Σαν σήμερα πριν 18 χρόνια, „έφυγε“ από τη ζωή ο τραγουδιστής στον οποίο ακούμπησε η Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Η φωνή που γεννήθηκε μέσα στα σπλάχνα της ελληνικής γης.

Ο Άκης Πάνου για τον Στέλιο Καζαντζίδη: Όλους τους τραγουδιστές να βάλεις σε ένα καζάνι, μισό Καζαντζίδη δεν κάνουνε. Ο Άκης Πάνου ήξερε πολύ καλά τι έλεγε και η φράση αυτή είναι αξίωμα για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Κανείς, μα κανείς, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση του, διότι πολύ απλά δεν υπήρξε -και ούτε πρόκειται να υπάρξει- άλλη τέτοια φωνή. Ο Καζαντζίδης δεν ήταν ένας ακόμη καλός τραγουδιστής. Μην τον βάζετε στην ίδια μοίρα με τους υπόλοιπους. Η φωνή του αντηχεί στο πέρασμα του χρόνου, άυλη, μα γερή όσο το ατσάλι. Ανθεκτική και γέφυρα που καταργεί την “τυραννία” του χρόνου. Ο Καζαντζίδης ήταν εκεί! Υπήρξε και υπάρχει και αυτό είναι το μεγαλείο του. Η φωνή του έγινε δεύτερο “εγώ”, έγινε περσόνα και ο ίδιος σύμβολο και πίστη αμετακίνητη. Σαν εκ Θεού εντολή που πολύ απλά λέει ακούστε… Αν ακούσεις τη φωνή του Καζαντζίδη θα πιστέψεις ότι υπάρχει δυνατότητα να σωθεί ο καημός, ο αναστεναγμός, η ελπίδα, ο αγώνας, ο έρωτας, η αγάπη, η ποίηση, η λεβεντιά… Κι αν δεν πιστέψεις, υπάρχει ο Άκης Πάνου, ο προφήτης και απόστολος του λαϊκού τραγουδιού. Το θαύμα ήταν εκεί, στη φωνή του Καζαντζίδη κι αυτός κατάλαβε τη μοναδικότητα του ευλογημένου φορέα της. Αντιλαλούνε τα βουνά και ο ουρανός… χαμογελά σαν τον ακούει, κλαίνε της γης τα πρόσωπα και η θάλασσα ανταριάζει κι όταν ο χρόνος περνά, ο ήχος ταξιδεύει, μας ταξιδεύει για πάντα. Αν σημασία έχει το ταξίδι, τότε το μέσο είναι η φωνή, η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.

Η μοναξιά του Έλληνα βρήκε στήριγμα

Ο Καζαντζίδης είναι Θεός, βασιλιάς, Πρόεδρος της Δημοκρατίας! Είναι αρχή, μέση, φινάλε, όλο μας το είναι. Αξία διαχρονική, αξία και σταθερά όλων των ηλικιών. Κι ας μην έχουν ακούσει το όνομα του οι πιτσιρικάδες, αυτό έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του γενετικού κώδικα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η κουλτούρα και οι αγωνίες περασμένων εποχών έμειναν αναλλοίωτες χάρης στη φωνή του. Τα βασανιστικά “γιατί” και τα καταπιεστικά “πρέπει” στα χρόνια που η Ελλάδα έψαχνε την περπατησιά της, προστατεύθηκαν, ενισχύθηκαν από τη φωνή του. Η νεότερη Ελλάδα δεν πρόλαβε να βρει τον δρόμο, τον δημιουργούσε βίαια και πονούσε, μάτωνε, ακύρωνε ελπίδες, έχανε κόσμο. Όταν τα όπλα σίγησαν και το αίμα σταμάτησε, η φτώχεια έμεινε μόνη της και η ελπίδα είχε παρέα την απελπισία. Το βλέμμα όμως ταξίδευε εκτός Ελλάδας και δεν επέστρεφε. Παραμονή στην Ελλάδα τότε σήμαινε ζωή στη σκιά, ζωή με μέλλον δίχως φως. Η μοναξιά του Έλληνα βρήκε στήριγμα στον Καζαντζίδη και άντεξε. Όσοι ταξίδεψαν, έκλεισαν στις αποσκευές τους και κάτι από Ελλάδα, κάτι από την επιμονή και την αντοχή της. Αλλά και όσοι έμειναν πίσω ήξεραν ότι δεν είναι μόνοι. Ναι, ο Καζαντζίδης ήταν αυτός που στάθηκε δίπλα σε όσους είχαν ανάγκη να ξεχαστούν, να αποδράσουν -έστω για λίγο- από τον ζόφο και την απελπισία. Η φωνή του έγινε το απαραίτητο μελόδραμα της κοινωνίας, το λυτρωτικό κλάμα και το αναγκαίο ξέσπασμα. Για τους επικριτές του αυτό θεωρείται γραφικό, κακόγουστο, υπερβολικό συναισθηματικά… Ε, και; Η ελληνική κοινωνία προχώρησε και με τον Καζαντζίδη και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Όλα όμως είναι στη φωνή, εκεί τα πάντα, η αρχή, η μέση, το φινάλε;

Το τραγούδι ήταν πάντα στη ζωή του

Νερό στην Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια και τραγούδι στο εργοστάσιο!

Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα στον Πόντο και η μητέρα του Γεσθημάνη από την Αλάγια της Κιλικίας. Γνωρίστηκαν στα Πετράλωνα και παντρεύτηκαν το 1923. Ο πατέρας του διώχθηκε από τους συνεργάτες των ναζί, καθώς είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και πέθανε το 1946. Η απώλεια του πατέρα αναγκάζει τον Στέλιο να δουλέψει. Να δουλέψει για να ζήσει και να βοηθήσει την οικογένεια του. Έκανε διάφορες δουλειές: πουλούσε νερό με στάμνα στην οδό Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια, κ.α. Δεν γλίτωνε τη σύλληψη από τους αστυνομικούς, μια και απαγορευόταν να πουλάς τσιγάρα λόγω προστασίας των περιπτέρων. Τον μετέφεραν στον τμήμα όπου και του γίνονταν συστάσεις. Πούλησε κάστανα, εργάστηκε σε κλωστήρια, υφαντουργεία, εργοστάσια…

Το τραγούδι ήταν πάντα στη ζωή του. Ο ίδιος θυμάται “στο εργοστάσιο της Λανατέξ, κατά τη διάρκεια της εργασίας, όταν έπιανα κάποιο σκοπό οι εργάτες σταμάταγαν τη δουλειά και με χάζευαν. Μάλιστα ο εργοστασιάρχης μου είχε χαρίσει κιθάρα και σιγά σιγά άρχισα να τη γρατζουνάω”. Τον ακούει, τότε, ο γείτονας του Μάνθος Βενέτης και του προτείνει να μπει στο συγκρότημα που έφτιαχνε. Ξεκινά από ταβέρνες, τα σαββατοκύριακα, έτσι για το χαρτζιλίκι. Ο συνθέτης και μαέστρος της “Κολούμπια” Στέλιος Χρυσίνης θα τον διδάξει τα μυστικά του τραγουδιού. Σε αυτόν τον πήγε ο στιχουργός Μπάμπης Βασιλειάδης. Παρ’ όλα αυτά, αιτία για να αγαπήσει το τραγούδι ήταν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης.

Το 1952 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι

Η Μαρινέλλα, οι μεγάλοι συνθέτες και η εξομολόγηση του Άκη Πάνου

Το 1952 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι με τίτλο “Για μπάνιο πάω” του Απόστολου Καλδάρα. Αποτυχία. Δεν ταίριαζε στο ύφος του. Ο Καζαντζίδης όμως δεν χάνεται. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου τον ακούει και του δίνει δεύτερη ευκαιρία. Το 1956 διαλύεται ο αρραβώνας του με την Καίτη Γκρέυ. Ένα χρόνο μετά, με τον φίλο του Στέλιο Ζαφειρίου (έπαιζε μπουζούκι) πάει στο νυχτερινό κέντρο “Πανόραμα”. Εκεί θα γνωρίσει μια κοπέλα, την Κική Παπαδοπούλου. Ο Τόλης Χάρμας, δούλευε με τον Καζαντζίδη, θα της δώσει νέο όνομα: Μαρινέλλα. Με το πρώτο τους τραγούδι, “Η αγάπη σου είμαι εγώ”, θα αναδειχθούν σε ένα από τα καλύτερα ντουέτα του ελληνικού τραγουδιού. Το διάστημα ’60-’70 ερμηνεύει τραγούδια όλων των μεγάλων συνθετών: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λεοντή, Μαρκόπουλο, Λοϊζο, Ξαρχάκο, κ.α.

Με τη Μαρινέλλα παντρεύεται το 1964, αλλά μετά από λίγο χωρίζει. Το 1965, έπειτα από περιστατικό που έθεσε σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα, αποχωρεί από τα νυχτερινά κέντρα. Μένει ενεργός μέσω της δισκογραφίας. Τη δεκαετία του ’70 κυκλοφόρησαν δύο δίσκοι που μνημονεύονται μέχρι σήμερα. Ο πρώτος είχε τίτλο “Στέλιος Καζαντζίδης Νο 3” και ο δεύτερος “Η ζωή μου όλη”. Με τον πρώτο πολλοί νέοι ακροατές ήρθαν σε επαφή με το παλαιότερο ρεπερτόριο του, ενώ ο δεύτερος σημαδεύτηκε από τα τραγούδια (έξι) του Άκη Πάνου. Ο μεγάλος στιχουργός/συνθέτης, τον Μάιο του 1998, αφηγείται στον Γιώργο Τσάμπρα, για το περιοδικό “Δίφωνο”, τα εξής για τον Στέλιο Καζαντζίδη:

Είναι η εποχή που εγώ δουλεύω στο Αιγάλεω με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. Ενα βράδυ πάμε μαζί με το Νίκο Μουρκάκο στο “Αστέρα”. Εκεί πραγματικά ψωνίζομαι με τον Καζαντζίδη. Είναι με την Γκρέϋ, τον Τσιμπίδη και τον Γιαννάκη τον Αγγέλου μπουζούκια. Λέει το τραγούδι του Καλδάρα “μα κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου/σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου” και κάποιος έχει πάρει ένα ποτήρι, το‘ χει σπάσει, το χει καρφώσει στο κούτελο του και να τρέχουνε τα αίματα… Λέω του Μουρκάκου: “αν φύγει τώρα αυτός και πάει στο Σύνταγμα τραγουδώντας, με τον κόσμο που θα μαζέψει πίσω του δεν κάνει επανάσταση;” Από τότε παρακολουθούσα τον Καζαντζίδη. Είχα όλα τα τραγούδια του στη δισκοθήκη μου. Στο τέλος έφτασε να κυριαρχεί στ‘ αυτιά μου αποκλειστικά και μόνο η φωνή του -από κει και πέρα δεν άκουγα τίποτ‘ άλλο… Σταμάτησα ν‘ ακούω…”

Ο δίσκος-μύθος

“Υπάρχω”

Λίγο μετά την πτώση της χούντας συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στα τραγούδια του κύκλου “Στην Ανατολή”, δίσκος με τραγούδια αφιερωμένα στη λαϊκή αντιστασιακή εποποιία των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας στη διάρκεια της κατοχής. Δυστυχώς, εμπορικά δεν πήγε καλά. Το 1975 ηχογραφεί τον δίσκο “Υπάρχω”. Το ομώνυμο τραγούδι (αλλά και το άλμπουμ) θα κερδίσει τον χρόνο και θα ξεφύγει από τα στενά όρια της αγοράς. Θα γίνει εξομολόγηση και αυτοβιογραφία, από καρδιάς. Η δουλειά αυτή ενώνει το “πριν” και το “μετά” στη ζωή και στην καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη. Εδώ κάνει κάτι πρωτοποριακό: απευθύνεται στο κοινό με προσωπικό μήνυμα στην εισαγωγή του δίσκου! Δεν αρκείται στα τραγούδια-διαμάντια, στους στίχους του Πυθαγόρα και τη μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου. Νιώθει την ανάγκη να μιλήσει στους ακροατές, αισθάνεται ότι έχει έρθει η ώρα να κάνει τον απολογισμό του, να ευχαριστήσει τον λαό για την ανταπόκριση και την αποδοχή.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά γιατί υπάρχει αυτό το σημείωμα και γιατί πρέπει περάσει στον κόσμο με αυτόν τον τρόπο. Ίσως, με τον τρόπο του, θέλει να πλησιάσει και να απαντήσει, έμμεσα, το βασανιστικό ερώτημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Καζαντζίδης κινητοποιείται από και για το κοινό. Αυτό είναι που τον στηρίζει και σε αυτό απευθύνεται. Ξέρει τον ρόλο και την ευθύνη του, αφού για τους Έλληνες εκείνης της περιόδου, η φωνή του ήταν μέρος να ξαποστάσουν οι ανησυχίες, οι έγνοιες, οι καημοί, τα πάθη, ο πόνος της ξενιτιάς και της νοσταλγίας, τα προβλήματα της εργατιάς. Συνεπώς, η δημιουργία για τον Καζαντζίδη “ακουμπά” στον πυρήνα της δημιουργίας-λειτουργίας της Δημοκρατίας: από τον λαό, για τον λαό. Σε αυτή την κίνηση συνέβαλαν κατά πάσα πιθανότητα και η απόφαση του να απέχει από τα νυχτερινά κέντρα, η κόντρα του με τις δισκογραφικές, ο χωρισμός του με τη Μαρινέλλα, η δικτατορία. Ιδού τι έλεγε (και τι λέει) στην εισαγωγή του δίσκου “Υπάρχω”:

Φίλοι μου, ο δίσκος που ακούτε αυτή τη στιγμή έχει τίτλο Υπάρχω και γράφτηκε με τη συνεργασία του Πυθαγόρα και του Χρήστου του Νικολόπουλου. Ο τίτλος είναι συμβολικός και αφορά εσάς και εμένα. Υπάρχω σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος, απ‘ τον καιρό που εσείς, οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι μου, με αγαπήσατε και με κάνατε δικό σας. Υπάρχω εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματα σας, την πίκρα της ξενιτιάς, τον μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού. Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω. Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω. Σας ευχαριστώ.

Η κορυφή και η δισκογραφική απουσία

Η αιώνια επιστροφή μας

Ο Καζαντζίδης με το “Υπάρχω” φτάνει στην κορυφή του. Απομονώνεται και τα επόμενα 12 χρόνια απουσιάζει δισκογραφικά. Προφανώς δεν έχει κάτι να πει, όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει. Η δεκαετία του ’80 αν και φέρνει περισσότερο κόσμο στο λαϊκό τραγούδι -μέσα από τη βελτίωση του βιοτικού επίπεδου και την πιο εύκολη πρόσβαση σε αυτό- εντούτοις το καταναλώνει και πιο γρήγορα, πιο άσχημα. Η ανάγκη για εκτόνωση και διασκέδαση, υποχωρεί μπροστά στη ανάγκη της επίδειξης και της ικανοποίησης της ματαιοδοξίας μας. Η υπερβολή ορίζει το μέτρο και η κακογουστιά την αισθητική. Ο πελάτης του νυχτερινού κέντρου δεν θέλει πια να ακούει μόνο, θέλει περισσότερα. Η ανάγκη της διασκέδασης ανάγεται πια σε τελετουργικό που δεν μπορεί να μην έχει θέση γι‘ αυτόν. Ο χώρος διασκέδασης, το “μπουζουξίδικο”, μετατρέπεται σε σκηνικό ιδιότυπης, φτηνής, performance. Το μουσικό κομμάτι στριμώχνεται ανάμεσα σε νοθευμένα ποτά, καπνούς, λαμέ πουκάμισα, βαρύ μακιγιάζ και παραληρηματική συμπεριφορά. Ο τραγουδιστής απλά υπάρχει στον χώρο για να διεκπεραιώνει και να συνοδεύει τα κέφια του πελάτη. Η ύπαρξη του εξαντλείται στη μαρκίζα και στο νυχτοκάματο. Σ‘ αυτό περιβάλλον θα ήταν αδύνατο να χαραμίσει τη φωνή του ο Καζαντζίδης. Εκτός αυτού, η εποχή φαίνεται να βάζει στην άκρη απωθημένα, οδυνηρούς συμβιβασμούς και ήττες. Η ώρα της δίκαιης ξεκούρασης ταυτίζεται με την ασυδοσία και την αποχαύνωση της ευδαιμονίας που παίρνει περισσότερα και δίνει λιγότερα σε χρυσό περιτύλιγμα. Σοφά, λοιπόν, θα πράξει ο λαϊκός βάρδος και θα μείνει άκρη και όταν έρθει η ώρα διακριτικά θα πάρει πάλι τον χώρο που του αξίζει. Αυτό γίνεται το 1987 με τον δίσκο “Ο δρόμος της επιστροφής”. Ακολουθούν κι άλλοι, το κενό που δημιουργήθηκε μετά το 1975 έχει καλυφθεί και η αδιατάρακτη σχέση με το κοινό αποκτά ρίζες βαθιές, παντοτινές. Όλοι ξέρουν ότι αυτός είναι ο τραγουδιστής του 20ου αιώνα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Κι αν ξενίζει το ύφος και το περιεχόμενο των τραγουδιών στη νεότερη γενιά, υποτάσσεται στο μέταλλο της φωνής, στην έκταση της και στο προνόμιο της να είναι κομμάτι της ζωής μας. Πώς αλλιώς, όταν οι πρόσφυγες και μετανάστες Έλληνες ακούμπησαν (και) στη φωνή του Στέλιου. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό, όπως και τη δύναμη της φωνής του που έγινε μέτρο σύγκρισης, αχανής επικράτεια για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. “Λαρύγγι σμιλεμένο μέσα στα σπάραχνα της γης” όπως έγραψε στην ποιητική σύνθεση “Ένα ζεϊμπέκικο για τον Στέλιο” ο Θωμάς Κοροβίνης. Γι‘ αυτό ο Καζαντζίδης είναι ο “Στέλιος”, ο “Στελάρας”, ο αναστεναγμός, ο σύντροφος, ο δρόμος και η αιώνια επιστροφή μας, το τάμα μας και τα μαλαματένια λόγια μας. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι η ζωής μας όλη!

Text Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Πηγή gazzetta.gr