Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η κεντρική τράπεζα της χώρας και ιδρύθηκε το 1927 με βάση το Πρωτόκολλο της Γενεύης της 15ης Σεπτεμβρίου 1927, το οποίο προέβλεπε τη χορήγηση δανείου 9 εκατ. στερλινών στην Ελλάδα.
Μέχρι τότε το εκδοτικό προνόμιο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα, η οποία όμως ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως εμπορική τράπεζα. Η Κοινωνία των Εθνών, η οποία μεσολάβησε ώστε να λάβει η Ελλάδα το δάνειο, θεωρούσε ότι το εκδοτικό προνόμιο είναι ασυμβίβαστο με την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας. Αποφασίστηκε λοιπόν η Εθνική Τράπεζα να παραμείνει εμπορική και να παραιτηθεί από το εκδοτικό προνόμιο υπέρ της νεοσύστατης Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία άρχισε τις εργασίες της στις 14 Μαΐου 1928.
Η ίδρυσή της αποτέλεσε σημαντική μεταρρύθμιση στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα και, παρά τις αρχικές δυσκολίες, η Τράπεζα της Ελλάδος εδραιώθηκε ως ρυθμιστής του τραπεζικού τοπίου και θεματοφύλακας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Μετά την ανέγερση του κεντρικού καταστήματος στην οδό Πανεπιστημίου 21, η Τράπεζα δημιούργησε ευρύ δίκτυο υποκαταστημάτων σε όλη τη χώρα. Από τη διοίκησή της πέρασαν σημαντικοί οικονομολόγοι διεθνούς εμβέλειας, εκ των οποίων τέσσερις αναδείχθηκαν σε κρίσιμες στιγμές στο αξίωμα του πρωθυπουργού (Εμμανουήλ Τσουδερός, Αλέξανδρος Διομήδης, Ξενοφών Ζολώτας, Λουκάς Παπαδήμος) και ένας (Λουκάς Παπαδήμος) εξελέγη Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Με την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι πλέον μέλος του Ευρωσυστήματος, που αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ως νόμισμά τους το ευρώ. Από τη θέση αυτή, συμμετέχει στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής για τη ζώνη του ευρώ και εποπτεύει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.