Iδιαίτερες συστάσεις για τον Γιώργο Καραγκούνη δεν χρειάζονται. Άλλωστε, έχουν γραφτεί πολλοί διθύραμβοι για τα όσα έχει πετύχει κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τόσο σε συλλογικό, όσο φυσικά και σε εθνικό επίπεδο. Πράγματα που οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές πιθανότατα να μην τα ζήσουν ποτέ. Και, φυσικά, οποιοσδήποτε τέτοιος άνθρωπος θα είχε κάθε δικαίωμα να υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στον «Νέο Κόσμο», ο Γιώργος Καραγκούνης παρουσιάζεται ως ένας ταπεινός άνθρωπος πολύ χαμηλών τόνων, που δεν του αρέσει καθόλου να μιλάει για τον εαυτό του και προτιμά να μιλά για τις επιτυχίες του χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό. Αναγνωρίζει το ποδόσφαιρο ως συλλογικό άθλημα και ότι όλα όσα έχει πετύχει είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς. Παράλληλα, παρά το μικρό χρονικό διάστημα που βρίσκεται στην Αυστραλία, δείχνει να έχει καταλάβει τον ψυχισμό της ομογένειας.
Έχεις ήδη επαφή με την ελληνική κοινότητα, έχεις ξαναέρθει εδώ. Ποια είναι η εντύπωσή σου από τους Έλληνες εδώ στην Αυστραλία σε σχέση με την Ελλάδα;
Από όσους έχω γνωρίσει, έχω μόνο τις καλύτερες εντυπώσεις. Ξέρω πως αγαπούν τη χώρα και πως οτιδήποτε συμβαίνει στην Ελλάδα, είτε είναι καλό είτε είναι άσχημο ίσως και να τους επηρεάζει παραπάνω απ’ όσο εμάς που ζούμε εκεί, αφού σίγουρα τους λείπει η πατρίδα. Και το νιώθω πάντα αυτό όταν έρχομαι σε επαφή μαζί τους. Γνωρίζω πως η αγάπη τους για την πατρίδα είναι πολύ μεγάλη και γι’ αυτό τον λόγο ήρθα εδώ με μεγάλη χαρά για τους ξαναδώ, αφού τότε (2016) είχαμε έρθει με την ομάδα και δεν μπορούσα να κάνω και πολλά πράγματα ενώ τώρα που βρίσκομαι εκτός επαγγελματικής ενασχόλησης, θα έχω τον χρόνο να δω και πιο πολλούς ανθρώπους και περισσότερα πράγματα εδώ στην Μελβούρνη.
Θα είναι η πρώτη φορά που θα παρευρεθείς στο Φεστιβάλ ‘Αντίποδές’;
Ναι, δεν έχει ξανατύχει.
Έχεις ακούσει κάτι σχετικά με αυτό;
Βέβαια κι έχω ακούσει. Μου έχει πει κι ο Κώστας (Πατεράκης) ότι έχει πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολλούς Έλληνες, είναι ωραία γιορτή. Εύχομαι και φέτος να είναι το ίδιο και να υπάρχει καλή διάθεση από όλους ώστε να είναι μια ωραία εμπειρία και για μένα.
Το ευχόμαστε κι εμείς ολόψυχα! Πάμε λίγο και σε σένα και την καριέρα σου, τεράστια σίγουρα. Ξεκίνησες από τον Παναθηναϊκό και τον Απόλλωνα, ύστερα σου δόθηκε η ευκαιρία να αγωνιστείς στο εξωτερικό. Πες μας λίγο για το πώς είναι να αγωνίζεσαι σε αυτά τα προηγμένα πρωταθλήματα.
Ήταν πολύ ξεχωριστές εμπειρίες και εντός και εκτός γηπέδου. Η νοοτροπία είναι διαφορετική, το ίδιο και η φιλοσοφία. Ζεις εντελώς άλλες καταστάσεις. Όταν εγώ πήγα στην Ιταλία και την Ίντερ, είχαν το καλύτερο πρωτάθλημα με τους κορυφαίους παίκτες εκείνη την εποχή. Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, είτε μιλάμε για προέδρους είτε για προπονητές, ποδοσφαιριστές κλπ. Μεγάλος και ο ανταγωνισμός φυσικά. Μετά πήγα και στην Πορτογαλία, σ’ ένα πάρα πολύ μεγάλο κλαμπ (Μπενφίκα) με πολύ κόσμο και ιστορία, που και αυτή ήταν μια τρομερή εμπειρία. Μου έδωσαν τη φανέλα με το νούμερο 10 που γι’ αυτούς έχει συμβολική αξία μιας και την είχε φορέσει ένας εκ των μεγαλύτερων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών, ο Εουσέμπιο. Αυτό ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Και η Αγγλία και η Φούλαμ ήταν το «κερασάκι στην τούρτα» θα έλεγα γιατί τελείωσε η καριέρα μου ως ποδοσφαιριστής με τον πιο όμορφο τρόπο που θα μπορούσα ποτέ να είχα φανταστεί. Να παίζω δύο χρόνια στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ και να αγωνίζομαι στα γήπεδα της Βραζιλίας με την εθνική ομάδα στους 16 του Μουντιάλ.
Πάμε και στο κεφάλαιο της εθνικής ομάδας. Μου έχει δοθεί η ευκαιρία να συνομιλήσω και με άλλα μέλη της χρυσής εκείνης φουρνιάς και σε όλους κάνω πάντα την ίδια ερώτηση: Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας, δηλαδή τι ήταν αυτό που είχε η δική σας γενιά το οποίο δεν είχαν άλλες και σας οδήγησε στην κατάκτηση του Euro 2004;
Ήταν πολλά πράγματα, δεν ήταν μόνο ένα. Ένα από τα βασικά ήταν πως υπήρχαν πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές, σε αξία κι όχι σε ηλικία (σ.σ. γέλια). Υπήρχαν πάρα πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές σε όλες τις γραμμές και αυτό ήταν ένα από τα κύρια στοιχεία. Βέβαια, σαν Έλληνες, ποτέ δεν παραδεχόμαστε τους ίδιους τους εαυτούς μας πολλές φορές, όμως εγώ δεν παύω να το λέω αυτό. Γιατί αν δεν έχεις μεγάλους παίκτες δεν μπορείς να κατακτήσεις ένα τόσο μεγάλο τρόπαιο. Φυσικά ήταν και ο προπονητής (Όττο Ρεχάγκελ) που έκανε αυτό το σύνολο να γίνει ομάδα. Χωρίς να καλεί πολλούς, μέσα από ένα σύνολο 30-35 ατόμων σε μια διετία κατάφερε να δημιουργήσει έναν κορμό κι αυτό ήταν πολύ δύσκολο να γίνει τα προηγούμενα χρόνια στην εθνική ομάδα. Οπότε αυτό το πέτυχε ο κ. Ρεχάγκελ και λειτούργησε με τον καλύτερο τρόπο. Κι αυτό ήταν βέβαια που μας έδεσε κι εμάς ως ομάδα. Θεωρώ επίσης πως πολλά από τα μέλη εκείνης της ομάδας ήμασταν σε πολύ καλή ηλικία και σε πολύ μεγάλη φόρμα εκείνη την περίοδο, υπήρχαν σπουδαίες προσωπικότητες στα αποδυτήρια, που κι αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, ήταν ηγέτες στις ομάδες τους. Αυτό ήταν κάτι το οποίο μετέφεραν και στην εθνική ομάδα. Όλα τα στοιχεία που προανέφερα συνέθεσαν ώστε να επιτύχουμε αυτόν τον άθλο, ο οποίος ήταν πανάξιος και πέρα για πέρα δίκαιος.
Την τύχη σου άλλωστε την διαμορφώνεις εσύ ο ίδιος. Πάμε τώρα και στη Βραζιλία. Θεωρείς πως αν είχατε περάσει την Κόστα Ρίκα μπορούσατε να πάτε ακόμα πιο μακριά;
Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις. Αλλά, ναι, θεωρώ πως μπορούσαμε να πάμε αρκετά μακριά. Το αποδείξαμε άλλωστε. Περάσαμε στις 16 καλύτερες ομάδες του κόσμου. Στο παιχνίδι με την Κόστα Ρίκα πιστεύω ήμασταν καλύτεροι από όλες τις απόψεις. Αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό είναι το κορυφαίο άθλημα στον κόσμο.
Τι θα συμβούλευες τους παίκτες που αγωνίζονται σήμερα στην εθνική;
Απλά είναι τα πράγματα, δεν είναι ιδιαίτερη συμβουλή. Να είναι αφοσιωμένοι στην ομάδα αφού οι υποχρεώσεις είναι πολλές. Από τον κάθε έναν στην ομάδα του σίγουρα υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις. Αλλά για να καταφέρνεις να παίρνεις τέτοιου είδους προκρίσεις, χρειάζονται θυσίες. Χωρίς θυσίες δεν γίνεται τίποτα
Text ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ