Ο Αριστοφάνης, ο πρώτος από τους κωμικούς ποιητές στην αρχαιότητα και πατέρας της αττικής κωμωδίας, που θεωρείται ο πιο μεγάλος αρχαίος θεατρικός συγγραφέας κωμωδιών, γεννήθηκε περί το 450 π.Χ. και πέθανε το 385 π.Χ. Από τότε μέχρι σήμερα, πέρα από τα έργα του, παραμένει αναλλοίωτη – και άλυτη – μια σπαζοκεφαλιά που είχε βάλει ο συγγραφέας προς τους θεατές του. Πρόκειται για έναν γλωσσοδέτη.
Ο Αριστοφάνης περιγράφει το γαστρονομικό προφίλ της αρχαιότητας με μια λέξη-γλωσσοδέτη, η οποία καταλαμβάνει επτά ολόκληρους στίχους/
Η σπαζοκεφαλιά βρίσκεται στην προτελευταία κωμωδία του, τις «Εκκλησιάζουσες». Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, οι γυναίκες, για να γλιτώσουν το Δήμο από την κακοδαιμονία στην οποία τον καταδίκασαν οι άνδρες, παίρνουν στα χέρια τους την εξουσία και επιβάλλουν το πρόγραμμά τους, την κοινοκτημοσύνη δηλαδή των αγαθών αλλά και των ερωτικών συντρόφων. Ο ποιητής με το έργο του αυτό σατιρίζει τις ρηξικέλευθες ιδέες που υποστηρίζουν ορισμένοι επιφανείς συμπολίτες του, «βγάζοντας τη γλώσσα», ασφαλώς, και στον Πλάτωνα που ήδη τις συζητά στον κύκλο του για να τις διατυπώσει στην «Πολιτεία» του λίγα χρόνια αργότερα.
Η κωμωδία τελειώνει με φαγοπότι, κοινό βεβαίως για όλους τους πολίτες, στο οποίο προσφέρονται λαχταριστές και ακριβές τροφές, τις οποίες ο Αριστοφάνης περιγράφει με μία μόνο λέξη, που όμως καταλαμβάνει επτά ολόκληρους στίχους:
«λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτεκεφαλιοκιγκλοπελειολαγωοσιραιοβαφητραγαλοπτερυγών».
Πρόκειται για ένα βασανιστικό γλωσσοδέτη ενώ είναι βέβαιο ότι και οι ηθοποιοί της αρχαιότητας θα δυσκολεύτηκαν να την αποστηθίσουν. Η ίδια λέξη, από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτέλεσε σωστή σπαζοκεφαλιά για πολλούς φιλέρευνους φιλολόγους αλλά και ελληνομαθείς γαστρονόμους.
Υπήρξαν πολλές διαφορετικές εκδοχές, γιατί για πολλά από τα υλικά οι μεταφραστικές προσεγγίσεις δεν ήταν ομόφωνες. Η άποψη που τελικά επικρατεί – μέχρι να αποδειχτεί 100%, κάτι που δεν είναι βέβαιο – στον κύκλο των ερευνητών είναι πως ο Αριστοφάνης συνταίριαξε σε μία λέξη 17 από τα πιο αγαπητά φαγώσιμα υλικά της εποχής του για δύο μάλλον λόγους: ήθελε προφανώς να διασκεδάσει τους θεατές με το στοιχείο της γαστριμαργικής υπερβολής, αλλά και να τους διαβεβαιώσει ταυτόχρονα πως στο κοινοβιακού τύπου συμπόσιο κανείς δεν θα έμενε παραπονεμένος.