Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η παλαιότερη και πιο αυστηρή χρονική περίοδος νηστείας για την ορθόδοξη εκκλησία. Από την καθιέρωσή της, περί τον 4ο αιώνα μ.Χ., προβλέπεται κατά τα μοναχικά πρότυπα ξηροφαγία με τους πιστούς να τρώνε μόνο μια φορά την ημέρα κι αυτή μετά τις 3 το μεσημέρι.

«Μέσα στην περίοδο της Τεσσαρακοστής η νηστεία καταλύεται, διαφοροποιείται δηλαδή, τρεις φορές, δίνοντας μια ευκαιρία στους πιστούς για ενδυνάμωση μιας και η νηστεία αυτή είναι η πιο αυστηρή, αφού δεν επιτρέπεται ούτε το λάδι» εξηγεί στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, κ. Παναγιώτης Σκαλτσής.

Η πρώτη από αυτές τις εξαιρέσεις γίνεται ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπως έχει καθιερωθεί η 25η Μαρτίου. Πρόκειται για μια χαρμόσυνη εορτή μέσα στην περίοδο του πένθους της Σαρακοστής και όπως εξηγεί ο κ. Σκαλτσής, «επειδή είναι θεομητορική εορτή, αφιερωμένη στην Παναγία και ως εκ τούτου ιδιαίτερα σημαντική για τα μοναχικά τυπικά, καταλύονται το ψάρι, το έλαιο και ο οίνος». Μια εξαίρεση που φαίνεται πως γενικεύθηκε – αν και σε ορισμένα κέντρα του χριστιανισμού προϋπήρχε – μετά την καθιέρωσή της το 692 μ.Χ. από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, γνωστή και ως «Εν Τρούλω Σύνοδος».

Όσον αφορά τη δεύτερη ημέρα διαφοροποίησης της νηστείας, που είναι η Κυριακή των Βαΐων, οι πατέρες της εκκλησίας δε συμμερίζονται την ίδια άποψη. Σύμφωνα με τη Στουδιτική παράδοση (Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης), επειδή η εορτή αυτή θεωρείται Δεσποτική, είναι αφιερωμένη δηλαδή στον επίγειο βίο του Ιησού, οι πιστοί καταναλώνουν και πάλι ψάρι, λάδι και κρασί. Για άλλους πατέρες όμως αυτό ισχύει μόνο την ημέρα του Ευαγγελισμού. Κατάλυση του λαδιού γίνεται και τη Μεγάλη Πέμπτη, σύμφωνα με τα μοναχικά τυπικά, ημέρα αφιερωμένη στην παράδοση του Μυστικού Δείπνου, οπότε τελείται και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία τελείται μόλις 10 φορές το χρόνο.

Το έθιμο του μπακαλιάρου

Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού, η οποία έχει πια διττή σημασία για τον Ελληνισμό, καθώς συμπίπτει από το 1838 με τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821, είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς. Η εξήγηση για την γευστική αυτή συνήθεια είναι αρκετά απλή κι έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία των κατοίκων της ενδοχώρας να προμηθεύονται άμεσα και οικονομικά φρέσκο ψάρι. Παρά το ότι ο μπακαλιάρος δεν είναι ένα «ελληνικό» ψάρι, καθώς απαντάται κυρίως στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού, το γεγονός ότι γίνεται παστός τον καθιστά ένα τρόφιμο φθηνό κι εύκολο στη συντήρηση. Ο μπακαλιάρος έφτασε στο ελληνικό τραπέζι περί τον 15ο αιώνα και καθιερώθηκε άμεσα ως το εθνικό φαγητό της 25ης Μαρτίου, καθώς με εξαίρεση τα νησιά μας, το φρέσκο ψάρι αποτελούσε πολυτέλεια για τους φτωχούς κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Έτσι, ο παστός μπακαλιάρος, που δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη συντήρηση, αποτέλεσε την εύκολη και φθηνή συνάμα λύση, έθιμο που κρατά μέχρι τις μέρες μας.