Ο Τζακ Πηρς ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες που έκαναν καριέρα στο Χόλυγουντ. Σε μια εποχή δεν υπήρχαν ειδικά εφέ και το θεατρικό μακιγιάζ ήταν σε εμβρυακό στάδιο, ο Πηρς εμπνεύστηκε και επιμελήθηκε το θρυλικό μακιγιάζ του Φρανκενστάιν που έμελλε να μείνει στην κινηματογραφική ιστορία.
Ο Γιάννης Πίκουλας γεννήθηκε στο Πόρτο Χέλι το 1889. Ως πρωτότοκος γιος μίας φτωχής πολύτεκνης οικογένειας της ελληνικής επαρχίας του 19ου αιώνα, ο μικρός είχε αναπτύξει το ένστικτο της επιβίωσης και γνώριζε ότι έπρεπε από νωρίς να βγει στη βιοπάλη. Έτσι, λίγο μετά την άφιξη του νέου αιώνα, το 1902, το 13χρονο αγόρι μάζεψε τα λιγοστά του υπάρχοντά και ξεκίνησε ένα παράτολμο ταξίδι στην άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Όταν έφτασε στην Αμερική, εγκαταστάθηκε στο Χόλιγουντ όπου κατοικούσε ένας θείος του. Για ένα χρονικό διάστημα, οι δυο τους δούλευαν μαζί στα σοκάκια της εύπορης συνοικίας πουλώντας ξηρούς καρπούς στους περαστικούς. Ωστόσο, ο Γιάννης αντιλήφθηκε γρήγορα ότι ο θείος του τον εκμεταλλευόταν. Έτσι, πήρε την απόφαση να φύγει από το πλευρό του και μόνος σε μια ξένη χώρα, να προσπαθήσει να χαράξει τη δική του πορεία. Άλλωστε, η δουλειά του πλανόδιου δεν τον ικανοποιούσε. Βρισκόταν στη Μέκκα του κινηματογράφου και είχε μαγευτεί από τη λάμψη αυτού του νέου κόσμου. Με εφόδια την αποφασιστικότητα και τον νεανικό ενθουσιασμό, άρχισε να κυνηγά την τύχη του στον χώρο του θεάματος.
Το νέο του όνομα, με το οποίο συστηνόταν πλέον στους χολιγουντιανούς κύκλους, ήταν Τζακ Πηρς.
Αρχικά, κυνηγούσε ασήμαντους ρόλους σε μικρές παραγωγές. Σύμφωνα με τα όσα έχουν διασωθεί από την εποχή εκείνη, το όνομά του εμφανίζεται ανάμεσα σε αυτά των κομπάρσων σε αρκετά βουβά φιλμ της δεκαετίας του 1910: “Misjudged” (1915), “The Dupe” (1916), Law and Order (1917), “The Enchanted Kiss” (1917), “The Man Who Waited” (1917), “Riders of the Law” (1922), The Gambling Fool (1925), “The Speed Demon” (1925). Ο Τζακ Πηρς είναι ο πρώτος Έλληνας στην ιστορία που έπαιξε σε ταινία του Χόλιγουντ.
Ωστόσο, η μοίρα του επιφύλασσε άλλα σχέδια. Ύστερα από τους μικρούς αυτούς ρόλους, αποφάσισε να αλλάξει πορεία πλεύσης. Συνειδητοποίησε ότι η θέση που του ταίριαζε ήταν πίσω από τις κάμερες. Τον γοήτευε η διαδικασία της μεταμόρφωσης του ηθοποιού στον χαρακτήρα που καλούταν να ερμηνεύσει. Τη δεκαετία του ’20 ανέλαβε τις πρώτες του δουλειές ως μακιγιέρ. Αν και οι παραγωγές ήταν μικρές, το ταλέντο του τον έκανε να ξεχωρίσει και σιγά σιγά ανελισσόταν. Η πρώτη μεγάλη πόρτα άνοιξε το 1930.
Ο αιφνίδιος θάνατος του περίφημου Λον Τσάνεϊ άφησε κενή τη θέση του βασικού μακιγιέρ στην “Universal”. Η μεγάλη εταιρεία παραγωγής, την εποχή εκείνη, προετοίμαζε τη μεταφορά του βιβλίου του Μπραμ Στόκερ στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία «Κόμης Δράκουλας» ήταν η πρώτη απόπειρα της “Universal” να γυρίσει ένα θρίλερ με τερατόμορφους ανθρώπους. Ο Τζακ κατάφερε να περάσει με απόλυτη επιτυχία αυτό το πρώτο τεστ. Το ρεαλιστικό και πρωτότυπο μακιγιάζ του σε συνδυασμό με την εξαιρετική φωτογραφία του Καρλ Στρας μετέτρεψαν την ταινία σε μεγάλη επιτυχία.
Έτσι, την επόμενη χρονιά οι παραγωγοί δεν δίστασαν να εμπιστευθούν και πάλι τον πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη. Αυτή τη φορά, η “Universal” ετοίμαζε την κινηματογραφική μεταφορά του Φρανκενστάιν. Ο Τζακ Πηρς είχε πλήρη ελευθερία να πειραματιστεί και να δημιουργήσει το πρόσωπο του χαρακτήρα με τις μεθόδους που ο ίδιος έκρινε καταλληλότερες. Κάθε μέρα ο μακιγιέρ χρειαζόταν τέσσερις με έξι ώρες για να μεταμορφώσει το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, Μπόρις Καρλόφ. Εκτός από τα κλασικά είδη μέικ-απ, χρησιμοποιούσε επίσης βαμβάκι, κερί, κόλλα και πράσινο γράσο. Με λωρίδες από το βαμβάκι βουτηγμένες σε κολλόδιο δημιουργούσε τις φλέβες του τέρατος.
Οι αντιξοότητες ήταν πολλές, αλλά οι μήνες περνούσαν και τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν χωρίς προβλήματα. Όταν κυκλοφόρησε η ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες, η επιτυχία που σημείωσε ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες. Τα έσοδα ανήλθαν σε 12 εκατομμύρια δολάρια, ποσό εξωφρενικό αν αναλογιστούμε ότι ο αρχικός προϋπολογισμός ήταν μόλις 262 χιλιάδες. Ο θρυλικός Φρανκενστάιν καθιέρωσε τον Τζακ Πηρς στον τομέα του ειδικού κινηματογραφικού μακιγιάζ και ώθησε την “Universal” να γυρίσει κι άλλες ταινίες του ίδιου στυλ. Ακολούθησε η «Μούμια», ο «Γιος του Φρανκενστάιν», η «Μνηστή του Φράνκενστάιν» και ο «Λυκάνθρωπος». Έως και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο 55χρονος πλέον Έλληνας βασίλευε στο στούντιο ως επικεφαλής του τμήματος μακιγιάζ.
Η απόλυση
Ωστόσο, ένας συνδυασμός γεγονότων και συγκυριών οδήγησε στην οριστική λήξη της πετυχημένης συνεργασίας τους, 30 χρόνια μετά την πρώτη είσοδο του Πηρς στην “Universal”. Από τη μία, η συγχώνευση της μεγάλης εταιρείας παραγωγής με την “United Artists” αναπόφευκτα επέφερε την αντικατάσταση πολλών στελεχών και την ανακατάταξη των τμημάτων. Από την άλλη, οι νέες τεχνικές και τεχνολογίες είχαν θέσει τις μεθόδους του έλληνα μακιγιέρ στο περιθώριο, καθώς θεωρούνταν πια ξεπερασμένες. Ύστερα από την απόλυσή του, ο Τζακ Πηρς συνέχισε να εργάζεται σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού και ως εκ τούτου, πολύ χαμηλότερου αισθητικού και καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Φυσικά καμία από τις μεταγενέστερες δουλειές του δεν πλησίασε την επιτυχία του ιστορικού Φρανκενστάιν.
Ο Τζακ Πηρς ή Γιάννης Πίκουλας άφησε την τελευταία του πνοή τον Αύγουστο του 1968, σε ηλικία 79 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί από τον χώρο και ζούσε απομονωμένος με τη γυναίκα του στο μεγάλο σπίτι που είχε χτίσει κοντά στο στούντιο που γυρίστηκε το πιο περήφανο τέκνο του, ο Φρανκενστάιν. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν μόλις 24 άτομα.
Οι τρεις αδελφές του στην Ελλάδα πληροφορήθηκαν το θάνατό του καθυστερημένα. Οι επαφές τους, από τότε που ο μικρός Γιάννης είχε φύγει, ήταν αραιές και τυπικές. Μόλις έμαθαν την είδηση, τόσο οι ίδιες, όσο και τα παιδιά τους ξεκίνησαν μία πυρετώδη αναζήτηση μέσω του προξενείου για να διεκδικήσουν την κληρονομιά που τους αναλογούσε.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Vimeo.
Πηγή mixanitouxronou