Ένα ηλιόλουστο, κυριακάτικο πρωϊνό, τον Μάιο του 2019, η αστυνομία του Βερολίνου δέχθηκε τηλεφώνημα για άμεση επέμβαση. Το αίτημα φαινόταν επείγον, αν και ελαφρώς συγκεχυμένο: „Ελάτε σας παρακαλώ στο πάρκο Φρίντριχσχαϊν… Εδώ ξεφορτώνουν ολόκληρα πρόβατα από ένα αυτοκίνητο…“ Τι ακριβώς είχε συμβεί; Γύρω στα 150 άτομα είχαν συγκεντρωθεί για ένα εορταστικό μπάρμπεκιου. Έστησαν δώδεκα σούβλες, τη μία δίπλα στην άλλη, για να γιορτάσουν το Πάσχα, έστω και με καθυστέρηση. Οι εορτάζοντες προέρχονταν από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, έτσι είχαν μάθει το έθιμο, αυτό έκαναν τα τελευταία δέκα χρόνια όπου κι αν βρίσκονταν. Γιατί όχι και στο Βερολίνο;
Οι αστυνομικοί αντιμετώπισαν με χαλαρή διάθεση το περιστατικό, άλλωστε και οι ψήστες φάνηκαν „συνεργάσιμοι“. Παρά ταύτα, το μπάρμπεκιου έλαβε τέλος πριν καλά καλά αρχίσει και τα πρόβατα ξαναφορτώθηκαν στο αυτοκίνητο. Η αστυνομία κάλεσε την πυροσβεστική για να σβήσει τα κάρβουνα και βεβαίωσε την παράβαση, η οποία ήταν ένα απλό πταίσμα. Όχι γιατί απαγορεύεται γενικώς το μπάρμπεκιου στο πάρκο Φρίντριχσχαϊν, αλλά γιατί, όπως προβλέπουν οι σχετικοί κανονισμοί, επιτρέπεται μόνο σε λογική ποσότητα, „όσο χωράει στο πιάτο“ και όχι σε μία μαζική εορταστική εκδήλωση. Η ίδια η αστυνομία του Βερολίνου γνωστοποίησε το περιστατικό στο Facebook. Θα μπορούσε κανείς να γελάσει με αυτή την ιστορία, αλλά πολλά από τα σχόλια δεν βγάζουν καθόλου εύθυμη διάθεση. „Άρρωστη νοοτροπία“ βλέπει ένας χρήστης. „Αναρωτιέμαι πώς ένας φυσιολογικός άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί κάτι τέτοιο“, απορεί ένας άλλος.
Αρκεί η τήρηση του νόμου;
Τί ήταν τελικά αυτοί οι άνθρωποι που βγήκαν να γιορτάσουν με τον τρόπο τους; Διέπραξαν απλώς ένα πταίσμα, σαν να είχαν παρκάρει παράνομα, ας πούμε; Ή μήπως έδειξαν ότι „δεν έχουν ενσωματωθεί επαρκώς“ στην κοινωνία; Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Τί ακριβώς ζητάμε από έναν μετανάστη, από έναν νεοεισερχόμενο, όταν του λέμε ότι „πρέπει να ενσωματωθεί στην κοινωνία που τον υποδέχεται“; Για τον Κλέμενς Κρόνενμπεργκ, καθηγητή στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Ψυχολογίας στην Κολωνία, η απάντηση είναι σαφής: „Αυτό που προβλέπει ο νόμος είναι η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, ο σεβασμός στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές του πολιτεύματος και η τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας“. Ωστόσο, πολλές ιστορίες όπως το περιστατικό του Βερολίνου, αποδεικνύουν ότι μπορεί να μην αρκούν όλα αυτά. Ή τουλάχιστον ότι στη γερμανική κοινωνία δεν υπάρχει συναίνεση για το ποια ενσωμάτωση είναι „επαρκής“. Αλλά από την άλλη πλευρά, εκτιμά ο καθηγητής Κρόνενμπεργκ, αυτό είναι φυσιολογικό σε μία πλουραλιστική κοινωνία, που δίνει χώρο σε όλες τις απόψεις. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει, „ο σεβασμός των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών και ελευθεριών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να επιδεικνύει κανείς την απαραίτητη ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα, για παράδειγμα να σέβεται τον αλλόθρησκο, να θεωρεί τα δύο φύλα ισότιμα, να σέβεται την επιλογή του καθενός για τη ζωή του. Γι αυτό τελικά η ‚ενσωμάτωση‘ σε μία πλουραλιστική κοινωνία δεν είναι ποτέ μονόδρομος, αλλά αμοιβαία πρόκληση“.
Αυτή τη θέση εκφράζει η επίσημη ρητορική των κυβερνώντων κομμάτων στη Γερμανία. Η ενσωμάτωση, τονίζει στην ιστοσελίδα του το υπουργείο Εσωτερικών, σημαίνει „την εδραίωση αμοιβαίας κατανόησης“ και προϋποθέτει „τόσο τη διάθεση της κοινωνικής πλειοψηφίας για αποδοχή, όσο και την ετοιμότητα των νεοεισερχομένων να σεβαστούν τους κανόνες στη χώρα υποδοχής“. Η Γερμανία φαίνεται πλέον έτοιμη να αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό ως „χώρα υποδοχής μεταναστών“, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Η κυβέρνηση προσπαθεί να συνοδεύσει τις νουθεσίες με συγκεκριμένα μέτρα (μαθήματα γερμανικών για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, σεμινάρια για την ενσωμάτωση, συμβουλευτικές υπηρεσίες). Ο κοινωνιολόγος Κλέμενς Κρόνενμπεργκ εκτιμά ότι έχουν γίνει κάποια βήματα, αλλά απομένουν πολλά ακόμη. Για παράδειγμα „υπάρχει έλλειμμα όσον αφορά την εκπροσώπηση εθνικών ομάδων σε θέσεις ευθύνης και κύρους, στην πολιτική και στην οικονομία“. Τμήματα της γερμανικής κοινωνίας- για παράδειγμα συγκεκριμένες επιχειρήσεις, συγκεκριμένα σχολεία ή και ολόκληρες γειτονιές- παραμένουν ομοιογενείς. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα ερευνών που διεξάγονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σχολεία και γειτονιές που έχουν ελάχιστους μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Όπως λέει ο καθηγητής Κρόνενμπεργκ, „οι μαθητές αυτοί αισθάνονται- και καταβάλλουν προσπάθεια για να αυτοπροσδιοριστούν- πολύ πιο έντονα ως Γερμανοί. Διότι αυτό είναι απαραίτητο για να γίνουν αποδεκτοί ως φίλοι από τους συμμαθητές τους“.
Το …βάσανο των διατυπώσεων στις δημόσιες υπηρεσίες
Η Σάρα Μπράντες, συνεργάτις της ΜΚΟ Refugees Welcome Bonn, εκτιμά ότι „αυτή η αντίληψη, ότι η Γερμανία είναι μία χώρα υποδοχής μεταναστών, μάλλον δεν έχει φτάσει σε όλους“ και κάνει λόγο για „κρούσματα κοινωνικού σωβινισμού“ στις συναναστροφές των αλλοδαπών με τη δημόσια διοίκηση. Η ίδια πιστεύει ότι η γραφειοκρατία αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην προσπάθεια των νεοεισερχομένων να γίνουν αποδεκτοί. „Είναι ευτυχής σύμπτωση να πέσεις σε υπάλληλο με φιλική διάθεση, η δική μου εμπειρία λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι ούτε μία λέξη αγγλικά να μιλήσουν, ούτε ένα εκατοστό να μετακινηθούν“.
Η Ανέτε Βίλντμαν-Μάουτς, εντεταλμένη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την ενσωμάτωση των μεταναστών, εκτιμά ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σημαντική πρόοδος, ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας. Από την άλλη πλευρά στηλιτεύει το γεγονός ότι στις συζητήσεις για τη μετανάστευση και την ενσωμάτωση „έχουν ανέβει οι τόνοι, έχουν μετατοπιστεί τα όρια του αποδεκτού για το τι λέμε και τι δεν λέμε“. Ο καθηγητής Κρόνενμπεργκ πιστεύει ότι αυτό οφείλεται στο γενικότερο κλίμα πόλωσης που, κατά την εκτίμησή του, έχει οξυνθεί στη γερμανική κοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι πιο πολλοί άνθρωποι δηλώνουν εχθρικοί απέναντι στους αλλοδαπούς εκτός ΕΕ, σημαίνει όμως ότι „αυτό το κομμάτι των ανθρώπων διαθέτει πλέον άλλη πολιτική εκπροσώπηση, άρα προβάλλεται περισσότερο και από τα μέσα ενημέρωσης“. Από κει και πέρα, τονίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος, είναι πιο δύσκολη η ενσωμάτωση για τις ομάδες που ήδη εκ πρώτης όψεως εμφανίζουν ένα στοιχείο διαφορετικό ή και εξωτικό. Με απλά λόγια: „Ακόμα κι αν μάθω τέλεια τη γλώσσα, ακόμα κι αν δεν δείχνω καμία ταύτιση με τη χώρα προέλευσης ή δεν μιλάω καθόλου τη γλώσσα της, πάλι θα υπάρχουν κάποιοι που θα με θεωρούν αλλοδαπό, που δεν θα με αποδέχονται“. Οι εμπειρίες που καταγράφουν οι ενδιαφερόμενοι αποδεικνύουν ότι αυτή η „ένταξη“ είναι πιο δύσκολη στη Γερμανία από χώρες όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, στις οποίες το „μεταναστευτικό υπόβραθρο“ αποτελεί συστατικό στοιχείο του ίδιου του έθνους. Ωστόσο, κάποια πράγματα αλλάζουν. Η πραγματικότητα και η γλώσσα των αριθμών δείχνουν ότι ο ένας στους τέσσερις κατοίκους της Γερμανίας έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο. Ένας στους δύο διαθέτει πλέον και γερμανικό διαβατήριο.
Ντούνια Ντραγκόγιεβιτς-Κέρστεν
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου