Text Έλενα Ντάκουλα/ athensvoice.gr
Eγώ είμαι, εγώ, Ευζωνάκι γοργό
μέσα στον κόσμο τιμημένο
ποιος ντιστεγκές, ποιος κουραμπιές
μπορεί να βγει μπροστά σε μένα
Οι απλοί αυτοί στίχοι που τραγουδήθηκαν σε επιθεωρήσεις εποχής, περιγράφουν εύστοχα και με χιούμορ το τιμημένο Ευζωνάκι, σύμβολο της εθνικής μας ταυτότητας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λεβεντιά, την ανδρεία και τον ηρωισμό. Ως αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς έχει πρωταγωνιστήσει σε ποιήματα, δημοτικά τραγούδια, θεατρικά έργα και πίνακες γνωστών καλλιτεχνών.
Οι αγέρωχοι, ευθυτενείς, ανέκφραστοι, με το βλέμμα «καρφωμένο» στον ορίζοντα Εύζωνοι, έχουν καθιερωθεί διεθνώς σαν το σύμβολο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και της Ελλάδας γενικότερα, προκαλώντας τον θαυμασμό όχι μόνο των τουριστών που τους επισκέπτονται καθημερινά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη ή στο Προεδρικό Μέγαρο αλλά και όλων των Ελλήνων. Αποτελούν ένα από τα πιο δημοφιλή «ζωντανά» αξιοθέατα της Αθήνας, με τις φωτογραφικές μηχανές να παίρνουν φωτιά κατά την αλλαγή της φρουράς ή στα σημεία όπου κάνουν σκοπιά, ακίνητοι, αμίλητοι και αγέλαστοι.
Ο τίτλος «Εύζωνος» (στην καθομιλουμένη λέγεται και Εύζωνας), προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «Εύζωνος», εκ των ευ + ζώννυμι ή/και ζωννύω και σημαίνει ο «καλώς ζωσμένος». Απαντάται δε στα έπη του Ομήρου προσδιορίζοντας τους πολύ ψηλούς, εύρωστους και καλά ζωσμένους πολεμιστές.
Οι Εύζωνοι είναι γνωστοί και ως τσολιάδες, μία όχι και τόσο τιμητική ονομασία μια και προέρχεται από την τούρκικη λέξη cul (τσιούλ) και σημαίνει το «κουρέλι». Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη «φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος». Όσο όμως και να ήθελαν οι Τούρκοι να τους υποβαθμίσουν, αυτή «η λερή φουστανέλα που ελευθέρωσε την Ελλάδα» έγινε σύμβολο της παλικαριάς και της ανδρείας και τη φορούσαν με καμάρι.
Η ιστορία των Ευζώνων ξεκινάει στις 12 Δεκεμβρίου του 1868, όταν ιδρύθηκε η Προεδρική Φρουρά με την ονομασία «Άγημα» και περιλάμβανε το τμήμα Ευζώνων και το τμήμα Κρητών, μαχητές από τον ηπειρωτικό και νησιωτικό χώρο, αντίστοιχα. Πήρε την τελική της μορφή και ονομασία το 1974, μετά από διάφορους μετασχηματισμούς, ανάλογα με τις εκάστοτε αλλαγές του πολιτεύματος. Ενώ αρχικά η Προεδρική Φρουρά αποτελούσε μάχιμο και συγχρόνως τελετουργικό τμήμα του Πεζικού, σήμερα έχει μόνο τελετουργικό χαρακτήρα, και υπάγεται οργανικά στο στρατιωτικό γραφείο της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Η αποστολή του Εύζωνος είναι να «φυλάττει τιμητικά τον θεσμό της Δημοκρατίας», να αποδίδει τιμές στους νεκρούς ήρωές μας και να συνεχίζει την εθνική ευζωνική παράδοση.
Η Προεδρική Φρουρά φρουρεί τιμητικά όλο το 24ωρο το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, το Προεδρικό Μέγαρο και την Πύλη του Στρατοπέδου Γεωργίου Τζαβέλα, επί της οδού Ηρώδου του Αττικού. Τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες παρίσταται στην έπαρση και υποστολή της σημαίας στον Βράχο της Ακρόπολης καθώς και κάθε Κυριακή στις 11.00 π.μ. στην επίσημη αλλαγή της Φρουράς, στο Μνημείο. Αποδίδει εθιμοτυπικές τιμές στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και σε αρχηγούς ή πρεσβευτές ξένων κρατών και συμμετέχει σε εορταστικές και εθνικές εκδηλώσεις του εσωτερικού και εξωτερικού.
Η εκπαίδευση
Οι Εύζωνοι επιλέγονται από στρατιώτες του πεζικού και πρέπει να πληρούν ορισμένα βασικά κριτήρια, όπως το να είναι ικανοί πρώτης κατηγορίας (Ι 1), Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, άριστης σωματικής διάπλασης και αναστήματος από 1.87 έως 2.10, να μπορούν να υπηρετήσουν πλήρη θητεία, να διαθέτουν ήθος, λευκό ποινικό μητρώο, να μην είναι ΑΧΙΦ (άτομα που χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας) και να το θέλουν. Υπάρχουν πολλοί που το είχαν όνειρο αυτό από μικρά παιδιά. Οι πιο ψηλοί φρουρούν το Μνημείο, οι λιγότερο ψηλοί το Προεδρικό Μέγαρο και την Πύλη του στρατοπέδου.
Η εκπαίδευση είναι δύσκολη, επίπονη και διαρκεί πέντε βδομάδες, αλλά δεν καταφέρνουν όλοι να φορέσουν στο τέλος τον γαλάζιο μπερέ. Βασίζεται κυρίως στην άσκηση σωματικής και ψυχικής αντοχής, ασκήσεων ακριβείας και στο «χτίσιμο» ατσαλένιας προσωπικότητας κατά την ώρα της υπηρεσίας, με ζητούμενο να προάγεται η δύναμη του μυαλού πάνω στο σώμα. Από την πρώτη μέρα της εκπαίδευσης οι νεοσύλλεκτοι χωρίζονται σε ζευγάρια, με βασικό κριτήριο να υπάρχει αρμονία στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά. «Δεν μοιάζουν, αλλά λες ότι μοιάζουν», λέει χαρακτηριστικά ο Εύζωνος Κ.Π. και συνεχίζει, «γίνεσαι αχώριστος με τον άλλον. Είσαι συνέχεια μαζί, σ’ όλη τη θητεία και έτσι δημιουργείται μεγάλος δεσμός. Τον Εύζωνο Η.Μ., τον θεωρώ αδελφό μου, τον αδελφό που δεν έχω». Όταν δε αρρωστήσει ο ένας από το ζευγάρι δεν εκτελεί ευζωνική υπηρεσία ούτε ο άλλος, παρά μόνο στην Πύλη. Στο Μνημείο κάθε μέρα πάνε 6 ζευγάρια, δηλαδή από 4 φορές το κάθε ένα. Όσο για το μουστάκι που έχουν μερικοί είναι ένδειξη για το πόσο παλιοί είναι. «Όσο πιο παχύ το μουστάκι, τόσο πιο παλιός ο Εύζωνος».
Η θητεία
Η θητεία στην Προεδρική Φρουρά είναι μία ανεπανάληπτη εμπειρία, γεμάτη έντονα συναισθήματα, και διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη στα σώματα του Στρατού. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Εύζωνος Κ.Π. «χαίρομαι να βγαίνω για υπηρεσία, ανοίγει η καρδιά μου. Όταν είναι να μπούμε μέσα… νιώθω ένα σφίξιμο. Αλλάζει εντελώς η ψυχολογία με την ευζωνική στολή. Όταν μπήκα στην Προεδρική Φρουρά, είχα μία αυτοπεποίθηση 100, τώρα έχω 1.000. Συνήθως οι στρατιώτες σβήνουν μία μία τις μέρες όταν είναι ν’ απολυθούν. Αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Κλαίνε όταν απολύονται, πέφτει μαύρο δάκρυ… Η τελευταία διέλευση που κάνουν με το ζευγάρι είναι απίστευτη. Αυτό το πράγμα το ζω πρώτη φορά. Δεν είναι υπερβολικό, ο δε λώρος με την Προεδρική Φρουρά δεν κόβεται ποτέ. Υπάρχουν Εύζωνοι που έχουν απολυθεί και έρχονται συχνά εδώ, εμψυχώνουν τα νέα παιδιά, θέλουν να φορέσουν ξανά τη στολή και να κάνουν μία υπηρεσία με το ζευγάρι».
Στην ερώτηση τι νιώθουν κατά τις ώρες της σκοπιάς, οι λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα του αυθόρμητα, χωρίς καν να τις σκεφθεί: «Τιμή και περηφάνια». Και τις εννοούσε! Εδώ καταθέτει την εμπειρία της η ταγματάρχης Δήμητρα Ψυχογιού, όταν τις πρώτες μέρες της υπηρεσίας της στο στρατόπεδο είδε από το παράθυρο του γραφείου της «ένα ζευγάρι που επέστρεψε από την τελευταία του υπηρεσία στο Μνημείο, και είχε αγκαλιαστεί στην πλατεία του στρατοπέδου με τους υπόλοιπους και κλαίγανε…». Νόμιζε ότι έπεσε μία ομαδική τιμωρία. Κατέβηκε κάτω για να ρωτήσει τι συμβαίνει και όταν της είπαν ότι κλαίνε επειδή απολύονται και ότι αυτό είναι πολύ συνηθισμένο, έμεινε άφωνη. Όπως λέει, «παρόλη την 28χρονη θητεία μου στο Στρατό, πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο και μόνο αν το ζήσεις το πιστεύεις». (Εννοείται βέβαια ότι μπορεί αυτά να μην ισχύουν για όλους και να υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις ή εμπειρίες.)
Οι στολές
Οι στολές των Ευζώνων συνδέονται άμεσα με όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της Ελλάδος από το 1821. Συγκεκριμένα η επίσημη στολή με τη φουστανέλα και τη φέρμελη (γιλέκο) παραπέμπει στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, ο χειμερινός σκούρος μπλε ντουλαμάς στους Μακεδονικούς Αγώνες, ο θερινός καφέ στους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μικρασιατική Καταστροφή και στους Α΄& Β΄ Παγκόσμιους Πολέμους και φέρονται κατά την εκτέλεση της καθημερινής υπηρεσίας. Η κρητική στολή σχετίζεται με τους αγώνες της νησιωτικής Ελλάδας, ιδιαίτερα των Κρητικών για να ενωθούν με την Ελλάδα, και η ποντιακή με τη γενοκτονία των Ποντίων και φοριέται στις 19 Μαΐου κατά την τελετή κατάθεσης στεφάνου στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Η επίσημη στολή των Ευζώνων, «τα λευκά», είναι παγκοσμίως γνωστή και άρχισε να διαμορφώνεται από την εποχή του Ομήρου, ολοκληρώθηκε κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετά το 1821 καθιερώθηκε από τους οπλαρχηγούς και τους αγωνιστές ως η επίσημη εθνική ενδυμασία. Τη φορούσαν τα Συντάγματα – Τμήματα Ευζώνων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Λέγεται δε ότι στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941 οι Εύζωνοι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών, και τους αποκαλούσαν «οι Διάβολοι με τη φουστανέλα».
Σήμερα, οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς φέρουν την ίδια στολή σε ένδειξη σεβασμού στην εθνική μας παράδοση και τους ήρωες των αγώνων του έθνους. Αποτελείται από τη φουστανέλα, τον υποδήτη (πουκάμισο, με μεγάλο άνοιγμα μανικιών), τη φέρμελη (μάλλινο γιλέκο ), τους κνημιοδέτες, τις μάλλινες κάλτσες (δύο για το κάθε πόδι), τη ζώνη ανασπάστου (συγκρατεί τις μάλλινες κάλτσες), τη ζώνη λουστρινίου με φυσιγγιοθήκες, τα γαλανόλευκα κρόσσια, το φάριο (το καπέλο) με τον μεταξωτό φύσανο και το εθνόσημο στο κέντρο και τα τσαρούχια.
Η φουστανέλα με τις 400 πιέτες, οι οποίες συμβολίζουν τα χρόνια της σκλαβιάς, έχει δύο φύλλα και φτιάχνεται από λευκό χασέ 30 μέτρων. Την ώρα της μάχης, λειτουργούσε και σαν αλεξίσφαιρο, μιας και το βόλι δεν μπορούνε να διαπεράσει τις πολλές πιέτες, και καρφωνότανε σ’ αυτές με αποτέλεσμα να μην πληγώνεται ο Εύζωνος. Λόγω του ότι ο αξιωματικός δεν ήταν στην πρώτη γραμμή και δεν χρειαζότανε μεγάλη ευελιξία στις κινήσεις, η φουστανέλα του ήταν πιο μακριά και αυτό το μήκος της προσθέτει επιβλητικότητα.
Εκτός από το μήκος της φουστανέλας υπάρχουν μερικές ακόμη διαφορές μεταξύ της επίσημης στολής αξιωματικών και οπλιτών. Το χρώμα της φέρμελης των αξιωματικών είναι κόκκινο κεντημένο με χρυσή κλωστή, ενώ των οπλιτών μαύρο με άσπρα κεντήματα, τα γαϊτάνια. Οι αξιωματικοί δεν φοράνε την περισκελίδα (μικρό, λευκό, σορτσάκι) κάτω από τη φουστανέλα, αλλά ένα μακρύ κόκκινο παντελόνι. Επίσης, δεν φοράνε τσαρούχια αλλά κόκκινα μποτάκια (στιβάλια) και περικνημίδες (τουζλούκια) και η φούντα του φάριου είναι πιο κοντή απ’ αυτήν των οπλιτών. Όσο για τα όπλα, ο αξιωματικός φέρει την παραδοσιακή πάλα (σπαθί) ενώ ο οπλίτης το Μ1 Garrand.
Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται δεν είναι τυχαία. Το λευκό συμβολίζει την αγνότητα των αγώνων των Ελλήνων, το κόκκινο το αίμα που έχει χυθεί κατά την περίοδο των ετών, το μαύρο της μεταξωτής φούντας του φάριου το δάκρυ του Χριστού κατά τη Σταύρωση, ενώ το μαύρο στις καλτσοδέτες το δάκρυ της μάνας για όσους χάθηκαν στη μάχη και το γαλάζιο στα κρόσσια τη σημαία. Πολλά δε από τα διακοσμητικά στοιχεία που είναι κεντημένα πάνω στη φέρμελη έχουν λαογραφική σημασία. Δύο δε από αυτά, το «Χ» και το «Ο» αντιστοιχούν στις λέξεις «Χριστιανός Ορθόδοξος».
Ο Εύζωνος πρέπει να αστράφτει. Η στολή του να είναι καθαρή, περιποιημένη, τα κουμπιά γυαλισμένα, και αυτός είναι αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτήν. Πηγαίνει τη φουστανέλα του στο πλυντήριο, απ’ όπου την παίρνει νωπή και μετά, πάνω σε μία τάβλα, στρώνει μόνος του μία μία πιέτα. Μόλις τελειώσει την τυλίγει με νάιλον και τη βάζει κάτω από το στρώμα του κρεβατιού. Και έτσι γίνεται «χαρτί». Αντιθέτως, η φουστανέλα των αξιωματικών σιδερώνεται. Στην αρχή αυτή η διαδικασία τους παίρνει γύρω στη μιάμιση ώρα, αλλά μετά από λίγο γίνεται μηχανικά και μέσα σε 25 λεπτά είναι έτοιμα και τα δύο φύλλα. Το ντύσιμο του Εύζωνα είναι μία ιεροτελεστία η οποία διαρκεί πάνω από μισή ώρα. Το ζευγάρι ντύνεται παράλληλα, βοηθώντας ο ένας τον άλλον.
Το δύσκολο στα λευκά είναι η αρμονία των φύλλων γιατί πρέπει να ζυγιστούν και να δεθούν. «Όταν δενόμαστε παίρνουμε μισή ανάσα. Η χειμωνιάτικη στολή έχει δυσκολία στο κούμπωμα. Πέρα από το ντύσιμο είναι και το γυάλισμα των κουμπιών, της πόρπης, του σήματος. Από την αρχαιότητα όταν οι στρατιώτες πηγαίνανε στον πόλεμο φρόντιζαν να είναι γυαλισμένοι, έτσι ώστε όταν πάνε στον Άδη να είναι ευπρεπείς», εξηγεί ο Εύζωνος Κ.Π.
Οι κινήσεις από, προς και κατά την αλλαγή της Φρουράς
Εκτός από τα χρώματα της στολής και τα υφάσματα ιδιαίτερο συμβολισμό έχουν και όλες οι κινήσεις των Ευζώνων από, προς και κατά την αλλαγή της Φρουράς. Το κτύπημα των ποδιών στον τσαρουχόδρομο γίνεται για ν’ ακούνε οι πρόγονοί μας ότι είμαστε ζωντανοί και ελεύθεροι. Υπάρχει ένας μύθος που λέει ότι όταν πάψει ν’ ακούγεται το τσαρούχι των Ευζώνων δεν θα είμαστε πια ελεύθεροι. Οι Εύζωνοι δεν βγαίνουν από τον τσαρουχόδρομο ό,τι και να γίνει. Οι πλάκες του πεζοδρομίου έχουν σχηματίσει ένα λευκό μονοπάτι από το κτύπημα των τσαρουχιών. Αυτό το μονοπάτι συμβολίζει τον δρόμο προς τους απελευθερωτικούς αγώνες.
Κατά την αλλαγή Φρουράς, το σήκωμα και το τέντωμα του ποδιού είναι μία αναπαράσταση κλωτσιάς, όπως τότε που πολεμούσαν σώμα με σώμα. Αφού το πόδι χαιρετίσει τους νεκρούς, πέφτει κάτω με δύναμη και σπρώχνει προς τα πίσω διώχνοντας τα 400 χρόνια σκλαβιάς που έχουν πια περάσει. Η ένωση των δύο ποδιών συμβολίζει την ένωση των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας, ο Εύζωνος στέκεται ακίνητος και δεν του επιτρέπεται η παραμικρή κίνηση, ακόμη κι αν κάποιος τον ενοχλεί ή πάει να του πετάξει κάτι, όπως έγινε πριν έναν χρόνο περίπου στη διάρκεια μίας διαδήλωσης. Πάντα υπάρχει γύρω αστυνομία ώστε έτσι και τα πράγματα ξεφύγουν και οι Εύζωνοι κινδυνεύουν, ο παρατηρητής τους τούς απομακρύνει από το Μνημείο, αφού έχει προηγουμένως συνεννοηθεί με τον επόπτη της Προεδρικής Φρουράς.
Κάθε μισή ώρα γίνονται μερικοί βηματισμοί για την κυκλοφορία του αίματος και απόδοση τιμής μπροστά στο Μνημείο. Για οτιδήποτε χρειαστεί ο Εύζωνος ειδοποιεί με το κτύπημα του όπλου. Τότε, ο παρατηρητής θα συνεννοηθεί μαζί του με ερωτήσεις και εκείνος απαντά με ανοιγόκλειμα των ματιών. Η ζέστη ή το κρύο δεν τους επηρεάζουν και μόνο όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 5 βαθμούς Κελσίου βάζουν τη μάλλινη κάπα. Η βασική τους έγνοια είναι να μη βραχεί η ευζωνική στολή και γι’ αυτό σε περίπτωση βροχής ή χιονόπτωσης μπαίνουν μέσα στο φυλάκιο και η διέλευση γίνεται με στρατιωτικό όχημα, την «καναδέζα».
Η τελετή αλλαγής Φρουράς
H επίσημη τελετή αλλαγής Φρουράς γίνεται κάθε Κυριακή στις 11.00 π.μ. μπροστά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, έχοντας προηγηθεί η παραλαβή – παράδοση της σημαίας μέσα στο στρατόπεδο, στην πλατεία του Ευζώνου Κωνσταντίνου Κουκίδη. Γύρω στις 10.20 π.μ. το ένα ρεύμα της Βασιλίσσης Σοφίας από την Ηρώδου του Αττικού προς το Σύνταγμα κλείνει τμηματικά και γεμίζει με τις διμοιρίες των Ευζώνων να παρελαύνουν σε άψογο βηματισμό υπό τους ήχους μουσικής μπάντας, κατευθυνόμενοι προς το Μνημείο, παρουσιάζοντας ένα υπέροχο θέαμα που προκαλεί συγκίνηση και σταματάς για να το θαυμάσεις, να το καμαρώσεις ή να το φωτογραφίσεις.
Μετά το τέλος της αλλαγής και το άκουσμα του εθνικού ύμνου, οι Εύζωνοι επιστρέφουν στο στρατόπεδο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κάποιος θα είναι ιδιαίτερα τυχερός αν πετύχει την υποστολή της σημαίας κάθε Κυριακή με τη δύση του ηλίου στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Η εικόνα των Ευζώνων ν’ ανεβαίνουν τον βράχο, να περνούν μέσα από τα Προπύλαια, δίπλα στον Παρθενώνα, κατευθυνόμενοι προς το σημείο που βρίσκεται η σημαία, είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή.
Το ραφείο
Από την ξενάγηση στα άδυτα της Προεδρικής Φρουράς δεν θα μπορούσε να λείπει η επίσκεψη στο ραφείο, αλλά και στο τσαρουχοπείο. Ο Βασίλης Λάζος, ο υπεύθυνος του ραφείου, το οποίο απασχολεί δέκα άτομα, εργάζεται εκεί 26 χρόνια. Από τις πρώτες μόλις κουβέντες του μπορεί κάποιος να καταλάβει την αγάπη του για αυτό που κάνει αλλά και το μεράκι που έχει για τη δουλειά του και με μεγάλη προθυμία μοιράζεται τα μυστικά της αλλά και αυτά της τέχνης που απαιτείται για να κατασκευαστεί η ευζωνική στολή, ειδικά τα κεντημένα γιλέκα.
«Στην ουσία δεν είμαστε ράφτες. Καλύπτουμε παλιά επαγγέλματα, του τερζή, του σιρμακέζη και γενικά ασχολούμαστε με τα παραδοσιακά ρούχα», λέει ο κ. Λάζος αρχίζοντας έτσι μία υπέροχη εξιστόρηση για το πώς ξεκίνησαν αυτά: «Η φιλοσοφία της τέχνης αυτής δεν έχει καμία σχέση με τη ραφτική. Περισσότερο έχει να κάνει με το κέντημα. Ό,τι αφορούσε το κέντημα με τη χρυσοκλωστή ήταν μία τέχνη που εμφανίστηκε το 1200 στο Βυζάντιο. Αυτοί που την ασκούσαν ονομάζονταν τερζήδες. Ανάλογα με την τεχνογνωσία τους ήταν αυστηρά ιεραρχημένοι σε μαστόρους καλφάδες και τσιράκια. Ήταν ένα από τα πιο αξιοπρεπή επαγγέλματα της εποχής γιατί πέρα από την τεχνογνωσία ο τεχνίτης έπρεπε να έχει και ήθος, γιατί έμπαινε μέσα στα σπίτια και καθόταν 3, 6 μήνες μέχρι και έναν χρόνο, μέχρι να τελειώσει τη δουλειά. Κεντούσαν πάνω σε βελούδινα γιλέκα χρησιμοποιώντας χρυσά ή αργυρά νήματα και αυτό ήταν και ένδειξη της οικονομικής επιφάνειας του κατόχου, μια και η χρυσή κλωστή είναι πανάκριβη σαν υλικό. Αυτή η τέχνη, του τερζή, μοιάζει μ’ αυτήν που χρησιμοποιούμε εμείς εδώ για την κολοκοτρωνέικη στολή, τη χρυσοκέντητη στολή του αξιωματικού».
Τη δουλειά ο κ. Λάζος την έμαθε από τον πατέρα του και υπογραμμίζει πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η εμπειρία στην εξέλιξή της. «Αν κάποιος δεν φτιάξει πολλά γιλέκα δεν θα καταλάβει τον τρόπο που πρέπει να τραβάει την κλωστή του για να μην “μπάσει” από τις βελονιές, γιατί το σημαντικό είναι στο τέλος της διαδικασίας να μη διακρίνεται καθόλου η τσόχινη βάση. Αυτό δεν μπορεί να στο δώσει ή να στο εξηγήσει κανένας. Μαθαίνεται από την εμπειρία».
Ενώ το γιλέκο χρειάζεται μέχρι και 6 μήνες για να φτιαχτεί, τα πράγματα είναι πιο εύκολα για την εντυπωσιακή φουστανέλα, που ράβεται σε δύο μέρες, αλλά και για τους ντουλαμάδες. Ο χειμερινός ντουλαμάς, με τα 72 κουμπιά, σε μία βδομάδα είναι έτοιμος. Όπως σημειώνει ο κ. Λάζος «στις χειμερινές στολές μπορείς να δουλέψεις μηχανικά. Ενώ για τα γιλέκα πρέπει να σκέφτεσαι το κάθε σου βήμα, διαφορετικά θα τα ξηλώσεις. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να σε απορροφά η δουλειά σου, να σκέφτεσαι την ώρα που δουλεύεις. Περνάει η ώρα και δεν το παίρνεις χαμπάρι. Από τις βελονιές φαίνεται αν αυτός που τις έκανε ήταν ήρεμος και συγκεντρωμένος. Και η ικανοποίηση είναι μεγάλη όταν πιάσεις το τελειωμένο γιλέκο στα χέρια σου και το καμαρώνεις». Ο κ. Λάζος επισημαίνει την ανάγκη εκπαίδευσης νέων ανθρώπων, ώστε να συνεχιστεί αυτή η τεχνογνωσία, η οποία σαν οικιστική τέχνη, γνώρισε μεγάλη άνθηση στις αρχές του αιώνα, και μέχρι τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν αρκετά συνεργεία που έκαναν αυτή τη δουλειά. Αυτά τα συνεργεία προμήθευαν την Προεδρική Φρουρά και στο στρατόπεδο γινότανε μόνο η συντήρηση των ρούχων. Με την πάροδο του χρόνου όμως αυτά έπαψαν να είναι βιώσιμα. Τώρα, η στολή φτιάχνεται εξ ολοκλήρου στο ραφείο της Φρουράς και ο χρόνος ζωής της είναι τα 25 χρόνια. Τα σχέδια του γιλέκου είναι τα ίδια, όπως ακριβώς τα βρήκαν.
Το τσαρουχοποιείο
Στο τσαρουχοποιείο, υπεύθυνος είναι ο κ. Δερματάς, ο οποίος έχει μάθει τη δουλειά από προηγούμενους μαστόρους και δουλεύει εκεί από το 2011. Μαζί με τους βοηθούς του φτιάχνουν όλα τα κομμάτια της ευζωνικής στολής που έχουν σχέση με δέρμα, όπως τα τσαρούχια, οι λευκές μπότες των Κρητικών, οι μαύρες των Ποντίων, τα μποτάκια των αξιωματικών (στιβάλια) και οι ζώνες με τις φυσιγγιοθήκες. Εκεί επίσης γίνεται και η συντήρηση όλων αυτών.
«Τα πάντα είναι χειροποίητα, δεν υπάρχουν εδώ μηχανήματα» λέει ο κ. Δερματάς, μιλώντας κι αυτός με αγάπη για τη δουλειά του, δείχνοντας ταυτόχρονα πώς φτιάχνεται ένα τσαρούχι. «Κόβουμε τα δέρματα με τα διάφορα πατρόν που έχουμε και αρχίζουμε να ράβουμε με τα σουβλιά και τους κηρωμένους σπάγκους και μετά να συναρμολογούμε. Την κλωστή τη φτιάχνουμε από το κουβάρι του σπάγκου και μετά την κερώνουμε, ώστε να μη σαπίζει και ν’ αντέξει περισσότερο χρόνο».
Για να φτιαχτεί ένα ζευγάρι τσαρούχια χρειάζονται γύρω στις 6 μέρες και 600-650 βελονιές. Το μικρότερο νούμερο είναι το 44 και το μεγαλύτερο το 53. Το κάθε ζευγάρι έχει 100-120 καρφιά και ζυγίζει περίπου 3,5 κιλά, ανάλογα με το νούμερο και έχει διάρκεια ζωής γύρω στα 4,5-5 χρόνια. Τα καρφιά βοηθούσαν τους παλιούς Ευζώνους να σκαρφαλώνουν στα κατσάβραχα, αλλά οι σύγχρονοι χρειάζονται μεγάλη εκπαίδευση σε ειδικό βηματισμό, ώστε να μπορούν να περπατάνε μ’ αυτά χωρίς να γλιστρούν στην άσφαλτο ή στο πεζοδρόμιο. Η δε φούντα στα τσαρούχια χρησίμευε για να κρύβουν ένα αιχμηρό αντικείμενο για την ώρα της μάχης, αλλά και για να προστατεύει κάπως τα δάκτυλα των ευζώνων από το κρύο.