Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ «ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ»
Παρότι η παρουσία των Εβραίων στην ελληνική ιστορία υπήρξε, μακραίωνη και αδιάλειπτη σε όλη την έκταση της χώρας, εντούτοις διαφορετική ήταν η στάση της υπόλοιπης Ελλάδας στη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης από ό,τι εκείνη της Ζακύνθου.
Υπάρχουν αιτίες κι εξηγήσεις γι‘ αυτό. Οι σχέσεις Εβραίων και Οθωμανών ήταν διαφορετικές από τις σχέσεις Εβραίων και Βενετσιάνων. Ποια ήταν η στάση των Ελλήνων στις συλλήψεις των Εβραίων που ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1943 στη Θεσσαλονίκη και τελείωσαν τον Ιούνιο του 1944 στην Κέρκυρα;
Ιστορικοί επισημαίνουν πως στην Ελλάδα πιστευόταν «ότι τα προβλήματα που είχαν οι Γερμανοί με τις εβραϊκές κοινότητες ήταν ένα „εσωτερικό“ τους ζήτημα και όχι μια εθνική -για τους Έλληνες και την Ελλάδα- υπόθεση».
Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ (συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013) κάνει μια αξιοσημείωτη προσέγγιση στη στάση της κυρίως Ελλάδας έναντι των Εβραίων, αλλά και τις προεκτάσεις της στο θέμα του Ολοκαυτώματος. Γράφει:
Η ανάγκη των Ελλήνων για ταυτότητα, που προσδιοριζόταν από τη θρησκεία (ορθοδοξία) και τη γλώσσα (νέα ελληνικά) άφηνε απέξω τους Εβραίους: η διαφορετική τους θρησκεία (η ιουδαϊκή, και μάλιστα εχθρική προς τη χριστιανική, κατά την κοινή αντίληψη) και η διαφορετική γλώσσα των σεφαραδιτών Εβραίων (τα ισπανοεβραϊκά) καθιστούσε αυτές τις κοινότητες ξένο σώμα.
„[…] Η ανάγκη για ταυτότητα, που προσδιοριζόταν από τη θρησκεία (ορθοδοξία) και τη γλώσσα (νέα ελληνικά) άφηνε απέξω τους Εβραίους: η διαφορετική τους θρησκεία (η ιουδαϊκή, και μάλιστα εχθρική προς τη χριστιανική, κατά την κοινή αντίληψη) και η διαφορετική γλώσσα των σεφαραδιτών Εβραίων (τα ισπανοεβραϊκά) καθιστούσε αυτές τις κοινότητες ξένο σώμα. Επιπλέον η κατά κανόνα καλή τους σχέση με τις οθωμανικές αρχές, «προσκεκλημένους» του Σουλτάνου τους ήθελε ο μύθος, έκανε τους ορθόδοξους ελληνόφωνους να τους βλέπουν με κακό μάτι στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Στη Ρόδο λόγου χάριν εγκαταστάθηκαν το 1522, μόλις επιβλήθηκε η οθωμανική κυριαρχία και συγκατοικούσαν μέσα στο κάστρο με τους μουσουλμάνους, ενώ οι χριστιανοί ορθόδοξοι αποχώρησαν.
Να πω δυο λόγια και για την μεγαλύτερη και σημαντικότερη κοινότητα, αυτή της Θεσσαλονίκης: πόλη κατ’εξοχήν εβραϊκή από τον 16ο ως τον 19ο αι., χάρη στη μαζική άφιξη και εγκατάσταση των σεφαραδιτών, αλλάζει σιγά σιγά χαρακτήρα κατά τον 20ο αιώνα. Η ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος το 1912, η πυρκαγιά του 1917, που απομακρύνει πολλά κοινωνικά στρώματα από το κέντρο της πόλης, και τέλος η άφιξη των μικρασιατών προσφύγων το 1922-1923 άλλαξε τη δημογραφία της πόλης και οι Εβραίοι έπαψαν να είναι το ισχυρότερο στοιχείο.
Η εκτόπιση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης έλαβε χώρα από τις 15 Μαρτίου 1943 (πρώτη αποστολή) ως τον Αύγουστο του 1943, περίοδο κατά την οποία 48.000 άνθρωποι έφυγαν με τα τραίνα για το Άουσβιτς.
Απ‘ αυτούς επέστρεψαν περίπου 1.000, ενώ 950 απέφυγαν την εκτόπιση είτε κρυβόμενοι, συνήθως στην Αθήνα και στην Πελοπόννησο, είτε έχοντας ανέβει στο βουνό. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ειδικά ανάμεσα στους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες του ’22 που προσπαθούσαν να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία, αναζητώντας απεγνωσμένα στέγη και δουλειά, είδε με καλό μάτι την αναχώρηση —για πού άραγε;— αυτών των ξένων, των αλλόθρησκων, που δεν μιλούσαν καλά ελληνικά κι είχαν για μητρική τους γλώσσα τα τζιδιό (ισπανοεβραϊκά). Με άλλη γλώσσα και άλλη θρησκεία, βασικούς άξονες συγκρότησης της ταυτότητας και της ετερότητας, οι Εβραίοι ήταν οι «άλλοι».
Φαίνεται πως τα τριάντα χρόνια (από το 1912, που η Θεσσαλονίκη εντάχθηκε στο νέο ελληνικό κράτος) δεν ήταν αρκετά για να καταλυθούν στη συλλογική συνείδηση οι χωριστές κοινότητες, που τους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας λειτουργούσαν στη βάση της θρησκείας και όριζαν την ετερότητα.
Και αν τότε οι κοινότητες λειτουργούσαν ομαλά στο πλαίσιο της πολυθρησκευτικής αυτοκρατορίας, το νέο εθνικό κράτος με τον ανερχόμενο εθνικισμό του είχε ανάγκη να συγκροτήσει την ελληνική ταυτότητα, που ήταν στενά δεμένη με την ορθοδοξία.
Σ‘ ένα εθνικιστικό στενόμυαλο πλαίσιο, η εξαφάνιση των Εβραίων δημιουργούσε μια διαφορετική Θεσσαλονίκη, αποκλειστικά χριστιανική ορθόδοξη, έτοιμη να συνδεθεί με το βυζαντινό της παρελθόν, λησμονώντας ως ξένη και θλιβερή παρένθεση τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας (αφού και η μουσουλμανική κοινότητα είχε πια αποχωρήσει με την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία).
Δημιουργήθηκε έτσι η «πόλη των φαντασμάτων», για την οποία μιλά ο Μαζάουερ στο ομώνυμο βιβλίο του, μια πόλη με στραμμένη την πλάτη της σ’ ένα τμήμα του πρόσφατου παρελθόντος της, δίχως ορατά ίχνη του, άρα δίχως πραγματική εικόνα της πρόσφατης ιστορίας της.
Αντίθετα, η κατασκευή μιας Θεσσαλονίκης που ξεκινούσε από τον Μεγάλο Αλέξανδρο, περνούσε στα βυζαντινά χρόνια (η διάσπαρτη εξάλλου εικόνα της πόλης από τις βυζαντινές της εκκλησίες βοηθούσε τη σύνδεση) και συνδεόταν το νεοελληνικό ορθόδοξο πρόσωπό της ήταν η εθνοκεντρική αφήγηση που ταίριαζε στα ιδεολογικά ζητούμενα της μεταπολεμικής εποχής”. Υπήρξαν περιπτώσεις, όπως της Αθήνας, του Βόλου, της Χαλκίδας, όπου η Εκκλησία και οι πολιτικές αρχές προσπάθησαν να σώσουν τους Εβραίους της περιοχής τους από τα στρατόπεδα με παρεμβάσεις τους στους Γερμανούς.
Χαρακτηριστική είναι εκείνη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, που όταν κατά τη διάρκεια διαβήματος του υπέρ των Εβραίων, προς τον Γερμανό στρατηγό Stroop, ο τελευταίος τον απείλησε με τουφεκισμό, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε: “Οι Ιεράρχες της Ελλάδος δεν τουφεκίζονται, στρατηγέ μου. Απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβαστείτε την παράδοση”.
Αντίθετα, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και ο Διευθυντής της Αστυνομίας στην Κέρκυρα κυκλοφόρησαν ανακοίνωση εναντίον των Εβραίων, όταν τους έπαιρναν με το πλοίο για τα κρεματόρια!
Μαλιστα δε ο Δήμαρχος σε λόγο του για να εκδηλώσει τη χαρά του, που παίρνουν τους Εβραίους για να τους εξοντώσουν, είπε: «Οι μεγάλοι μας οι φίλοι οι Γερμανοί ξεκαθάρισαν το νησί μας από την εβραϊκή πλεμπάγια.» Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μαινόμενος όχλος χριστιανών λεηλάτησε τα σπίτια των Εβραίων.
Ο Δήμαρχος Κέρκυρας σε λόγο του για να εκδηλώσει τη χαρά του, που παίρνουν τους Εβραίους για να τους εξοντώσουν, είπε: «Οι μεγάλοι μας οι φίλοι οι Γερμανοί ξεκαθάρισαν το νησί μας από την εβραϊκή πλεμπάγια.» Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μαινόμενος όχλος χριστιανών λεηλάτησε τα σπίτια των Εβραίων.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΣΤΟ «ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ»
„Η Ζάκυνθος μετά την κατάρρευση του μακεδονικού μετώπου, καταλαμβάνεται όπως είναι γνωστό από Ιταλούς (01/-/05/41). Και με δεδομένο ότι η φασιστική τους Πατρίδα, παρά την εγκάρδια συμμαχία της με τους Γερμανούς δεν συμμερίζεται και τόσο την τους υστερία, οι Εβραίοι της Ζακύνθου χωρίς να αποβάλουν την αγωνία που μόνιμα αποτυπώνεται στο βλέμμα τους για το τι μέλει να ξημερώσει η „επιούσα“, λουφάρουν έξω από καμάρα (από Ντουρέικα ίσαμε Αϊ-Γιάννη στα Ξεροβούνια) εγκατεστημένοι εκεί από την εποχή των βομβαρδισμών του περασμένου φθινοπώρου. Και έδεκει παραμείνουν ως την κατάρρευση των Ιταλών (12/09/43)
„Κι ήλθε η στιγμή που οι Ναζί ζήτησαν και τους Εβραίους της Ζακύνθου για να τους μεταφέρουν στα στρατόπεδα της φρίκης, στους θαλάμους των αερίων και στους φούρνους των πτωμάτων του Άουσβιτς, του Νταχάου, της Τρεμπλίνκα, του Μπούχενβαλτ, του Μαουτχάουζεν, του Μάιντανεκ και του Οράνιενμπουργκ.
Στα γερμανοκρατούμενα μέρη της Ευρώπης τα 2/3 των Εβραίων, περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι, είχαν εξοντωθεί. Και από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα Εβραίοι σύρονταν σε εκείνες τις βιομηχανίες του εγκλήματος.
Στα τέλη της άνοιξης του 1944, τα «πλοία του θανάτου» των Ες-Ες έπλεαν στο ίόνιο. Στοίβαξαν στα αμπάρια τους 2.000 Εβραίους από την Κέρκυρα -από την οποία είχαν αποπεμφθεί κακήν κακώς-, άλλους 400 από την Κεφαλονιά και έβαλαν πλώρη για τη Ζάκυνθο. Αποστολή των Γερμανών ήταν να συγκεντρώσουν όλα τα μέλη της εκεί εβραϊκής κοινότητας, στη συνέχεια να τους αποβιβάσουν στην Πάτρα και να τους φορτώσουν σε τρένα, με προορισμό το ‚Αουσβιτς. Ένα πρωινό του τέλους του 1943, ο Γερμανός Φρούραρχος Behrens κάλεσε τον Δήμαρχο Λουκά Καρρέρ. Οπως ο ίδιος ο Καρρέρ ανέφερε σε συνέντευξη που του πήραν Έλληνες και Εβραίοι δημοσιογράφοι τον Νοέμβριο του 1978, βάζοντας το πιστόλι του στο στήθος του Δημάρχου αξίωσε να του παραδώσει κατάλογο των οικογενειών των Εβραίων της Ζακύνθου.
Προσπάθησε να εξηγήσει ο Δήμαρχος πως ήταν κι αυτοί δημότες του, που δεν διέφεραν από τους άλλους δημότες και δεν μπορούσε να τους ξεχωρίσει. Ο Φρούραρχος του φώναξε: „Αυτό απαιτώ κι αυτό θα κάνεις!“
Οι εβραϊκές οικογένειες διασκορπίστηκαν στο νησί, σε χωριά και αγροικίες, σε σπίτια Χριστιανών. Νύχτα και χωρίς να πάρει είδηση κανείς φυγαδεύτηκαν οι Εβραίοι από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους από τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Όπως είπε αργότερα ο Δήμαρχος: „Στην αμηχανία μου σκέφτηκα τον Δεσπότη. Τον γνώριζα για γενναίο και υπερπατριώτη τον Δεσπότη της Ζακύνθου, τον Χρυσόστομο Δημητρίου. Και κατέφυγα σ’εκείνον. Του τα εξιστόρησα με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Δεσπότης με θάρρος μου απαντά: „Δεν θα πας κανένα κατάλογο στους Γερμανούς. Θα αναλάβω εγώ!“
Μητροπολίτης και Δήμαρχος αναλαμβάνουν από κοινού μιαν επιχείρηση: Αφού είχαν στο μεταξύ ενημερώσει τον πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας, Μωυσή Γανή, οι εβραϊκές οικογένειες διασκορπίστηκαν στο νησί, σε χωριά και αγροικίες, σε σπίτια Χριστιανών. Νύχτα και χωρίς να πάρει είδηση κανείς φυγαδεύτηκαν οι Εβραίοι από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους από τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Οι Ζακυνθινοί με κίνδυνο της ζωής τους συμμετείχαν πρόθυμα. Κανείς δεν βρέθηκε να μιλήσει, να προδώσει την επιχείρηση στους Γερμανούς. Έμεινε μυστική!
Ο Μητροπολίτης επισκέπτεται πρώτα τον Φρούραρχο. Κάνει πως δεν ξέρει τίποτε. Ο Φρούραρχος του λέει για την επικείμενη σύλληψη των Εβραίων και για τη συζήτησή του με τον Δήμαρχο.
Ο Μητροπολίτης διαμαρτύρεται: «Όχι, αυτό το κακό δεν πρέπει να γίνει. Οι Εβραίοι της Ζακύνθου είναι υπήκοοι Έλληνες είναι καλοί, φιλήσυχοι, εργατικοί, είναι ένα μέρος του Ποιμνίου μου, είναι καθαρόαιμοι Ζακυνθινοί, δεν είναι επικίνδυνοι. Παρακαλώ να μην επεκτείνετε στη Ζάκυνθο το μέτρο. Θα είναι έγκλημα μεγάλο».
Ο Φρούραρχος λέει ότι κατανοεί, αλλά και πως υπάρχει διαταγή που δεν μπορεί να την παραβλέψει. Μητροπολίτης και Φρούραρχος συνεχίζουν τη συζήτηση σε ήπιο κλίμα και, τελικά, συμφωνούν να ζητηθεί η παρέμβαση του Στρατιωτικού Διοικητή ι.
Την άλλη μέρα ο Μητροπολίτης επισκέπτεται τον Στρατιωτικό Διοικητή. Μιλούν ο καθένας από τη δική του σκοπιά. Ο Στρατιωτικός Διοικητής έχει να εκτελέσει μια διαταγή «του Ανωτάτου Στρατηγείου του Άξονος». “Πώς να την παραβλέψω; Κινδυνεύω! λέει στον Μητροπολίτη.
Ο τελευταίος λέει πως καταλαβαίνει. Περνούν λίγες ημέρες. Και αυτό κάτι είναι. Στη νυχθημερόν προσπάθεια του να βρει λύση ο Μητροπολίτης σκέφτεται να καταφύγει στον ίδιο τον Χίτλερ! Κανείς δεν ξέρει αν ανακοίνωσε τη σκέψη του αυτή στον Δήμαρχο. Τότε είναι που τον ζητά πάλι ο Στρατιωτικός Διοικητής. Ξαναρχίζουν τις ίδιες συζητήσεις. Και σε μια αποστροφή τους ο Μητροπολίτης δίνει ένα χαρτί λέγοντας: „Πάρτε τον κατάλογο των οικογενειών των Εβραίων της Ζακύνθου“.
Ο Διοικητής παίρνει το χαρτί στα χέρια του και μένει εμβρόντητος. Ήταν γραμμένα στα γερμανικά και στα ελληνικά δύο ονόματα: «Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος» το ένα, και «Δήμαρχος Ζακυνθίων Λουκάς Καρρέρ» το άλλο και τίποτ‘ άλλο.
Ο Δεσπότης συνεχίζει: „Είμαι εις τας διαταγάς σας. Μπορείτε να συλλάβετε εμέ και αν αυτό δεν σας ικανοποιεί, τότε κοντά εις τας αθώας οικογένειας Εβραίων θα είμαι και εγώ και σας δηλώνω ότι θα τας ακολουθήσω στη δραματική των πορεία και μαζί με αυτός θα εισέλθω εις τους θαλάμους των αερίων και τα κρεματόρια“.
Ο Διοικητής τον κοίταζε άναυδος! Κλονίζεται και διαβεβαιώνει τον Μητροπολίτη ότι θα καταβάλει προσπάθεια „να γίνει εξαίρεσις για τους Εβραίους της Ζακύνθου“.
„Πάρτε τον κατάλογο των οικογενειών των Εβραίων της Ζακύνθου“. Ο Διοικητής παίρνει το χαρτί στα χέρια του και μένει εμβρόντητος. Ήταν γραμμένα στα γερμανικά και στα ελληνικά δύο ονόματα: «Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος» το ένα, και «Δήμαρχος Ζακυνθίων Λουκάς Καρρέρ» το άλλο και τίποτ‘ άλλο.
Επακολούθησε δραματική ανταλλαγή τηλεγραφημάτων του Διοικητή με το Ανώτατο Στρατηγείο του Άξονος. Στην κορύφωσή της ο Μητροπολίτης, κατά τον Διονύσιο Στραβόλεμο ζητά από τον Διοικητή να στείλει ένα δικό του μήνυμα στον ίδιο τον Χίτλερ!
Το εξής: „Κάποτε όταν ευρίσκεσθε εις το λυκαυγές της εξορμήσεώς σας, στα 1924, είχαμε συναντηθεί στο Μόναχο και είχαμε ανταλλάξει τις σκέψεις μας γύρω από το κίνημά σας, το εθνικοσοσιαλιστικό. […] Παρακαλώ να μη συλληφθούν οι Εβραίοι της Ζακύνθου και εγγυώμαι εγώ και ο Δήμαρχος ότι είναι ακίνδυνοι, θαυμαστές σας και φιλήσυχοι“.
Ο Διοικητής θεώρησε ότι όντως Μητροπολίτης και Χίτλερ γνωρίζονταν από φοιτητές και τη διαβίβασε. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν όντως ο Μητροπολίτης είχε συναντήσει στα φοιτητικά τους χρόνια τον Χίτλερ κατά τις σπουδές του εκεί ή απλώς μπλοφάριζε θεωρώντας πως ο Χίτλερ δεν θα θυμάται και θα κάνει ότι θυμάται.
Πάντως, αφού πέρασαν κάμποσες ημέρες κατά τις οποίες Μητροπολίτης και Δήμαρχος είχαν ως μυστικό σύνδεσμο τον μαθητή Γυμνασίου Χρήστο Κομνηνό, κάποια στιγμή, μετά από αγωνιώδη αναμονή, ήλθε η απάντηση από το «Ανώτατο Στρατηγείο του Άξονος» στην έκκληση του Μητροπολίτη.
Τον κάλεσε ο Στρατιωτικός Διοικητής και του την ανακοίνωσε. Ήταν κατά τον Διονύσιο Στραβόλεμο: „Να παραμείνουν οι Εβραίοι της Ζακύνθου υπό την προσωπική ευθύνη του Μητροπολίτου και του Δημάρχου“.
Και οι 275 ψυχές των Εβραίων εσώθησαν. Από τα 275 μέλη της Κοινότητας τα 70 περίπου είχαν παραμείνει στην πόλη, ενώ οι άλλοι ήδη είχαν καταφύγει στην προστασία των μονάδων της εναντίον των κατακτητών Αντίστασης. Το φαινόμενο ήταν μοναδικό στην Ευρώπη! Γιορτάστηκε στη Ζάκυνθο με σκηνές ευγνωμοσύνης των Εβραίων.
Το βιβλίο του Διονύση Βίτσου «Οι Ζακυνθινοί Εβραίοι (15ος αι. – 20ος αι.)» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περίπλους.
Ένας Ζακυνθινός στο Τελ Αβίβ
Το 2014, ο Ζακυνθινός Εβραίος Χαΐμ Κωνσταντίνι έδωσε μια συνέντευξη στην Καθημερινή με αφορμή την ταινία Life will smile. Ένα μικρό απόσπασμα:
― Πώς αποφασίσατε να φύγετε από τη Ζάκυνθο;
Το 1946, όταν η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ήταν στα σκαριά, ήρθαν άνθρωποι από εκεί. Μας έκαναν προπαγάνδα. «Τώρα που είδατε όσα έγιναν, εδώ θα μείνετε; Πώς ξέρετε ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί; Την επόμενη φορά ίσως δεν είστε τόσο τυχεροί», μας έλεγαν. Ο πατέρας μου τους πίστεψε. Μαζευτήκαμε όλη η οικογένεια και κουβεντιάσαμε για ώρες. Αποφασίσαμε να φύγουμε τα πέντε αδέλφια. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν ακόμα, γιατί η μητέρα μου ήταν έγκυος, στις μέρες της. Το πρωί που αποχαιρετήσαμε το Τζάντε γεννήθηκε ο έκτος αδελφός μου.
― Πώς ήταν η νέα σας ζωή;
Δύσκολη. Από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμα πατήσουμε το πόδι μας στο Ισραήλ. Μαζευτήκαμε στο Σούνιο 400 άνθρωποι -ήταν και από άλλα μέρη της Ελλάδας, όχι μόνο Ζακυνθινοί- και είδαμε ένα σαπιοκάραβο να μας περιμένει. «Μ’ αυτό θα πάμε;» ρωτήσαμε. «Οχι βέβαια», μας απάντησαν. «Το δικό σας πλοίο, το μεγάλο, είναι στα ανοιχτά και σας περιμένει». Μπλόφα ήταν, σαν αυτές που κάνουν στο πόκερ. Μ’ εκείνο το καρυδότσουφλο συνεχίσαμε. Σχεδόν τρεις εβδομάδες ταξίδι. Ακουμπούσαν τα χέρια μας στο νερό. Δεν έχεις ιδέα, κορίτσι μου, τι τραβήξαμε…
― Συνηθίσατε γρήγορα εκεί;
Εγώ ναι. Με πήγαν σε ένα κιμπούτς. Ολη μέρα δούλευα. Λεφτά δεν έπαιρνα. Μόνο ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Δεν με πείραζε. Αλλά υπήρχαν άλλοι που υπέφεραν. Ενας φίλος μου, ο Ροβέρτος, αυτοκτόνησε. Τόσο βαριά το είχε πάρει που έφυγε από την Ελλάδα. Λίγα χρόνια μετά, που ήρθαν και οι γονείς μου στο Τελ Αβίβ, ξανασμίξαμε όλη η οικογένεια και ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα.
― Τη γυναίκα σας πού τη γνωρίσατε;
Στον στρατό. Η Μίριαμ δούλευε στη βιβλιοθήκη, γιατί ήξερε γράμματα, κι εγώ ήμουν οδηγός. Εκανα μεγάλο αγώνα για να τη φέρω στα νερά μου.
― Σας έκανε τη δύσκολη;
Ηταν δύσκολη! Αλλά την έριξα, με ελληνικά τραγούδια. Της τραγουδούσα ζακυνθινές καντάδες.
(Tην συνέντευξη είχε πάρει η Τασούλα Επτακοίλη).
Text ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ