«Οι πρώτες μου αναμνήσεις από τη ρετσίνα και το εργοστάσιο της „Μαλαματίνας“; Θυμάμαι το πρώτο φορτηγό που πήρε ο πατέρας μου, το 1958 ή το 1959, για τις διανομές στην Αλεξανδρούπολη, με οδηγό τον Αντώνη Γιουβαλάκη. Ανέβαινα κρυφά στην καρότσα του φορτηγού και μια μέρα έπεσα και παρολίγον να με πατήσει, κάνοντας όπισθεν… Και αργότερα, στα τέλη του καλοκαιριού, από την ηλικία των 12 χρόνων, θυμάμαι να βρίσκομαι στα αμπέλια της Εύβοιας και της Βοιωτίας, στον τρύγο και στα πατητήρια»: μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «Μαλαματίνας», μοιράζεται παιδικές αναμνήσεις του από την ιστορική οινοποιία, που άρχισε να απλώνει τις πρώτες «ρίζες» της παράδοσής της στην αμπελόεσσα Τένεδο, όπου ο πρόγονός του, Ευστράτιος, καλλιεργούσε «Τσαούσια» (σταφύλια), από τα οποία οινοποιούσε λευκό κρασί. Μετέπειτα, o γιος του Ευστράτιου, ο δαιμόνιος έμπορος Κωνσταντίνος, με το δικάταρτο ιστιοφόρο του, τη «Μερσίνη», μετέφερε αυτό το οικογενειακό λευκό κρασί στα κυριότερα λιμάνι της Βόρειας Ελλάδας. Και, ακολούθως, το 1895, ίδρυσε στην Αλεξανδρούπολη το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας, με την επωνυμία «Τένεδος», στο οποίο κάποια χρόνια αργότερα εγκαινίασε την παραγωγή ρετσίνας…

Οινοποιείο Τενέδου

Ποια είναι η επιχειρηματική συμβουλή που λάβατε, την οποία μνημονεύετε περισσότερο; είναι το επόμενο ερώτημα προς τον Κωνσταντίνο Μαλαματίνα. «Το „ταμάχι“ (σ.σ. η απληστία) είναι κακό πράγμα και το κρασί θέλει καθαρά χέρια. Αυτή η συμβουλή έφτασε σε εμένα από τον παππού μου δια στόματος του πατέρα μου» λέει ο κ.Μαλαματίνας, εκπρόσωπος της τέταρτης γενιάς σε μια οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία εισέρχεται προσεχώς επενδυτής, καθώς ο τζίρος της μειώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και την κατάσταση επιδείνωσε η πανδημία του κορονοϊού, που -λόγω του lockdown- κράτησε κλειστά τα καταστήματα εστίασης (όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας, Κωνσταντίνος Μέλλιος, στόχος είναι οι μη δεσμευτικές προσφορές για την οινοποιία να κατατεθούν από τους ενδιαφερόμενους μέχρι τέλους Ιουνίου, ώστε να ακολουθήσουν οι δεσμευτικές ώς το τέλος Ιουλίου/αρχές Αυγούστου).

Εθνικό προϊόν με «ονομασία κατά παράδοση», που …κακοποιήθηκε

«Η πρώτη εμφιάλωση ρετσίνας από τον πατέρα μου (σ.σ. Ευάγγελο), το 1957, στην πραγματικότητα ήταν σταθμός για το προϊόν, γιατί δόθηκε η δυνατότητα να φτάσει καλής ποιότητας κρασί στα καφενεία και στις ταβέρνες, ακόμη και στα μικρότερα χωριά της Ελλάδας και ειδικά της Βόρειας Ελλάδας, που μέχρι τότε προμηθεύονταν χύμα ρετσίνα από τα οινοπωλεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την είσοδο πολλών ανταγωνιστών, η ρετσίνα ως προϊόν αδικήθηκε, ειδικά στη νότια Ελλάδα, με αποτέλεσμα να χαθούν παραδοσιακοί καταναλωτές της. Η „κακοποίηση“ συνεχίζεται και στις μέρες μας, με την ανεξέλεγκτη διακίνηση χύμα ρετσίνας, αμφίβολης προέλευσης σε πλαστικές φιάλες, με αποτέλεσμα η ρετσίνα, ένα από τα εθνικά προϊόντα με „ονομασία κατά παράδοση“ (φέτα, ούζο, μαστίχα), που προϋποθέτουν μόνο ελληνικές ποικιλίες σταφυλιών, κυρίως από σαββατιανό και ροδίτη, να μην βρίσκει εύκολα την αναγνώριση που της αξίζει» λέει ο κ. Μαλαματίνας και προσθέτει: «Χάρη στις προσπάθειες νέων, κυρίως, οινοποιών τα τελευταία χρόνια, η ρετσίνα ως κρασί αναβαθμίζεται και αναγνωρίζεται πλέον στις αγορές του εξωτερικού, εξαιτίας και της μεγάλης αύξησης του τουριστικού ρεύματος. Έτσι, τείνει να δημιουργηθεί πολύ καλό θετικό περιβάλλον για τις εξαγωγές ρετσίνας και αυτό, αν συνδυαστεί με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του Έλληνα καταναλωτή από όλους τους παραγωγούς προδιαγράφει καλύτερο μέλλον».

Κωνσταντίνος Μαλαματίνας

Τι θα γινόταν αν οι μάστορες του branding, οι Ιταλοί, είχαν ρετσίνα αντί για Martini;

Κατά τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη, κάτοχο του επίζηλου τίτλου Master of Wine (MW), που κατέχουν σήμερα μόλις 380 άνθρωποι παγκοσμίως, αν τη ρετσίνα την είχαν οι «μάστορες» του branding, οι Ιταλοί, θα πωλείτο προς 100 ευρώ το μπουκάλι η μέτριας ποιότητας, ενώ θα είχε ήδη «μπει» στα ακριβά εστιατόρια της Νέας Υόρκης, όπου τα αρωματισμένα κρασιά -μια κατηγορία στην οποία ανήκει και η ρετσίνα- είναι τους τελευταίους μήνες η νέα τάση. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα κίνημα για τα αρωματισμένα κρασιά, το οποίο το τρέχουν οι Ιταλοί για το Μαρτίνι, το βερμούτ, που είναι αρωματισμένο με βότανα και μπαχαρικά. Μόνο και μόνο κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να ανοίξει τη νέα εποχή για την premium ρετσίνα. Τους τελευταίους μήνες, στη Νέα Υόρκη, το αρωματισμένο κρασί είναι το απόλυτο trend. Θα μπορούσαμε να το αξιοποιήσουμε για να βάλουμε τη ρετσίνα σε περισσότερες αγορές. Δυστυχώς όμως, δεν έχουμε πολλούς παραγωγούς, δεν έχουμε branding και υπάρχει ακόμα πολύ κακή ρετσίνα, με αποτέλεσμα αντί να δημιουργούμε πρεσβευτές του προϊόντος ανάμεσα στους ξένους που τη δοκιμάζουν, να δημιουργούμε πολέμιους» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ.Λαζαράκης και συμπληρώνει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αναμόχλευση υψηλού επιπέδου γύρω από τη ρετσίνα, με καλό σταφύλι, καλή οινοποίηση και καλής ποιότητας ρετσίνι (μη οξειδωμένο, με πυκνότητα και πολλά αρώματα).

Οι «ρετσινοποιοί» και τα πατητήρια στο Κορωπί και το δεκατιανό με τα δύο σουβλάκια και τις τρεις ρετσίνες

Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι δρόμοι της Αθήνας ήταν πολύ διαφορετικοί σε σχέση με σήμερα, ο διαβάτης που περνούσε έξω από τις ταβέρνες διάφορων περιοχών, την εποχή που εμφανιζόταν ο πρώτος μούστος της χρονιάς, μπορούσε να ακούσει τον χαρακτηριστικό ήχο από το σύρσιμο της βούρτσας και της ξύστρας στο εσωτερικό των κρασοβάρελων, ώστε αυτά να καθαριστούν για την υποδοχή της πρώτης ύλης από τα πατητήρια στο Κορωπί. Ο διαβάτης μπορούσε ακόμα να «πιάσει» στον αέρα τη χαρακτηριστική μυρωδιά του ρετσινιού. Οι ταβερνιάρηδες ετοιμάζονταν -όπως κάθε χρόνο- να παράγουν τη δική τους ρετσίνα κι έκαναν τις προμήθειές τους σε ρετσίνι και μούστο. «Η ρετσίνα άρχισε την πορεία της ως κρασί του λαού και λαϊκό κρασί θεωρείται και σήμερα. Οι άνθρωποι την έπιναν στις ταβέρνες, όπου συχνά την έφτιαχναν οι ίδιοι οι ταβερνιάρηδες, οι οποίοι αγόραζαν τον μούστο, έβαζαν το ρετσίνι και έφτιαχναν τη δική τους ρετσίνα. Το Κορωπί παρήγαγε σταφύλια και υπήρχαν πατητήτρια που παρήγαν μούστο, αλλά δεν έκαναν κρασί, εκεί πήγαιναν οι ταβερνιάρηδες από όλη την Αθήνα και έπαιρναν τον μούστο για να φτιάξουν τη ρετσίνα. Ήταν η εποχή που λεγόταν πως το δεκατιανό των ανθρώπων ήταν δύο σουβλάκια και τρεις ρετσίνες» σημειώνει ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης.

Ευστράτιος Μαλαματίνας

Ρετσίνα όπως …ροκφόρ και Θεόδωρος Αγγελόπουλος

Το νήμα που οδηγεί στις απαρχές της ρετσίνας φαίνεται ότι φτάνει μέχρι την αρχαιότητα στην Ελλάδα. Κατά μια θεωρία, οι αρχαίοι Έλληνες πρωτοχρησιμοποίησαν το ρετσίνι για τη στεγανοποίηση των αμφορέων, μέσα στους οποίους μεταφερόταν το κρασί, εξασφαλίζοντας την αεροστεγή κάλυψή τους από μέσα και την καλύτερη σφράγιση του στόμιου. Το κρασί όμως που έμπαινε σε αυτούς τους αμφορείς αποκτούσε το άρωμα του ρετσινιού και γρήγορα χρησιμοποίησαν το μυρωδάτο μαστιχωτό υλικό όχι μόνο ως στεγανωτικό αμφορέων, αλλά και ως συντηρητικό και ως ένα επιπλέον συστατικό του οίνου που παραγόταν. Αργότερα όμως, η δυνατότητα του ρετσινιού να συγκαλύπτει τη μυρωδιά από το ενδεχομένως οξυδωμένο κρασί, μαζί με τους πειραματισμούς των κατά τόπους ταβερνιάρηδων, που συχνά δεν είχαν …μέτρο στη χρήση του, έγιναν η αφορμή για να αποκτήσει η ρετσίνα τη …ρετσινιά του κρασιού κακής ποιότητας.

«Το κρασί με ρετσίνι οξειδώνεται πιο αργά, αλλά ακόμα και αν οξειδωθεί, το άρωμα του ρετσινιού θα καλύψει την οξείδωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκύψουν πολλοί τεμπέληδες οινοποιοί. Από τη στιγμή που τα πάντα είναι η μυρωδιά, άρχισαν είτε να νερώνουν το κρασί είτε να χρησιμοποιούν πολύ -και κακής ποιότητας ρετσίνι- κι έτσι βγήκε στη ρετσίνα η „ρετσινιά“. Είναι ένα κρασί που λόγω φύσης είναι εκτεθειμένο σε κάθε μορφής βιασμό και δυστυχώς για πολλά χρόνια, οι τουρίστες έπιναν στις ταβέρνες κακή ρετσίνα, που έγινε ένας από τους χειρότερους πρεσβευτές του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό. Η ρετσίνα είναι σαν το ροκφόρ ή τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, απαιτεί αυτό που λέμε aquired taste (σ.σ. επίκτητο γούστο), χρειάζεται να εκτεθείς επανειλημμένα στην ιδιαιτερότητά της, για να αρχίσει να σου αρέσει. Σκεφτείτε λοιπόν ότι οι τουρίστες αφενός δοκίμαζαν κακή ρετσίνα και αφετέρου δεν είχαν aquired taste, για να δείτε τη ζημιά που έγινε στο ελληνικό κρασί γενικά» λέει ο Ελληνας Master of Wine.

Η ρετσίνα, το σούσι, το μουσικό contrapunto και …τα πάντα στη μέση

Κατά ορισμένους, η ρετσίνα μπορεί να συνδυαστεί άριστα ακόμα και με …σούσι, γεγονός που διαμορφώνει ευοίωνες προοπτικές για τις εξαγωγές της, αν γίνει καλό branding και μάρκετινγκ του προϊόντος. Συμφωνεί με αυτό ένας MW; Στην Ελλάδα, εξηγεί ο Κ.Λαζαράκης, στο ίδιο τραπέζι, την ίδια στιγμή, μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές και πολύ αντικρουόμενες γεύσεις, δημιουργούμε αυτό που στη μουσική λέγεται „contrapunto“, αντίστιξη, την ταυτόχρονη συνήχηση πολλών διαφορετικών μελωδιών. Αντί λοιπόν να „παντρεύουμε“ το κρασί ή ό,τι άλλο πίνουμε με ένα είδος εδέσματος, το χρησιμοποιούμε διαφορετικά. «Π.χ., θα φάμε σαρδέλα, θα „ξεπλύνουμε“ τη γεύση με κάτι έντονο, όπως το ούζο και θα πάμε σε ένα σαγανάκι τυριών. Έχουμε τη λογική του „όλα μαζί στη μέση“. Στην Ελλάδα έχουμε το ουζάκι, το τσίπουρο, τη ρετσίνα και όλα αυτά τα ποτά έχουν το χαρακτηριστικό ότι είναι δύσκολο να τα παντρέψεις με συγκεκριμένο φαγητό, αλλά κάνουν καθάρισμα του ουρανίσκου. Αντίστοιχα, οι Κινέζοι έχουν το τσάι, οι Ιάπωνες το σάκε και οι Ισπανοί το ανδαλουσιανό σέρι, που ουδεμία σχέση έχει με το τσέρι. Η ρετσίνα είναι „ταμάμ“ για να μπλέκει σε τέτοια μπερδέματα των γεύσεων, άρα με το σωστό μάρκετινγκ στην premium εκδοχή της, θα μπορούσε να πάει καλά σε όλες αυτές τις αγορές» καταλήγει.

Ευάγγελος Μαλαματίνας

Αριστοκρασί, ρεζινέ κι οι Απάχηδες των Αθηνών

Κατά τον Μεσοπόλεμο, παρατηρεί ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης, η λαϊκή ρετσίνα αρχίζει να θεωρείται ποτό της μόδας και της αριστοκρατίας. Το γεγονός αυτό συνδέεται και με το ότι για μια δεκαετία περίπου, οι υψηλές τάξεις είχαν εγκολπωθεί το ρεμπέτικο, εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Υπενθυμίζει δε και τα όσα ο ίδιος αναφέρει σε πρόσφατο αφιέρωμα για τη ρετσίνα στην τριμηνιαία πολιτιστική έκδοση «Θεσσαλονικέων Πόλις» της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, όπου γίνεται μνεία στο άσμα «Η παλιά ταβέρνα» του Γιώργου Βιτάλη σε στίχους Αλέκου Λιδωρίκη και Σταύρου Μελά: «Κάνεις να μπεις στου μπάρμπα-Γιάννη/ Για μαριδίτσα και κρασί/ Στρίβε σου λένε βρε αλάνι/Εδώ είν‘ αριστοκρασί/ Και βλέπεις κοσμική Αθήνα/ Βλέπεις τον κάθε κουνενέ/ Να πίνει γαλλιστί ρετσίνα/ και να τη λέει ρεζινέ». Στην εικοσαετία αυτή, από το 1920 ώς το 1940, γράφτηκαν δεκάδες τραγούδια για αυτό το είδος κρασιού, ενώ το 1921, στην οπερέτα του Χατζηαποστόλου, «Οι Απάχηδες των Αθηνών», ακούγεται το τραγούδι «Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μαζί σου δεν τα βάνω».

Το ανθρωπάκι και το κλειδί πάνω σε μια χαρτοπετσέτα

Αναφερόμενος ειδικά στη «Μαλαματίνα», ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης σημειώνει ότι ο τίτλος «Μαλαματίνα» ήταν ανάγλυφος πάνω στο γυαλί μέχρι το 1957, οπότε καθιερώθηκε το γνωστό μπουκάλι με την ετικέτα που έχει το περίφημο σήμα-λογότυπο με το κλειδί. Ποιος δημιούργησε όμως αυτό το λογότυπο; «Η ιδέα του λογότυπου με το ανθρωπάκι και το κλειδί ήτανε της συζύγου του Ευάγγελου Μαλαματίνα (σ.σ. γιου του Κωνσταντίνου και πατέρα του σημερινού προέδρου της εταιρείας), της Ιωάννας Κάστανου, που το σχεδίασε σε στιγμή έμπνευσης μέσα σε μια ταβέρνα, πάνω σε χαρτοπετσέτα (…) Η Ιωάννα, η οποία είχε σπουδές ηθοποιού στη σχολή του Καρόλου Κουν, ήτανε κόρη του πρωτοπόρου εκπαιδευτικού Θόδωρου Κάστανου (1886-1932) από τη Χίο, που πέθανε στη Φλώρινα» γράφει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, που υπενθυμίζει ότι στη δεκαετία του ’70 τη Μαλαματίνα τη διαφημίζει με τη γνωστή φωτογραφία ο κωμικός Νίκος Σταυρίδης, φορώντας το καβουράκι που φορούσε συνήθως. Τη συγκεκριμένη αφισέτα μπορεί να τη δει κάποιος ακόμα σε παλιά ταβερνεία της Θεσσαλονίκης… Κατά άλλη εκδοχή, που φιλοξενείται στην ιστοσελίδα της εταιρείας, η αλήθεια για την καταγωγή του σήματος έχει μεν χαθεί στον χρόνο, αλλά η παράδοση θέλει τον ίδιο ηθοποιό να ήταν κι εμπνευστής του σήματος, επειδή έλεγε «Η „Μαλαματίνα“ είναι το κλειδί στο στομάχι μου…».

«Παλαιότερα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Σκαπαρδώνης, «είχε τόσο κύρος η „Μαλαματίνα“, ώστε όταν θέλαμε να ζητήσουμε ρετσίνα, έστω άλλης μάρκας, λέγαμε „δώσε μια Μαλαματίνα“. Η έννοια της „Μαλαματίνας“ προηγείτο της έννοιας της ρετσίνας…».

Από τη Γαλλία των πολλών „μεγάλων“ κρασιών στη ρετσίνα

Όταν ο Στέλιος Κεχρής -ένας από τους πρώτους Ελληνες που σπούδασαν οινολογία- ολοκλήρωσε τις σπουδές του ως οινολόγος στη Ντιζόν της Γαλλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, συνέλαβε το όραµα που σηµατοδότησε τη µετέπειτα πορεία του. Κόντρα στο ρεύµα της εποχής αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ρετσίνα, που τότε θεωρείτο ένα παρωχηµένο κρασί χαµηλής ποιότητας. Πώς έλαβε αυτή την απόφαση;
«Πέρα από συναισθηματικούς λόγους, αφού η οικογένειά μου ασχολείτο με την παραγωγή ρετσίνας ήδη από το 1939, ήταν και άλλοι πολύ σημαντικοί λόγοι, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Μεταξύ αυτών, ο τρόπος που οι Γάλλοι αξιοποιούσαν και σεβόντουσαν τα παραδοσιακά τους προϊόντα. Η ρετσίνα ήταν ένα τέτοιο προιόν για την Ελλάδα. Σπουδάζοντας τη σύγχρονη οινολογία σε μια περιοχή που παρήγαγε μερικά από τα καλύτερα κρασιά του κόσμου, διαπίστωσα ότι η ρετσίνα δεν ήταν à priori υποδεέστερος τύπος κρασιού. Πίστεψα τότε ότι, αν κάναμε αυτά που έπρεπε, θα προσδίδαμε υπεραξία σε ένα προϊόν, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα για την εταιρεία, αλλά και για το ελληνικό κρασί γενικότερα» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στέλιος Κεχρής, που παράγει τις ρετσίνες „Κεχριμπάρι“ (με 35 διεθνείς διακρίσεις), „Ρόζα“ (ροζέ ρετσίνα με αρώματα άγριας φράουλας), „Αφρός“ (την πρώτη pet-nat ρετσίνα, που εμφιαλώνεται θολή) και „Δάκρυ του Πεύκου“ (την πρώτη ρετσίνα με εντυπωσιακό δυναμικό παλαίωσης).

Οι πολλές διαφορετικές εκφράσεις του ρετσινιού

«Η συνεχής αναζήτηση των ορίων της ρετσίνας είναι για εμάς η μεγαλύτερη πρόκληση» λέει ο Στέλιος Κεχρής, συμπληρώνοντας ότι η ποιοτική ρετσίνα απαιτεί πρώτα από όλα να πιστέψεις ότι ως προϊόν είναι μοναδική, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία ο οινοπαραγωγός οφείλει να αναδείξει χρησιμοποιώντας υψηλής ποιότητας σταφύλια, ποιοτικό ρετσίνι, σύγχρονες και κατάλληλες μεθόδους παραγωγής, γνώση και φυσικά αγάπη για το προϊόν. Το ρετσίνι, λέει, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ρετσίνας κι ως φυσικό προϊόν (όπως και το σταφύλι) έχει διάφορες εκφράσεις, ανάλογα με τη γεωγραφική του προέλευση, το υψόμετρο, τον χρόνο και τη χρονιά συγκομιδής, ακόμα και τον προσανατολισμό που έχει ο πευκώνας! Το ρετσίνι που χρησιμοποιείται στις τέσσερις ρετσίνες, λέει, είναι πάντα ελληνικό, κι η έκφρασή του μπορεί να αλλάζει ακόμα και ανάλογα με το αν ο πευκώνας βρίσκεται σε ορεινό σημείο ή κοντά στη θάλασσα.

Ρετσίνα στο τραπέζι σε 26 χώρες

Κατά τον κ.Κεχρή, «ο σημερινός ενημερωμένος καταναλωτής όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, αντιδρά πολύ θετικά στην κατανάλωση ποιοτικής ρετσίνας, διότι αυτή ανταποκρίνεται στα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου λευκού κρασιού όπως αυτά εκφράζονται σήμερα. Ο ιδιαίτερος αρωματικός και γευστικός της χαρακτήρας προσδίδει ένα πλούτο που κάνει το κρασί αυτό μια εμπειρία μοναδική. Πολλές κουζίνες, πέρα από τις έθνικ, προσφέρουν συνοδεία εδεσμάτων που κάνουν την κατανάλωση της ρετσίνας πραγματική οινική απόλαυση. Θεωρώ ότι η παγκόσμια αγορά, στην πλειονότητα των χωρών, αποτελεί σήμερα προορισμό για την ποιοτική ρετσίνα. Η εταιρεία μας εξάγει με επιτυχία, ήδη σε 26 χώρες όπως Ευρώπη, Β. Αμερική, Ιαπωνία κλπ, με μεγάλες προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη» καταλήγει.

Text Αλεξάνδρα Γούτα
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ