Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νυρεμβέργη από Έλληνες Θεσσαλονικιούς γονείς. Θυμάται πολύ όμορφα τα πρώτα του χρόνια στη Γερμανία, όμως κάπου εκεί στα 12 του, η αδερφή του επέστρεψε στην Ελλάδα για σπουδές δημοσιογραφίας και ο ίδιος και η μητέρα του την ακολούθησαν.

Έμεναν στην περιοχή της Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη και η κατάσταση στο σχολείο δεν ήταν αυτή που περίμενε. Ήταν η περίοδος της Χούντας και μας περιγράφει ένα πολύ αυστηρό εκπαιδευτικό σύστημα, καμία σχέση με αυτό που είχε μάθει στα σχολεία της Γερμανίας. «Όταν ήρθα από τη Γερμανία στην Ελλάδα την περίοδο της Χούντας για να πάω σχολείο, φορούσα μία κόκκινη φόρμα την ώρα της γυμναστικής… Αυτή είχα! Ο δάσκαλος μου απαγόρευσε να τη φοράω στο σχολείο λόγω του χρώματός της. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι εγώ δεν ταιριάζω στην Ελλάδα και επέστρεψα πίσω στη Γερμανία!»

Επέστρεψε μόνος του πίσω στη Νυρεμβέργη και ζούσε μαζί με τον πατέρα του. Τότε ήταν που ανέλαβε και τις πρώτες του ευθύνες στις δουλειές του σπιτιού. Έμαθε στα 13 του να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει και να συντηρεί μόνος του το νοικοκυριό.

Στα 32 του αποφασίζει να γυρίσει στη Σάμο και να εργαστεί στον τουριστικό τομέα. Εκεί γνώρισε και την πρώτη του σύζυγο, μία Ελβετίδα και αποφασίζουν να γυρίσουν και να ζήσουν μαζί στην Ελβετία. Ο καρπός του έρωτά τους δεν άργησε να έρθει και απέκτησαν μαζί μία κόρη, που πλέον είναι 22 χρονών και απασχολείται στον τομέα της υγείας.

«Η ζωή στην Ελβετία είναι περίεργη! Ο κόσμος είναι πολύ κλειστός και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δουλειά του και το πώς θα βγάλει πολλά χρήματα. Να φανταστείς, ζω παραπάνω από 20 χρόνια εκεί και δεν έχω ούτε έναν άντρα φίλο. Μπροστά στους Ελβετούς οι Γερμανοί είναι γλεντζέδες και έξω καρδιά. Ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο κατάφερα να έρθω λίγο πιο κοντά όλα αυτά τα χρόνια είναι ένας Πόντιος που κάνουμε παρέα».

Αυτός ο Πόντιος αποτέλεσε και την αφορμή να συναντήσει ο Γιάννης, μετά από 40 χρόνια, τον παιδικό του έρωτα. Όταν έμενε στη Νυρεμβέργη, στο διπλανό οίκημα ζούσε μία Γερμανίδα με την οποία υπήρχε πλατωνικός έρωτας. Ποτέ δεν της εξομολογήθηκε τον έρωτά του, όμως σε όλη του τη ζωή τη σκεφτόταν πολύ συχνά.

Σε έναν καφέ που βγήκε με τον φίλο του τον Πόντιο, εκείνος του μίλησε για το Facebook. Ο Γιάννης κατενθουσιάστηκε και μπήκε αμέσως να ψάξει την κοπέλα που είχε στοιχειώσει τις παιδικές του αναμνήσεις. Δε βρήκε την ίδια αλλά την αδερφή της και αμέσως επικοινώνησε μαζί της και της έδωσε το τηλέφωνό του.

Οι δυο τους συναντήθηκαν μετά από τόσες δεκαετίες και ο έρωτάς τους γεννήθηκε από την αρχή. Γιατί όπως μας είπε «στα 57 μου πλέον συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν είσαι αρκετά μεγάλος για να είσαι ερωτευμένος».

Άλλωστε είναι πασιφανές… Τους συναντήσαμε τυχαία, αγκαλιασμένους σε ένα παγκάκι της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης να απολαμβάνουν το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα.

Text & Photo Γεωργία Τσιώνα