«Εγώ είμαι Έλληνας»
«Αυτές οι τρεις λέξεις ήταν αφορμή να πάνε στράφι τα νιάτα μου» μας διηγείται ο κύριος Χρήστος Ελευθέριος Φωτίου που γεννήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο.

Αλβανοί συμφοιτητές στην Τσεχοσλοβακία το 1956 ρώτησαν τον μεγάλο του αδερφό, τον Βασίλη:
Πώς μπορείς και τα καταλαβαίνεις τόσο καλά τα μαθήματα;» (Διδάσκονταν στα τσεχικά και ως γνωστόν σε οποιαδήποτε γλώσσα ανά τον κόσμο διδάσκεται επιστήμη, η ορολογία είναι σχεδόν ελληνική και έσω αυτός Έλλην τα καταλάβαινε)
Αθωότατα τους είπε: – «Γιατί είμαι Έλληνας». 

Αυτά τα λόγια οι Αλβανοί φοιτητές τα μετέφεραν στην Αλβανική Πρεσβεία. Συντάχθηκε κείμενο απ‘ τη γραμματεία της Πρεσβείας, με αποτέλεσμα να του κόψουν την υποτροφία. Το 1959 με την κατηγορία: «Σκέφτονταν να δραπετεύσει στην Ελλάδα» τον τιμώρησαν 15 χρόνια φυλακή. Από τότε ο κύριος Λευτέρης – Χρήστος Φωτίου, σε ηλικία 10 χρονών, απέκτησε «Κακιά βιογραφία». «Ka vellan ne burg» = «Έχει τον αδερφό φυλακή»

Αυτή ήταν η αρχή της κατηφόρας της ζωής του, που άρχισε στην Βόρειο Ήπειρο, στην Δρόπολη, στο χωριό Τεριαχάτι, σε ένα σπίτι παλιό στο οποίο ζούσαν άλλα 9 μέλη της οικογένειας μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Το 1968 τελείωσε το λύκειο, αμέσως υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία και το 1970 διορίστηκε δάσκαλος στην επαρχία του Τεπελενίου σε αλβανικά σχολεία και παράλληλα με την εργασία σπούδαζε να πάρει το πτυχίο του «Δάσκαλος Μαθηματικών- Φυσικής». Τελείωσε τις σπουδές τον Αύγουστο του 1976. Συνέχιζε κανονικά αυτή την δουλειά έως το 1977 που με την κατηγορία της «Διαφώτισης Προπαγάνδας» συνελήφθην ο πατέρας του (τρεις μήνες μετά το γάμο του με κόρη κομμουνιστή). Απρίλιο του ’77.

Και ο πατέρας τα ίδια είπε: -«Είμαι Έλληνας και οι Έλληνες είναι λεβέντες» και άλλα διάφορα υπέρ Ελλάδος. Είπε σε έναν χωριανό (ο Λευτέρης του έλεγε -«Μη κάνεις παρέα με αυτόν τον άνθρωπο», μα δεν τον άκουγε…) ο οποίος τον κατήγγειλε, κι αυτή ήταν η βαρύτερη κατηγορία που λόγω αυτής ο δικαστής εφέτης, πρώην μαθητής του πατέρα του, δεν μπόρεσε να του κατεβάσει την ποινή ούτε μια μέρα κάτω των 10 χρόνων που τον τιμώρησαν: 
– «Γιατί να μη έχουμε κι εμείς, όπως οι Κοσοβάροι στην Γιουγκοσλαβία, την ελληνική σημαία υψωμένη δίπλα στην αλβανική;».

Απ‘ εκεί και πέρα αρχίζει ο Γολγοθάς του κύριου Λευτέρη – Χρήστου. Η πρώτη αντίδραση, καθώς ήταν φυσικό, ήταν από την οικογένεια κομμουνιστών της συζύγου.
Θα τον χωρίσεις», της είπανε.
Είμαι έγκυος», τους είπε.
Και έτσι δεν χάλασε ο γάμος… 

Οι δυο τους θα περπατούσαν στο δύσκολο δρόμο προς τον Γολγοθά τους, σέρνοντας τον βαρύ σταυρό της απαξίωσης, του διασυρμού και της εχθρότητας.

Το Ιούνιο (δυο μήνες αργότερα απ‘ την σύλληψη του πατέρα του), με διαταγή της sigurimi= ασφάλειας, του απαγόρεψαν να δώσει εξετάσεις για την Κρατική Εξέταση, μετά την οποία θα έπαιρνε το πτυχίο. Τον Αύγουστο του 1977 τον καθαίρεσαν από δάσκαλο και για 14 χρόνια ώσπου γκρεμοτσακίστηκε το Κομμουνιστικό Καθεστώς, ήταν αναγκασμένος να δουλέψει εργάτης στον κάμπο, βοδιαμαξάς, βοθροκαθαριστής κ.τ.λ. Όλοι τον έβλεπαν σαν „λεπρό“.

Στενός φίλος, δάσκαλος, κομμουνιστής με τον οποίο έζησαν σ‘ ένα δωμάτιο δυο χρόνια, του είχε γράψει το ακόλουθο ποίημα: 
Ne dhomen tone kam nje njeri, 
piktor, muzikan, dhe vet‘ nuk e di. 
I punon mendia, i punon dora, 
Lefter Fotiou ja bere fora.

Μετάφραση:
«Έχω έναν άνθρωπο στο δωμάτιό μας
ζωγράφο, μουσικό… κι εγώ δεν ξέρω…
Του δουλεύει το μυαλό, Του δουλεύει το χέρι,
Πρωτοπορείς Φωτίου Λευτέρη»

Μετά την φυλάκιση του πατέρα, τού είπε:
«Από τώρα και στο εξής μη μου μιλάς, μη βγαίνεις μπροστά μου ξανά».

Μ‘ αυτά τα λόγια, καταλαβαίνετε το κλίμα που επικρατούσε στην ερυθρά δικτατορία του Ενβέρ Χότζα, τον ψυχολογικό κλονισμό που υπέστη ο κύριος Λευτέρης και η γυναίκα του. Το 1977 σε συγκέντρωση με τους συναδέλφους του το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος της Επαρχίας Τεπελενίου ανάκρινε τον κύριο Λευτέρη, για το πού έχει ακούσει το ελληνικό τραγούδι που έπαιξε στο ακορντεόν, σε ένα πάρτι της νεολαίας. Αυτός του απάντησε πως το έχει ακούσει από τους βιολιτζήδες του χωριού του (Τεριαχάτι). Αργότερα έμαθε πως έχει πει: «Αν δεν ήταν ανιψιός του Β.Τ. (αδερφός της μάνας του ήταν ο Β.Τ. και παλιός φίλος του “ανακριτή“) θα τον είχα βάλει φυλακή». Ευτυχώς που κάποτε του είχε πει ο κύριος Λευτέρης πως τον Β.Τ. τον έχει θείο, είναι αδερφός της μάνας του.

Τέτοιο τρόμο είχε πάρει ο κύριος Λευτέρης που όταν έβλεπε δυο αστυνομικούς με καλάσνικοφ στην πλάτη να πηγαίνουν προς αυτόν έλεγε «Να τώρα ήρθαν να με συλλάβουν». Ήταν βλέπετε «ο εχθρός του λαού». 

Μ’ όλα ταύτα μπόρεσαν να επιβιώσουν έχοντας κάνει πια άλλα δυο παιδιά (αγόρια) το ’81 και ’88. 

Τέσσερα χρόνια ζητούσε να του δοθεί το δικαίωμα να δώσει εξετάσεις για να πάρει το πτυχίο και τελικά είπαν: 
«T’ia japim te drejten qym qe eshte dhenteri i Jorgos»
«Να του το δώσουμε το δικαίωμα, μιας και είναι γαμπρός του Γιώργου».

Και το 1980 τον Ιούνιο πέρασε τις εξετάσεις με την πρώτη και πήρε επιτέλους το πτυχίο. Μετά απ‘ αυτό ζητούσε να τον διορίσουν για να πάρει μια μέρα την απάντηση από την Γραμματέα της Κομματικής Επιτροπής της Επαρχίας Αργυροκάστρου (υψηλό στέλεχος του Κόμματος). «Εσένα να διορίσουμε δάσκαλο που ο πατέρας σου ξέρασε δηλητήριο κατά του Κόμματος;»

Και έτσι ας είχε πτυχίο ποτέ δεν διορίστηκε ως το 1991 που όπως ανέφερε παραπάνω γκρεμοτσακίστηκαν οι κομμουνιστές.
Το 1991 για δυο λόγους ζήτησε να διοριστεί:
1. Πολλοί δάσκαλοι ήρθαν στην Ελλάδα και άδειασαν τα σχολεία κι από δασκάλους κι από μαθητές. Όποτε κάποιος έπρεπε να μείνει να διδάξει τους εναπομείναντες.
2. Ήθελε τα παιδιά του να λένε: «είμαστε παιδιά δάσκαλου και όχι βοϊδοαμαξά».
Και έτσι δίδαξε πια στα χωριά της Δρόπολης, Βρυσερά και Γιωργουτσάτι ως το 1999. 

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έφυγε οικειοθελώς και ήρθε στην Θεσσαλονίκη γιατί στο χωριό που ζούσε έμεινε σαν κούκος μοναχός ένα αγόρι, ο υιός του ο μικρός. Ναι μεν τον καλωσόρισαν οι Θεσσαλονικείς, μα ήταν πολύ δύσκολο να βρει δουλειά μόνιμη στα 50 του. Οπότε με περιστασιακή εργασία (μαύρη) σε πολλές δουλειές (και επιπλοποιός έγινε), με την βοήθεια του μεγάλου υιού που μπήκε στην βιοπάλη απ‘ τα 19 του και με την περιστασιακή εργασία της συζύγου του, τα βγάλανε πέρα ως το 2014 το Μάρτιο, που σαν Μάννα εξ Ουρανού εμφανίστηκε το περιοδικό δρόμου «Σχεδία» στο οποίο εργάζεται ακόμη και σήμερα.

«Στην αρχή είχα άγχος για το πως θα με αντιμετωπίσει ο κόσμος, όμως σιγά σιγά το ξεπέρασα. Το 2006 είχα ξεκινήσει να γράφω ποιήματα για τη ζωή μου. Όταν είδα το πρώτο εξώφυλλο της «Σχεδίας» μου έδωσε την ιδέα να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτό. Από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού και μέχρι σήμερα, σε κάθε τεύχος, γράφω ποιήματα, για τα οποία εμπνέομαι από το εξώφυλλό του. Μάλιστα το Σεπτέμβριο θα εκδοθεί και το βιβλίο με τα ποιήματά μου σε ελληνικά και αγγλικά. Τα ποιήματά μου τα αγαπά πολύ ο κόσμος και μέσα από αυτά ολοκληρώνομαι σαν άνθρωπος. Μπορείτε να βρείτε άλλα ποιήματα στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook Christos Fotiou».

Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι ο κύριος Λευτέρης Φωτίου αν και είναι 70 ετών έχει άριστη σχέση με την τεχνολογία, κάτι που πηγάζει όπως μας είπε από την ανάγκη του να δικτυωθεί με φίλους και συγγενείς και να μοιράζει τα ποιήματά του. 

Πριν από 3,5 χρόνια έχασε τη σύζυγό του με την οποία έζησαν μαζί 39 χρόνια μια ζωή θυελλώδη. Πριν 1,5 χρόνο χάθηκε και ο αγαπημένος του αδερφός, ο οποίος ήταν επίσης πωλητής του περιοδικού «Σχεδία». Σήμερα ο ίδιος παλεύει με την «αρρώστια» αλλά δεν το βάζει κάτω. Αυτός ο αφανής ήρωας είναι ένα παράδειγμα ζωής για όλους μας. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα απολαμβάνετε τον καφέ σας και θα σας πλησιάσει κάποιος άνθρωπος, σκεφτείτε το δύο και τρεις φορές πριν τον αγνοήσετε. Είναι μία υπενθύμιση του πόσο δύσκολο είναι να επιβιώνεις και πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όλοι μας κουβαλάμε μια ιστορία, όλοι μας είμαστε σημαντικοί. 

=========

Η «Σχεδία» είναι ένα ανεξάρτητο περιοδικό που πωλείται στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, παρέχοντας μια ξεχωριστή ευκαιρία σε αστέγους, ανέργους και άλλους ανθρώπους που προέρχονται από κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτους πληθυσμούς να εξασφαλίσουν αξιοπρεπώς ένα εισόδημα, αλλά και ένα επιπλέον κίνητρο να ξαναχτίσουν τις ζωές τους.

Μάθετε περισσότερα εδώ ? shedia.gr