«Έρχονται οι ξένοι», φωνάζανε με κατεβασμένα μούτρα κι ο μικρός δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι σημαίνει «ξένοι» και γιατί το λένε σαν να είναι κάτι κακό; Λογικά θα έχουν δίκιο. Λογικά πρέπει να φοβηθεί, μα φόβο δεν ένιωθε μα ανυπομονησία.

Σίγουρα θα είναι κακοί, γιατί όλοι οι μεγάλοι μοιάζουν τρομαγμένοι, μα εκείνος δεν ένιωθε μήτε τρόμο μήτε και τους περίμενε σαν τα χειρότερα μαντάτα, σαν τις κακές ειδήσεις που ακούγονταν στο χωριό πού και πού.

«Έρχονται οι ξένοι, προσέξτε μη μας κλέψουν», άκουγε κι έλεγε από μέσα του, βρε λες να με κλέψουν κι εμένα; Να μου πάρουν τη σοκολάτα από το χέρι; Να μην παίξουν με την μπάλα μου αλλά να την πάρουν μακριά μου; Μήπως θα μου κλέψουνε αυτό που πιο πολύ απ’ όλα αγαπώ, τη μαμά μου την ίδια; Δεν ήξερε πώς να νιώσει.

Έπρεπε να φοβηθεί, αυτό είναι σίγουρο μα αυτός ανυπομονησία ένιωθε. Ήθελε να δει πώς είναι αυτό το ξένο, το διαφορετικό, το αλλιώτικο.

«Έρχονται οι ξένοι, μην τολμήσει να τους βοηθήσει κανείς». Μα καλά, τόσο τρομακτικοί αυτοί οι ξένοι, από μένα θα ζητήσουν βοήθεια; Από τη μαμά μου τι να ζητήσουν; Άμα είναι κακοί και τρομεροί, θα κάτσουν να της ζητήσουν γεμιστά και πίτα μοσχομυριστή; Αυτά είναι τα καλύτερα που μπορούν να κλέψουν από τη μαμά μου. Από το δάσκαλό μου τι να κλέψουν; Τα γράμματα και τις προσθέσεις;

Αποκλείεται, είναι τρομακτικοί αυτοί, τι να τα θέλουν αυτά; Από το παπά μας τι να κλέψουν; Θα ζητήσουν μήπως συχώριο; Οι κακοί δεν ζητούν συχώριο, αποκλείεται.

Κι έτσι ο μικρός οπλίστηκε με δυο πέτρες στα χέρια και το πιο κακό του, στραβομουτσουνιασμένο βλέμμα και περίμενε. Περίμενε τους ξένους, τους κακούς που δεν πρέπει να τους βοηθήσει. Κι εκεί απέναντι, στο λιμανάκι είδε παιδιά στις αγκαλιές των μανάδων τους, είδε ανθρώπους να κολυμπούν μανιασμένα για να πατήσουν την αμμουδιά, είδε άντρες να φιλάνε τη Γη μόλις την πατούν. Αποκλείεται να είναι αυτοί οι ξένοι, σκέφτηκε. Ίσως έρθουν πιο μετά.

Κι άφησε κάτω τις πέτρες, φόρεσε το χαμόγελό του κι άρχισε να τρέχει, να πάει κοντά να ρωτήσει, να βοηθήσει, να δώσει λίγο νεράκι. Αυτοί εκεί ήταν σαν κι αυτόν.

Η μαμά με το παιδάκι της, ήταν σαν τη δική του μαμά και την αδερφή του. Ίσως να μην ήξερε να φτιάχνει γεμιστά μα σίγουρα το παιδί της το αγαπούσε πολύ. Κι αυτός ο κύριος του θύμιζε τον δάσκαλό του. Αποκλείεται να ήξερε ελληνικά, όμως μπορεί να δίδασκε μια άλλη γλώσσα και σίγουρα ήξερε προσθέσεις. Κι εκείνος εκεί ο κυριούλης θα μπορούσε να ζει σε μια εκκλησία. Θυμίζει τον παππούλη του χωριού.

Και σκέφτηκε να πάει σπίτι να πάρει κι άλλη σοκολάτα, να μοιράσει στους ανθρώπους. Φαίνεται πως πεινούσαν. Πήρε και δυο μπάλες μαζί γιατί ήθελε να παίξει με τα νέα παιδάκια. Είχαν άλλα χρώματα και γλώσσα όμως η μπάλα τους ενώνει όλους, σκέφτηκε. Έμεινε στο λιμανάκι ως αργά, κι όταν σκοτείνιασε γύρισε πίσω, εξουθενωμένος από το παιχνίδι και τις γνωριμίες.

-Πού ήσουν; Ρώτησε η μαμά, ανήσυχη.

-Άσε μαμά, όλη τη μέρα έπαιζα με συμμαθητές, με δασκάλους, παπάδες και μανάδες σαν κι εσένα αλλά έχω μια ερώτηση, πριν κοιμηθώ. Οι ξένοι πότε θα έρθουν;

*Το „Πού είναι οι ξένοι, μαμά;“ είναι ένα από τα 12 κείμενα που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό της ActionAid «Write for Inclusion» με θέμα την ένταξη προσφύγων και μεταναστών στην κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Text Ιωάννης Κυράπογλου
Πηγή news247.gr