Δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου, η μεγάλη ανέχεια και η ανεργία μάστιζαν τον ελληνικό λαό. Η Ελλάδα δε μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της και η Γερμανία προσπαθώντας να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της ήττας της άνοιξε τις πόρτες της στο Νότο

Ήταν 30 Μαρτίου 1960 όταν υπογράφηκε η «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» με τη Δυτική Γερμανία. Το σύνθημα είχε δοθεί από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο: «Η μετανάστευση είναι ευλογία θεού διά τον τόπο». Αυτή ήταν και η κορύφωση του μαζικού ξενιτεμού των Ελλήνων. Στην ουσία, πολλοί εξ αυτών δεν γνώριζαν καν τι υπογράφουν, έπαιρναν τις απαραίτητες οδηγίες και με τη σφραγίδα στο διαβατήριο έφευγαν για τη χώρα, που τούς υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που τους επιφύλασσε η πατρίδα.

γκασταρμπάιτερ < γερμανική Gastarbeiter < Gast (φιλοξενούμενος) + Arbeiter (εργάτης) αρσενικό άκλιτο ο μη Γερμανός εργάτης στη Γερμανία

Το 1960, περισσότεροι από 400.000 εργάτες, το πιο παραγωγικό τμήμα της χώρας, εγκαταλείπει τον τόπο του για ένα καλύτερο αύριο στις φάμπρικες της Γερμανίας. Το 85% ήταν αγρότες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και υπολογίζεται ότι τη δεκαετία του ’60 το 45%-50% προήλθε αποκλειστικά από τη Βόρεια Ελλάδα. Οι Γερμανοί εργοδότες τους χαρακτηρίζουν «τεμάχια» και συχνά έρχονταν αυτοπροσώπως να τους διαλέξουν.

Ουρές ατελείωτες στα γραφεία μετανάστευσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου οι υποψήφιοι εργάτες περνούν από εξονυχιστικό έλεγχο για να πάρουν την «πράσινη κάρτα» εργασίας. Ένα σκλαβοπάζαρο που θύμιζε χώρες της Αφρικής με βασικές προϋποθέσεις να είναι υγιείς και να διαθέτουν «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», δηλαδή να μην είναι αριστεροί. 

«Οι πρώτοι Έλληνες γκασταρμπάιτερ υπολόγιζαν ότι θα μείνουν για δύο-τρία χρόνια, ώσπου να αποταμιεύσουν κάποια χρήματα και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους».

Αυτοί που έκαναν αίτηση στην Αθήνα ξεκινούσαν συνήθως από τον Πειραιά με το θρυλικό φέρι μποτ «Κολοκοτρώνης», για να δέσουν στο Μπρίντιζι της Ιταλίας και στη συνέχεια έφταναν με τρένο στη Γερμανία. Από τη Θεσσαλονίκη ταξίδευαν προς Μόναχο με την αμαξοστοιχία Hellas Express που συνήθως ήταν υπερπλήρης, σε σημείο που πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους, κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού, που κρατούσε δυόμισι μέρες. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα σακούλι με τρόφιμα για το ταξίδι: δύο κονσέρβες, μία με σαρδέλες και μία με κορν–μπιφ, ένα καρέλι ψωμί, λίγες ελιές και ένα κομμάτι τυρί.

Στο σταθμό του Μονάχου
με πέταξε άχου
η μαύρη μοίρα μου
μάνα κακομοίρα μου

Στο Μόναχο, τα τρένα έφταναν στη γραμμή 11, την οποία οι Ιταλοί μετανάστες είχαν βαφτίσει «Γραμμή της Ελπίδας». Από εκεί, τούς οδηγούσαν στο πρώην αεροπορικό καταφύγιο, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, που είχε διαμορφωθεί σε αίθουσα διαμονής. Στη συνέχεια οι μετανάστες προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, σε εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες, από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγκάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο.

Οι μετανάστες αναλάμβαναν πολλές φορές δουλειές, που δεν ήθελαν να κάνουν οι Γερμανοί. Έτσι, βρέθηκαν και στα ανθρακωρυχεία, που την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Οι συνθήκες της καθημερινής δουλειάς ήταν ιδιαίτερα σκληρές.

Με κίνητρο τα εμβάσματα που έστελναν στην οικογένεια τους πίσω στην Ελλάδα ή το όνειρο να χτίσουν το δικό τους σπίτι στην πατρίδα, οι Έλληνες μετανάστες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το «ακόρντ» (πλαφόν παραγωγικότητας) για να πάρουν πριμ και πολλές φορές κατέληγαν με σοβαρά προβλήματα υγείας. Ταυτόχρονα, προκαλούσαν την αντιπάθεια των Γερμανών συναδέλφων τους, που έμεναν πίσω, καθώς τα «ακόρντ» ανέβαιναν συνεχώς εξαιτίας των γκασταρμπάιτερ.

Η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε παραπήγματα και κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα ανά άτομο. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν αντρόγυνα έπρεπε να χωρίσουν), συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.

Kάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα ανά άτομο.

Και οι κοινωνικές συνέπειες ήταν ολέθριες, καθώς παιδιά χωρίζονταν από τους γονείς τους μένοντας με τις γιαγιάδες και τους παππούδες ή ακόμα και σε μακρινούς συγγενείς. Με αρχικό πλάνο τα 2-3 χρόνια δουλειάς, τα χρόνια συνέχιζαν να περνούν, τα παιδιά μεγάλωναν και τα γράμματα από και προς Γερμανία πήγαιναν και έρχονταν. Τα λαϊκά τραγούδια της εποχής αποτυπώνουν τον ανθρώπινο πόνο του αποχωρισμού. 

Η προσωρινότητα έγινε, τελικά, μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα. Σε μια χώρα, όπου η σημερινή γενιά των Ελλήνων είναι πλήρως ενταγμένη στην τοπική κοινωνία, γεγονός που αναγνωρίζεται απ’ όλους. Ξεπερνούν το 1,5 εκ. οι Έλληνες που πέρασαν συνολικά από τη Γερμανία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, έως το 1973, όταν η Γερμανία πάγωσε μονόπλευρα όλες τις συμβάσεις πρόσληψης αλλοδαπών, μετανάστευσαν περίπου 600.000 Έλληνες εργάτες. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που αφορούν το 2018, στη Γερμανία ζουν πλέον 467.000 Έλληνες με μέσο όρο ηλικίας 41,3 χρονών.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Έλληνες της Γερμανίας είναι η πρώτη μεταναστευτική ομάδα που προχώρησε στην ίδρυση συλλόγων, που το 1965 συνενώθηκαν κάτω από την «ομπρέλα» της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων (ΟΕΚ), που ιδρύθηκε στη Στουτγκάρδη. Όμως η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε καταρτίσει κάποιο σχέδιο για την ενσωμάτωση στην κοινωνία όλου αυτού του ανθρώπινου δυναμικού χαρακτηρίζοντάς τους ως γκασταρμπάιτερ δηλαδή προσωρινούς εργάτες χωρίς πλήρη δικαιώματα, με συνέπεια σε πολλές περιπτώσεις η έννοια γκασταρμπάιτερ να χρησιμοποιείται υποτιμητικά.

Το 1978-1979 η γερμανική κυβέρνηση ξεκινά την αναθεώρηση της στάσης της και αναγγέλλει πρόγραμμα ενσωμάτωσης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία. Έτσι μέχρι και σήμερα παρατηρούμε δεύτερης και τρίτης γενιάς Έλληνες μετανάστες να βρίσκονται ακόμη και σε κρατικά αξιώματα.

Μερικοί από τους γκασταρμπάιτερ βρήκαν πραγματικά την τύχη τους, πέτυχαν τον σκοπό τους και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς όμως έμειναν για πάντα εκεί, στη Γερμανία, τη χώρα που έγινε η δεύτερη πατρίδα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.

Η αμαξοστοιχία Hellas Express

Hellas Express – H πρώτη σταθερή σιδηροδρομική σύνδεση, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ της Ελλάδας και της τότε Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Το Hellas Express μπήκε σε κυκλοφορία το 1963. Πρόκειται για την πρώτη σταθερή σιδηροδρομική σύνδεση, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ της Ελλάδας και της τότε Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σχεδιάστηκε ειδικά για να διευκολύνει την κυκλοφορία των Ελλήνων μεταναστών, που η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής τους έσπρωχνε τότε μαζικά στη Δυτική Γερμανία. Είναι επομένως σημαντικό, γιατί συνδέθηκε με τον ξεριζωμό και τις αγωνίες μιας ολόκληρης γενιάς.

«Κολοκοτρώνης»: Η αφετηρία της ξενιτιάς

«Κολοκοτρώνης»

Το πλοίο «Κολοκοτρώνης» εκτελούσε για χρόνια την γραμμή Πειραιάς – Κέρκυρα – Πρίντεζι και ήταν ιδιοκτησίας της οικογένειας Ποταμιανού, γι’ αυτό και η επίσημη ονομασία του ήταν «Κολοκοτρώνης/ Γεώργιος Π. Ποταμιανός». Ήταν εκτοπίσματος 9.000 τόνων και είχε ταχύτητα 19 κόμβων. Ήταν ένα από τα τέσσερα ακτοπλοϊκά των ιταλικών επανορθώσεων. Τα άλλα τρία ήταν ο «Μιαούλης», ο «Κανάρης» και ο «Καραϊσκάκης».

Text Γεωργία Τσιώνα