Αν κάποιος του έλεγε πριν από 50 χρόνια, όταν ξεκινούσε το ταξίδι από την Ελλάδα για Αμερική με 200 δολάρια στην τσέπη, για να κυνηγήσει το όνειρό του, ότι μία μέρα θα δεχόταν βροχή προτάσεων για να πουλήσει το μαγαζί του, μάλλον θα τον κοιτούσε επιφυλακτικά. Ισως, μάλιστα, να γελούσε αν άκουγε ότι κόσμος από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη θα πήγαινε να φωτογραφηθεί μαζί του χάρη στην άρνησή του να το πράξει.
Ο 79χρονος Ηλίας Γριτσίπης με καταγωγή από την Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας είναι ένας από τους χιλιάδες Ελληνες που άλλαξαν ήπειρο, για να πολεμήσουν τη φτώχεια που υπήρχε στην οικογένειά τους. Πάτησε το πόδι του στην Αμερική το 1958 και επτά χρόνια αργότερα, σε ηλικία 25 ετών, έχοντας για μοναδικό κεφάλαιο τη σκληρή δουλειά ως λαντζέρης σε διάφορα εστιατόρια του Μανχάταν, ανέβασε ρολά στο πρώτο Diner, που έφερε το μικρό του όνομα.
Το ξεκίνημα
«Αφού πέρασα 4-5 χρόνια πλένοντας πιάτα, μάζεψα χρήματα και άνοιξα το πρώτο εστιατόριο. Ακολούθησαν το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, μέχρι που έφτασα να “μετράω” δέκα μαγαζιά. Στην αρχή κάθε μέρα δεχόμασταν επιθέσεις από συμμορίες. Τριάντα χρόνια είχαμε το ίδιο πρόβλημα, μέχρι που δημιούργησα μια ομάδα 17 ατόμων, τα οποία πλήρωνα από την τσέπη μου και πρόσεχαν τα μαγαζιά», αφηγείται ο κ. Γριτσίπης.
Τι είναι όμως το Diner; Σύμφωνα με την ιστορικό εστιατορίων και συγγραφέα Τζαν Γουίτακερ, στο τέλος του 19ου αιώνα τα Diners ήταν εστιατόρια που είχαν τη μορφή βαγονιών, με ελάχιστο χώρο στο εσωτερικό τους και οι πελάτες έτρωγαν όρθιοι. Αρχικά, τα έσυραν άλογα και τις πρώτες δεκαετίες άνοιγαν αποκλειστικά τη νύχτα. Οι διαχειριστές τους για να έχουν μεγαλύτερη πελατεία τα στάθμευαν συνήθως έξω από νυχτερινά κέντρα ή μπροστά από εργοστάσια, την ώρα που οι εργάτες άλλαζαν βάρδια.
Το εστιατόριο του κ. Γριτσίπη βρίσκεται κοντά στην πιο διάσημη πλατεία του κόσμου, την Times Square, ανάμεσα σε γυάλινα μεγαθήρια.
Οπως εξηγεί στην «Κ» η κ. Γουίτακερ, «οι Ελληνες μετανάστες μπήκαν στην επιχείρηση των Diners κυρίως τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Ωστόσο, πλέον, η φιλοσοφία είχε αλλάξει. Λειτουργούσαν 24 ώρες, επτά ημέρες την εβδομάδα, και σέρβιραν πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Κοινά χαρακτηριστικά τους ήταν επίσης η ρετρό διακόσμηση, τα διαχωριστικά ανάμεσα στα τραπέζια, τα πλαστικά μενού αλλά και οι μέτριες ώς χαμηλές τιμές».
Ο κ. Τριαντάφυλλος Παπαϊωάννου αφηγείται στην «Κ» την προσωπική του ιστορία: «Πρώτη στην Αμερική είχε έρθει η μητέρα μου το 1962 και έμενε με τη γιαγιά και τον παππού στο Νιου Τζέρσεϊ. Είχαν παντρευτεί με τον πατέρα μου στην Ελλάδα, αλλά εκείνος ήρθε τρία χρόνια μετά και είδε για πρώτη φορά τον αδελφό μου όταν ήταν νήπιο. Στην αρχή δούλευε 12ωρα ακόμη και 20ωρα σε άλλα εστιατόρια, μέχρι τη στιγμή που έβγαλε τα χρήματα και αγόρασε το δικό του. Κατέληξε να αποκτήσει τρία μαγαζιά με το τελευταίο, που παραμένει μέχρι σήμερα ανοιχτό, να χτίζεται το 1996», αφηγείται στην «Κ».
«Υπήρχαν πολλοί Ελληνες που έρχονταν, ο ελληνισμός ήταν τότε η αφρόκρεμα. Αυτός που ήθελε να δουλέψει φτιαχνόταν, άλλωστε αν δεν μπορούσε να φτιαχτεί στην Αμερική δεν θα το πετύχαινε σε κανένα μέρος του κόσμου. Η Αμερική έχει ακόμη και σήμερα πλούτο κρυμμένο, αρκεί να ψάξεις να τον βρεις», συμπληρώνει ο κ. Γριτσίπης.
Η διαχείριση των δέκα εστιατορίων έφερε και πολλές ευθύνες και στο πέρασμα των χρόνων ο κ. Γριτσίπης τα πούλησε όλα, με εξαίρεση αυτό που βρίσκεται σήμερα κοντά στην πιο διάσημη πλατεία του κόσμου την Times Square, ανάμεσα σε γυάλινα υπερσύγχρονα μεγαθήρια.
«Τα πούλησα γιατί είχα κουραστεί. Κάθε μέρα καθόμουν μέχρι τις τέσσερις το πρωί, είχα πολύ προσωπικό και για να τους διευθύνεις είναι πολλά τα προβλήματα», λέει στην «Κ».
Οι προτάσεις εξαγοράς
Καθημερινά δέχεται προτάσεις εξαγοράς και για το τελευταίο εστιατόριο. Πριν από κάποια χρόνια έφτασε πολύ κοντά στο να το πουλήσει, αλλά τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη, καθώς το θέμα «σκόνταψε» στην πληρωμή των εταιρικών φόρων.
«Μου έδιναν 20 εκατομμύρια, ωστόσο έπρεπε να πληρωθούν και εταιρικοί φόροι ύψους 500.000 δολαρίων. Οταν καθίσαμε στο τραπέζι και ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε, ο δικηγόρος της άλλης πλευράς πρότεινε να γίνουν ξεχωριστά συμβόλαια έπειτα από δύο μέρες. Τους λέω “τώρα ή ποτέ” και έβαλα το παλτό μου και αποχώρησα. Μέχρι να φτάσω με τα πόδια στο εστιατόριο με περίμεναν απέξω με μια λιμουζίνα για να πάω πίσω να υπογράψω και τους είπα ότι “είχα αλλάξει γνώμη”».
Ο Ηλίας Γριτσίπης, από την Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας, τότε και τώρα. Πήγε στην Αμερική το 1958 σε ηλικία 18 ετών.
Αν και η αξία του εστιατορίου έχει ανεβεί πλέον κατακόρυφα, ο κ. Γριτσίπης αρνείται να υποκύψει στις πιέσεις.
«Η κόρη μου δουλεύει σε ένα μεγάλο μεσιτικό γραφείο και μου λέει ούτε καν να το βγάλεις από τα χέρια σου, γιατί σε 8-9 χρόνια θα φτάσει η αξία του τα 75 εκατομμύρια», δηλώνει.
Αυτό πάντως δεν σημαίνει και ότι η κατάσταση στον κλάδο είναι ακμαία. Γι’ αυτό έχουν μπει τα τελευταία χρόνια πολλά λουκέτα. Σύμφωνα με τον διευθυντή του προγράμματος ελληνοαμερικανικών σπουδών του Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Κολεγίου του Κουίνς κ. Νταν Γεωργακά, «η απότομη πτώση της παραδοσιακής εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των φτηνών αλυσίδων φαστ φουντ, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αλλαγή του σκηνικού».
Οι «χρυσές εποχές» έχουν περάσει
«Τη δεκαετία του ’60 συναντούσες κι από ένα Diner σχεδόν σε κάθε γωνία. Σήμερα απομένουν μερικές εκατοντάδες και στους πέντε δήμους της Νέας Υόρκης, πολλά εκ των οποίων διατηρούν ακόμη το παραδοσιακό ύφος τους», προσθέτει.
Η εκτόξευση των ενοικίων, ειδικά στο Μανχάταν, σε συνδυασμό με την αύξηση του ημερομισθίου, είναι από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιοκτήτες.
«Πριν από δέκα χρόνια κάναμε τη μισή δουλειά για τα ίδια χρήματα που κάνουμε τώρα. Επίσης, οι μισθοί πριν από πέντε χρόνια ήταν οκτώ δολάρια την ώρα, τώρα είναι 15 δολάρια την ώρα και έχουν ανεβεί όλα τα έξοδα, όλα τα φαγητά, όλοι οι φόροι, όλες οι ασφάλειες», δηλώνει στην «Κ» ο κ. Τριαντάφυλλος Παπαϊωάννου.
Σε αυτά τα προβλήματα έρχεται να προστεθεί και η έλλειψη χεριών. «Δεν μπορείς εύκολα να βρεις καλό εργάτη. Παλιά έβαζα στην εφημερίδα αγγελία να πάρω σερβιτόρα και σε μία ώρα έκανα συνέντευξη σε 68 γυναίκες. Τώρα, πριν πάω στην Ελλάδα, έβαλα αγγελία και δεν ήρθε ούτε μία. Ολοι οι υπάλληλοι σήμερα είναι από Μεξικό και Εκουαδόρ γιατί δεν υπάρχουν Ελληνες που να κάνουν αυτή τη δουλειά. Οι Μεξικανοί είναι σαν τους Ελληνες του ’70-’80, είναι καλά παιδιά, πολύ εργατικοί και φιλότιμοι», εξηγεί ο κ. Γριτσίπης.
Για τον κ. Παπαϊωάννου, που βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά από οκτώ χρόνων, το μέλλον δεν φαντάζει και τόσο αισιόδοξο.
«Λίγοι θα μείνουν»
«Οποιος έχει μαγαζί ή το οικόπεδο ή δεν πληρώνει υψηλό ενοίκιο μπορεί να επιζήσει και να κάνει λεφτά. Αλλά νομίζω ότι πολύ λίγοι θα μείνουν», δηλώνει.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν θα ήθελε τα παιδιά του να ακολουθήσουν το επάγγελμα.
«Για τα παιδιά μου θέλω να σπουδάσουν και να μην μπουν σε αυτές τις δουλειές, γιατί έχω ζήσει καλά, αλλά έχω δουλέψει και πολύ σκληρά. Οταν έχεις Diner δεν υπάρχουν Σαββατοκύριακα. Δεν πρόκειται για ένα απλό μαγαζί που το ανοίγεις το πρωί και το κλείνεις το βράδυ. Τις καθημερινές σερβίρουμε 1.000 άτομα την ημέρα και το Σαββατοκύριακο αρκετά παραπάνω και… δεν ξέρω πόσο ακόμη θα αντέξω».
Text Θεοδώρα Βασιλοπούλου
Πηγή kathimerini.gr