Εκτιμάται ότι περίπου 4.000 Έλληνες γιατροί έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης στη Γερμανία. Οι 2.500 από αυτούς βρίσκονται στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, το πολυπληθέστερο κρατίδιο της χώρας. Ο Αλέξης Θεοδώρου είναι γενικός χειρούργος στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Βόννης και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Γιατρών στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία «Γένεσις». H Deutsche Welle επικοινώνησε μαζί του για το θέμα του κορωνοϊού και για το πώς εκτιμά την κατάσταση στη Γερμανία. «Το κύμα που περιμέναμε δεν έχει φθάσει ακόμα. Αισθάνομαι πως υπάρχει μια ησυχία πριν από την καταιγίδα. Η εμπειρία όμως από άλλες χώρες δείχνει πως το κύμα θα έρθει» απαντά.
Και το θέμα βέβαια που ανακύπτει είναι πώς είναι προετοιμασμένη η Γερμανία να αντιμετωπίσει αυτό το κύμα και εάν θα ζήσουμε σενάρια Ιταλίας. Στο ερώτημα αυτό μας απάντησε ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής Κρίστιαν Καραγιαννίδης από την πνευμονολογική κλινική της Κολωνίας – Μέρχαϊμ. Ο κ. Καραγιαννίδης, παθολόγος, πνευμονολόγος και εντατικολόγος είναι επικεφαλής του Κέντρου για το Σύνδρομο Αναπνευστικής Ανεπάρκειας και Τεχνητού Πνεύμονα. Αυτές τις ημέρες είναι περιζήτητος στα γερμανικά ΜΜΕ, διότι ανήκει σε μια ομάδα διαχείρισης και ψηφιακής καταγραφής των ΜΕΘ στη Γερμανία.
Όσον αφορά τη σύγκριση με την Ιταλία, μας απαντά πως η Γερμανία έχει εξαπλάσιες δυνατότητες σε σύγκριση με τη γειτονική χώρα. «Η ερώτηση όμως εάν επαρκούν οι κλίνες είναι πραγματικά η ερώτηση αιχμής, γύρω από την οποία όλα περιστρέφονται. Δεν μπορεί κανείς αυτή τη στιγμή να δώσει μια σοβαρή απάντηση. Η μόνη ακριβής απάντηση είναι ότι χρειαζόμαστε ένα μητρώο καταγραφής, το οποίο φτιάξαμε με την αρμόδια ιατρική εταιρεία (DIVI) και το επιδημιολογικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ όπου καθημερινά βλέπουμε πόσα κρούσματα έχουμε, πόσοι βρίσκονται στις ΜΕΘ και μέσα από αυτή την καμπύλη μπορούμε να κάνουμε κάποιους υπολογισμούς. Αυτή είναι προς το παρόν η μόνη σοβαρή απάντηση».
Η Γερμανία δεν μπλοκάρει παραγγελίες προς την Ελλάδα
Το ότι η Γερμανία έχει αρκετές δυνατότητες φάνηκε και από το γεγονός ότι μέσα σε λίγες μόνο ημέρες αυξήθηκε ο αριθμός των ΜΕΘ από 28.000 σε 40.000. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει πλήρης επάρκεια σε υλικά. Σύμφωνα με τον κ. Θεοδώρου τα αποθέματα βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο. Ελλείψεις σε μάσκες για παράδειγμα σημειώνονται και στα γερμανικά νοσοκομείο. «Πρέπει σχεδόν να υπογράψω στο νοσοκομείο για να πάρω μάσκα υψηλής προστασίας τύπου fpp2 ή fpp3» δηλώνει. Ωστόσο θεωρεί πως ειδήσεις όπως αυτή που φέρει τη Γερμανία να μπλοκάρει παραγγελίες μασκών προς την Ελλάδα «δεν είναι παρά προβοκατόρικες και απλώς επιβαρύνουν το κλίμα μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Υπάρχει σίγουρα μεγαλύτερος έλεγχος στις εξαγωγές για την πάταξη του λαθρεμπορίου. Άλλωστε η Γερμανία από την αρχή έστειλε μάσκες και υλικό στην Ιταλία και τώρα μεταφέρονται και ασθενείς στις εντατικές. Εμείς έχουμε δυο ασθενείς από την Ιταλία στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Βόννης».
Ο κ. Θεοδώρου ενημερώνεται καθημερινά και ανταλλάσσει εμπειρίες και απόψεις με άλλους Έλληνες συναδέλφους του από όλο τον κόσμο μέσω κλειστών ομάδων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εξαίρει δε το υψηλό επίπεδο των συναδέλφων του στην Ελλάδα. Όσο για τη θνητότητα στη Γερμανία που είναι ακόμα σχετικά χαμηλή, την αποδίδει στα πολλά τεστ που έγιναν από την αρχή, στο γεγονός ότι ο πληθυσμός δεν είναι τόσο γερασμένος όσο στις χώρες της νότιας Ευρώπης και στο γεγονός ότι οι οικογενειακοί δεσμοί είναι διαφορετικοί. Δεν συνηθίζεται οι οικογένειες να μένουν μαζί ή παππούδες και γιαγιάδες να αναλαμβάνουν να προσέχουν τα παιδιά στην έκταση που γίνεται στην Ελλάδα.
Απολύτως απαραίτητα τα μέτρα περιορισμού
Ο κ. Καραγιαννίδης επισημαίνει πως «οι άνθρωποι που είναι στις ΜΕΘ είναι περισσότεροι άνδρες παρά γυναίκες. Έχουμε και νέους ανθρώπους μεταξύ 40 και 50 και ο μέσος όρος ηλικίας είναι λίγο πάνω από τα 60». Ακόμη θεωρεί ότι συγκεντρωνόμαστε στους λάθος αριθμούς. «Βλέπουμε κάθε μέρα σε αυτή τη μαύρη σελίδα του ινστιτούτου John Hopkins πόσα κρούσματα έχουμε. Αυτό όμως δεν μας βοηθάει, εάν θέλουμε να εκτιμήσουμε κατά πόσον το σύστημα υγείας μπορεί πράγματι να ανταποκριθεί. Εάν τώρα μείνουν 60.000 άνθρωποι στο σπίτι και έχουν λίγα συμπτώματα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει επιβάρυνση του συστήματος υγείας. Για το σύστημα υγείας και την επιβάρυνσή του κατά κύριο λόγο σημαντικό είναι πόσοι ασθενείς βρίσκονται στην εντατική. Για το λόγο αυτό κάθε μέρα πρέπει να βλέπουμε αυτούς τους αριθμούς και όχι την καμπύλη».
Ο κ. Καραγιανίδης πιστεύει ακράδαντα πως τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν από τη γερμανική κυβέρνηση είναι απολύτως απαραίτητα για να προστατευθεί ο γενικός πληθυσμός και να κερδίσουμε χρόνο ώστε να βρεθούν φάρμακα και εμβόλια. Στην ερώτηση πότε εκτιμά πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, δηλώνει πως δεν θα ήθελε να κάνει προβλέψεις, αποδίδει όμως εξαιρετική σημασία στο γεγονός ότι αυτά θα πρέπει να βασίζονται σε έρευνες που έχουν ελεγχθεί εξαιρετικά προσεκτικά. Ίσως στους επόμενους δώδεκα μήνες υπάρξει κάποια απάντηση, εκτιμά ωστόσο γενικότερα ότι θα «πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για ένα μαραθώνιο».
Και όταν αυτός ο μαραθώνιος τελειώσει, ο κ. Θεοδώρου επισημαίνει πως θα πρέπει να φροντίσουμε ουσιαστικότερα το σύστημα υγείας και «να αποσυνδέσουμε τα νοσοκομεία από τη λογική της κερδοφορίας, όπως συμβαίνει με άλλες επιχειρήσεις. Το αγαθό της υγείας χρήζει άλλης μεταχείρισης. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.»
Text Μαρία Ρηγούτσου