ΤΕΧΤ Τίνα Μανδηλαρά | Πηγή lifo.gr
H Σαντορίνη, προτού καταστεί ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στον πλανήτη, ήταν ένα νησί με μακρά ιστορία, σημαντικά γεγονότα και ελάχιστους ντόπιους που διαμόρφωσαν την παράδοση και τον ιδιόμορφο κυκλαδίτικο χαρακτήρα της.
Τίποτα στο σημερινό τουριστικό μόρφωμα δεν θυμίζει την εικόνα του νησιού, το οποίο επισκέφθηκε, ύστερα από παρακίνηση του φίλου της Στέλιου, η Πάμελα Μπράουν, θαυμάζοντας τις αρχέγονες εικόνες με τα ρημαγμένα σπίτια, τα παλιά καφενεία της Οίας, τους φτωχούς ανθρώπους που έγνεθαν μαλλί και τα γεμάτα κότες και άλλα ζωντανά λεωφορεία.
Αυτά έσπευσε να απαθανατίσει με απαράμιλλο τρόπο στις φωτογραφίες της που σήμερα συνιστούν τα γοητευτικά απομεινάρια μιας αλλοτινής εποχής και της εικόνας ενός εμβληματικού χωριού και των κατοίκων του, εμπνέοντας την έκθεση «Οία – Πορτρέτο ενός χωριού, 1977-1979».
Η έκθεση, όπως τονίζουν οι επιμελητές Ηλίας Κοσίντας και Έμιλυ Μανδηλαρά, «παρουσιάζει μια εικόνα της ζωής του τότε χωρίς παρεμβάσεις, την εποχή της „αθωότητας“ πριν από την τουριστική επέλαση, εστιάζοντας στην καθημερινότητα των κατοίκων που απέμειναν στη Σαντορίνη μετά τον σεισμό του 1956».
Ειδικά σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αυτές οι τόσο όμορφες φωτογραφίες, με έντονο τον χαρακτήρα της εντοπιότητας, μπορούν να έχουν καθολική ανταπόκριση και να μείνουν ανεξίτηλες στον χρόνο.
Αυτούς είναι που εντόπισε με το φωτογραφικό της βλέμμα η Πάμελα Μπράουν μαζί με τη φίλη της Τζέιμι Ρόμπλς, η οποία υπογράφει το κείμενο που συνοδεύει την έκθεση που καταγράφει τη γοητευτική τους περιπέτεια, μιλώντας αναλυτικά για τους άγνωστους πρωταγωνιστές των φωτογραφιών: από την «κοπέλα που είχε πάει περίπατο στους μπαξέδες του νησιού και ξαφνικά έπιασε βροχή» έως τη «γριά που γνέθει μαλλί κατσίκας μ‘ ένα αδράχτι».
Παραλαμβάνοντας από εκείνες τη σκυτάλη με το στοχαστικό βλέμμα που δένει το τότε με το σήμερα, η επιμελήτρια Έμιλυ Μανδηλαρά ομολογεί πως νιώθει ότι «σαράντα χρόνια αργότερα ήρθε η ιδανική στιγμή για να δημιουργηθεί μια πλατφόρμα ώστε οι φωτογραφίες αυτές να παραδοθούν στο ευρύτερο κοινό».
Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ειδικά σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αυτές οι τόσο όμορφες φωτογραφίες, με έντονο τον χαρακτήρα της εντοπιότητας, μπορούν να έχουν καθολική ανταπόκριση και να μείνουν ανεξίτηλες στον χρόνο. Γι‘ αυτό και είμαι πολύ ενθουσιασμένη που δουλέψαμε μαζί με τον αναγνωρισμένο φωτογράφο Ηλία Κοσίντα για τη διοργάνωση αυτής της έκθεσης».
Σε όλα αυτά υπάρχει πάντα έντονο το βιωματικό στοιχείο, καθώς η επιμελήτρια Έμιλυ Μανδηλαρά, καλλιτέχνις και η ίδια, έχει ζήσει από κοντά την Οία και τους ανθρώπους της, στη σημερινή, ωστόσο, συνθήκη:
«Καθώς μεγάλωνα, θυμάμαι τον πατέρα μου να μου μιλάει, σε πολλές περιπτώσεις, γι‘ αυτές τις φωτογραφίες, αλλά μέναμε μόνο στις συζητήσεις. Και κάπου εκεί, στη συγκεχυμένη κάπως μνήμη μου θυμάμαι κάποιες φωτογραφίες από το ορίντζιναλ πορτφόλιο να κρέμονται στην είσοδο του οικογενειακού εστιατορίου της Λόντζας, στην Οία.
Ως παιδί είναι λογικό να τις θεωρώ δεδομένες και τα πρόσωπα αυτά να μου προκαλούν τρόμο. Αλλά βαθιά στο ασυνείδητό μου ανέκαθεν συνιστούσαν αληθινή πηγή έμπνευσης. Πάντα μου άρεσαν οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Και η μητέρα μου, αναγνωρίζοντας αυτήν τη δύναμη της κοινωνικής ιστορίας, αντιλαμβανόταν ότι αυτές οι φωτογραφίες συνιστούν πολύτιμα κειμήλια που έπρεπε να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα σε όλους.
Ωστόσο έπρεπε να βρεθεί η σωστή συγκυρία ώστε να μπορέσουν να ανατυπωθούν και να αποτελέσουν μέρος ενός καταλόγου, καθώς, μέχρι τώρα, μου φαινόταν ότι δεν απηχούσαν αυτήν τη δύναμη που νιώθω ότι έχουν τώρα που ακούω τις ιστορίες των μεγαλύτερων, όπως του πατέρα μου, που μιλούν για τη φτώχεια της δεκαετίας του ’50 και τι σήμαινε να μεγαλώνεις σε τέτοιες συνθήκες.
Όσο για την Πάμελα, η οποία τότε κατέφθανε στην Ελλάδα ως outsider, κατάλαβε αμέσως ότι οι φωτογραφίες αυτές αξίζουν να αρχειοθετηθούν και να διασωθούν ως κομμάτια της Ιστορίας».
Για να προσθέσει, ολοκληρώνοντας, πως είναι η δύναμη των προσώπων που της προξενεί εντύπωση: «Σήμερα τα πρόσωπα αυτά των ανδρών, των γυναικών και των μικρότερων σε ηλικία μοιάζουν σχεδόν ιερά. Υψώνονται πάνω από την καθημερινότητα και μεταμορφώνονται σε κάτι πνευματικό. Σάμπως οι φωτογραφίες να δοξάζουν αυτούς τους ανθρώπους, την απλότητα και τις αξίες τους, που σταδιακά εξαλείφονται.
Κλειδωμένα στον χρόνο, στην αιχμή μιας θυελλώδους μετάλλαξης της εικόνας της Σαντορίνης, τα πρόσωπά τους αποκαλύπτουν με τον πλέον απαράμιλλο τρόπο τι έχει χαθεί, τι χάνεται και τι μπορεί να διασωθεί.
Γι‘ αυτό ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε σήμερα και σε αυτό που είδε τότε η Πάμελα προκαλεί τέτοια αίσθηση. Κανείς δεν μπορούσε να διαβλέψει αυτό που θα κατέληγε να είναι σήμερα η Σαντορίνη. Και αυτό είναι που μεταδίδουν αυτές οι φωτογραφίες με τον δικό τους, άρρητο τρόπο, σαν να προφητεύουν ή να προετοιμάζουν την επερχόμενη αλλαγή».
Ειδικά η μετάλλαξη της Οίας σε μια «τουριστική παγίδα», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλεί, δεν έχει καμία σχέση με το χωριό των ουσιαστικών βλεμμάτων που δεσπόζουν στις φωτογραφίες. Και στον νου της φέρνει την Οία όπως την είχε ζήσει η γενιά της Πάμελα ή του πατέρα της τη δεκαετία του ’70.
«Ενδεχομένως να είναι η απογοήτευση του πατέρα μου και της γενιάς του γι‘ αυτήν τη μετάλλαξη που με ώθησε να κάνω την επιμέλεια αυτής της έκθεσης, έχοντας κι εγώ στο μυαλό μου πόσο σημαντικό είναι να μη χαθούν οι ρίζες και η ιστορία μας.
Επιπλέον, αντιλήφθηκα πόσο σπουδαία είναι η ιστορική αρχειοθέτηση του παρελθόντος μέσω αυτών των φωτογραφιών αλλά και η επίγνωση ότι δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν. Ίσως αυτό να βοηθήσει ώστε να υπάρξει μια καλύτερη αντιστάθμιση στον τουρισμό και να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του νησιού».