Μία από τις εντυπωσιακότερες και μεθοδικότερες διαρρήξεις στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Ο δημοσιογραφικός χαρακτηρισμός «ριφιφί του αιώνα» αποδίδει πλήρως την πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη και δικαστικά θεωρείται παραγεγραμμένη.

Το πρωί της Δευτέρας 21 Δεκεμβρίου 1992 δεν ήταν μία συνηθισμένη για τους υπαλλήλους του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας Εργασίας, στην οδό Καλλιρρόης 19 στην Αθήνα. Έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι είχε παραβιαστεί το θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο, όπου βρίσκονταν οι θυρίδες πελατών της τράπεζας. 301 από τις 1.151 θυρίδες ήταν ανοιγμένες και το πολύτιμο περιεχόμενό τους είχε κάνει φτερά. Η αξία των κλοπιμαίων υπολογίστηκε ότι προσέγγιζε τα 5 δισεκατομμύρια δραχμές.

Η έκπληξη των αστυνομικών ήταν ακόμη μεγαλύτερη, όταν ανακάλυψαν ότι οι δράστες είχαν εισέλθει στην τράπεζα από ένα τούνελ που είχαν ανοίξει από την κοίτη του ποταμού Ιλισσού, που περνά κάτω από την οδό Καλλιρρόης.

Δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα» την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 1992 για το «ριφιφί του αιώνα»

Η σήραγγα είχε μήκος περί τα 25 μέτρα και ήταν αριστοτεχνικά κατασκευασμένη. Μάλιστα, κατά μήκος της διαδρομής της είχαν τοποθετήσει ράγες και με ένα βαγονέτο έβγαζαν τα μπάζα έξω. Είναι απορίας άξιο πώς μία τέτοια εργώδης δραστηριότητα δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής από κάποιον διερχόμενο, δεδομένου ότι η αστυνομία υπολόγισε ότι για να σκαφτεί το τούνελ χρειάστηκαν πάνω από 10 ημέρες έως και τρεις μήνες, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις.

Η δράση τους μέσα στην τράπεζα εντοπίστηκε το Σαββατοκύριακο 19 και 20 Δεκεμβρίου, όπου ανενόχλητοι διέρρηξαν τις θυρίδες που τους ενδιέφεραν χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Ο συναγερμός χτύπησε αρκετές φορές, αλλά οι αρμόδιοι το θεώρησαν ως βλάβη.

Οι έρευνες προχωρούσαν στα τυφλά, όταν την Κυριακή 12 Ιανουαρίου 1993 ανακαλύφτηκαν τυχαία σε ερημική τοποθεσία κοντά σε παραλία της Βραυρώνας άδειες κοσμηματοθήκες, ομόλογα, επιταγές και άλλα έγγραφα. Ήταν προφανώς άχρηστα για τους δράστες, αλλά χρήσιμα για τις αρχές, που ήλπιζαν ότι θα τους οδηγήσουν σε κάποιο αξιοποιήσιμο στοιχείο. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Οι αστυνομικοί θεώρησαν σχεδόν βέβαιο ότι οι δράστες διέφυγαν με τα κλοπιμαία στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας κάποιο ταχύπλοο σκάφος.

Τον Ιούνιο του 1994 η υπόθεση έλαβε νέα τροπή και αναπτέρωσε τις ελπίδες των αρχών για την εξιχνίασή της. Ένας κρατούμενος για απάτες στις φυλακές Κορυδαλλού, ο Σύρος Τζουμάκ Χαλίντ, προέβη σε αποκαλύψεις. Ισχυρίστηκε ότι πήρε μέρος στη μεγάλη κλοπή κι ενέπλεξε διευθυντικά στελέχη της τράπεζας και επιχειρηματίες, περί τα 17 άτομα.

Ο Τζουμάχ Χαλίντ υπέδειξε τους ενόχους, αλλά αποδείξεις δεν βρέθηκαν ποτέ.

Η δικαιοσύνη κινήθηκε ταχύτατα και τον Αύγουστο ο ανακριτής της υπόθεσης εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για τον υποδιευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας Εργασίας, Αναγνώστη Καλαφάτη, τους επιχειρηματίες Στέλιο Κολοβό, Διονύση Παπασταματάτο και Εμμανουήλ Σπανουδάκη και τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ Λάμπρο Κότσαλο, για τους οποίους προέκυψαν από τη δικαστική έρευνα ενδείξεις για ανάμιξή τους στην υπόθεση του ριφιφί. Ο Καλαφάτης και ο Παπασταματάτος προφυλακίστηκαν, ο Κότσαλος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ενώ οι άλλοι δύο δεν προσήλθαν να απολογηθούν.

Από τον Νοέμβριο, όμως, η υπόθεση ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του ANT1, ο Χαλίντ αναίρεσε τα όσα έχει καταθέσει για την υπόθεση και στις 25 Ιανουαρίου 1995 το επιβεβαίωσε και ενώπιον των δικαστικών αρχών. Λίγες ημέρες νωρίτερα οι Καλαφάτης και Παπασταματάτος είχαν αποφυλακιστεί, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συνελήφθη ο Κολοβός, ο οποίος είχε καταφύγει στο εξωτερικό για να συγκεντρώσει στοιχεία, όπως είπε, που θα αποκάλυπταν την αθωότητά του. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου η δικαστική αυλαία της υπόθεσης έπεσε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, σύμφωνα με το οποίο οι πέντε κατηγορούμενοι του ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας απαλλάχθηκαν των κατηγοριών.

Η μη εξιχνίαση της υπόθεσης έπλασε σενάρια για τους πιθανούς δράστες. Η σεναριολογία περιλάμβανε από ιταλούς και ρώσους μαφιόζους με έλληνες συνεργούς μέχρι μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως ο ΕΛΑ. Όσο για την τύχη της Τράπεζας Εργασίας, που είχε ιδρυθεί το 1975 από ομάδα κεφαλαιούχων με επικεφαλής τον τραπεζίτη Κωνσταντίνο Καψάσκη, το 2000 απορροφήθηκε από τη Eurobank.