίες. Και τι θα κάνουν τα ξενοδοχεία; Η Σαντορίνη είναι καταδικασμένη να «σκάσει». Απλώς φέτος υφίσταται ένα σοκ που δεν είναι απαραιτήτως κακό για όλους. Χαίρονται οι Έλληνες τουρίστες και τα μουλάρια. Όπως είχαν χαρεί και οι αστακοί στην κουζίνα του Τιτανικού.

Text Κώστας Γιαννακίδης