Aν θέλεις κεριά κάθε μεγέθους και χρώματος, τότε είναι το ιδανικό μέρος. Προμηθεύουν ναούς αλλά και μαγαζιά με… σχετικά είδη από το 1948. Τα κεριά παρασκευάζονται στο πίσω μέρος ενός μαγαζιού με εκκλησιαστικά είδη, με μπόλικο ιδρώτα από τη ζέστη των καζανιών που βράζει το μελισσοκέρι.  

Το εργαστήριο είναι γεμάτο με απλωμένα κεριά για να στεγνώσουν. Την τέχνη της οικογενείας συνεχίζουν οι γιοί του κ. Τράκα, ο Γιώργος και ο Μιχάλης.  

Μπορεί ο κλήρος να έχει διώξει τον κόσμο από την εκκλησία, αλλά υπάρχουν και καλοί παπάδες που τον μαζεύουν πίσω. Δεν είναι όλα τα δάκτυλα ίδια. Δεν πας στην εκκλησία να ανάψεις κερί για τον παπά, αλλά για εκεί που πιστεύεις  

Η τελευταία φορά που έδωσε ο Γιώργος συνέντευξη πασχαλιάτικα σε πρωινάδικο αποδείχτηκε μια τραυματική εμπειρία για την επιχείρηση τους –ακυρώθηκαν οι μισές τους παραγγελίες από τις ενορίες, επειδή η διάσημη ξανθιά παρουσιάστρια του σχολίασε ότι είναι από τα μόνα επαγγέλματα που βγάζουν λεφτά εν καιρώ κρίσης.  

Γι‘ αυτό ήταν κάπως διστακτικός να μας μιλήσει και αφήνει να το κάνει ο πατέρας Τράκας, ο οποίος από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ασχολείται με τα κεριά. Έμαθε την τέχνη κι αυτός από τον πατέρα του.  

Λόγω οικονομίας και κρίσης το νέο είναι φτιαγμένο με παραφίνη γιατί είναι πιο φτηνό και οικονομικό.

«Μετά μεγάλωσε, έφυγε και ήρθαμε εμείς», μάς λέει με έναν ανοιξιάτικο πονοκέφαλο να τον ταλαιπωρεί. Το κηροπλαστείο υπάρχει από το 1948. «Πάντοτε σε αυτό το σημείο ήμασταν. Να φανταστείς γειτονιά δεν θεωρώ το σπίτι μου! Εδώ πέρα είναι η γειτονιά μου! Τώρα είμαι στα 50. Δύσκολα ήταν και τότε, αλλά παλευόταν καλύτερα. Τώρα, ό,τι και να ξεκινήσεις, πρώτον, δεν παλεύεται και δεύτερον, σού ζητάνε κι ένα εκατομμύριο χαρτιά. Λες δεν ξεκινάω τίποτα και ησυχάζει το κεφάλι σου».  

Οι εποχές έχουν γίνει πιο δύσκολες και είναι κάτι που συχνά σχολιάζει κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. «Με την κρίση που υπάρχει σήμερα έχει γίνει χάλια η κατάσταση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τον συναδέλφων δεν είναι ο σωστός και επικρατεί ένα μπάχαλο. Πιο παλιά βγάζαμε κάθε μέρα κεριά, αλλά τώρα λόγω κρίσης το έχουμε ελαττώσει, επειδή είμαστε λίγο στριμωγμένα. Τώρα αν βγάλουμε μια κανονική παραγωγή, τον τόνο τον φτάνουμε. Τα 100 κεριά, υπολόγισε είναι περίπου ένα κιλό».  

Δεν έχει στάνταρ πόσα κιλά κεριά θα πάρει η κάθε ενορία. Ανάλογα με τον κόσμο της γειτονιάς της καθεμιάς. Δεν ζητάνε συνήθως κάτι συγκεκριμένο. Το πολύ-πολύ να σου ζητήσουν να τα βγάλεις πιο λεπτά, για να βγουν πιο πολλά στο κιλό». Η πλειοψηφία των κεριών, «τα δεύτερα» όπως τα ονομάζει, που προορίζονται για τις εκκλησίες, φτιάχνονται από παραφίνη και στεατίνη. Είναι από την φύση τους άσπρα κι απλά τα χρωματίζουν κίτρινα. Αν θες αγνό κίτρινο κερί βγαλμένο από τις κερήθρες των μελισσών, κοστίζει κάτι παραπάνω.

Το εργαστήριο είναι γεμάτο με απλωμένα κεριά για να στεγνώσουν.

Ο κ. Κώστας δεν γνωρίζει αν συμβολίζει κάτι το κίτρινο χρώμα. «Το κερί ανέκαθεν το έκαναν κίτρινο, επειδή το έπαιρναν από τη μέλισσα. Κανονικά, πρέπει να είναι καθαρό, γιατί όπως λένε όταν είναι να φας πας και παίρνεις το καλό κρέας, όταν πας στο θεό πρέπει να πάρεις πάλι το καλό το κερί. Πάντως οι παλαιοημερολογίτες καίνε το καθαρό το κερί. Λόγω οικονομίας και κρίσης το νέο είναι φτιαγμένο με παραφίνη γιατί είναι πιο φτηνό και οικονομικό.»  

Ανάβει ο κόσμος κεριά;

«Ανάβουν. Μπορεί ο κλήρος να έχει διώξει τον κόσμο από την εκκλησία, αλλά υπάρχουν και καλοί παπάδες που τον μαζεύουν πίσω. Δεν είναι όλα τα δάκτυλα ίδια. Δεν πας στην εκκλησία να ανάψεις κερί για τον παπά, αλλά για εκεί που πιστεύεις».  

Ο κ. Κώστας δεν θέλει να μιλήσει για τις περίεργες παραγγελίες που τους έχουν ζητήσει κατά καιρούς, αλλά κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης γινόμαστε μάρτυρες ενός αξιομνημόνευτου περιστατικού.

Δεν έχει στάνταρ πόσα κιλά κεριά θα πάρει η κάθε ενορία. Ανάλογα με τον κόσμο της γειτονιάς της καθεμιάς. Δεν ζητάνε συνήθως κάτι συγκεκριμένο.

Μια μεγάλη κυρία, ντυμένη στην τρίχα και στα πορτοκαλί, με μαλλί και νύχι κομμωτηρίου και κιτς πορτοκαλί γοβάκια με στρας, μπαίνει στο μαγαζί και αρχίζει και ψάχνει με μανία όλα τα ράφια. «Θέλω 2 κιλά ροζ κεριά, έχετε;» λέει στον μεγάλο γιο του κυρίου Κώστα που τρέχει να την εξυπηρετήσει.  

«Είναι για καφετέρια;», τον πιάνει η περιέργεια. Η απάντηση της είναι σχεδόν αποστομωτική, «όχι αλλά καφετέρια το έχω κάνει το σπίτι. Μου έχουν κλείσει το ηλεκτρικό εδώ και μήνες και παίρνω κεριά για οικονομία».   Χρώματος ροζ στο μέγεθος που θέλει, δεν έχουν. Της δίνει την κάρτα τους. Πρέπει να κάνει ειδική παραγγελία την επόμενη φορά για να της ετοιμάσουν. Παίρνει άσπρα και μωβ και στο τέλος τής κάνει και μια μικρή έκπτωση σε αυτά που έχει διαλέξει.

© greka
Text: Μαρία Παππά
Πηγήwww.lifo.gr