Το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα συγκαταλέγεται στα χαμηλότερα στην Ευρώπη, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων ανθρώπων αναμένεται να αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες, με σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα.  

Στην Ελλάδα, η πτωτική τάση της γεννητικότητας επιδεινώθηκε σημαντικά από την οικονομική κρίση και την αρνητική μετανάστευση της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και την έλλειψη αποτελεσματικών και συνεκτικών πολιτικών αντιμετώπισης του προβλήματος.  

Κατά συνέπεια, το ποσοστό γεννητικότητας (περίπου 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα) είναι σήμερα πολύ χαμηλό σε σχέση με το απαιτούμενο 2,1 για τη σταθεροποίηση του πληθυσμού, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση.   Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2017 σημειώθηκε αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους (90.000 γεννήσεις, οι οποίες μεταφράζονται σε μείωση 4,7% σε σχέση με το 2016).  

Αίσθηση προκαλεί επίσης η παρουσίαση στοιχείων Έκθεσης της Επιστημονικής Επιτροπής για το δημογραφικό ζήτημα, η οποία προβλέπει ότι το 2035 η συρρίκνωση του πληθυσμού της Ελλάδας θα κυμαίνεται μεταξύ 4,1% και 12,4% σε σχέση με το 2015.  

Ακόμη χειρότερα, έως το 2050 η μείωση αυτή αναμένεται να κυμαίνεται μεταξύ 7,3% και 23,4% σε σχέση με το 2015.  

Παράλληλα, οι ρυθμοί γήρανσης του πληθυσμού αναμένεται να επιταχυνθούν τις επόμενες δεκαετίες, επιφέροντας πρόσθετη επιβάρυνση στην οικονομία, το ασφαλιστικό ζήτημα και το εθνικό σύστημα Υγείας, ενώ ανησυχητική κρίνεται και η αναμενόμενη αύξηση των υπερηλίκων (ατόμων ηλικίας άνω των 85 ετών).  

Το ζήτημα της υπογεννητικότητας αναπτύχθηκε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Ελληνική Εταιρεία Περιγεννητικής Ιατρικής (Ε.Ε.Π.Ι.) με αφορμή τη διεξαγωγή ανοικτής ενημερωτικής Ημερίδας Ευαισθητοποίησης για την Υπογεννητικότητα με τίτλο «Ας γεννήσουμε λύσεις» την Κυριακή 14 Απριλίου 2019, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Πηγήwww.lifo.gr