H Ροτόντα, λίγα μέτρα πιο πάνω από την Καμάρα, όπως αποκαλούν οι Θεσσαλονικείς την Αψίδα του Γαλέριου επί της οδού Εγνατίας, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα τοπόσημα της πόλης.
Ένα επιβλητικό οικοδόμημα, στρογγυλό, εξού και η ονομασία «ροτόντα», ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αλάνες, καφετέριες και παρκαρισμένα αυτοκίνητα, που για πάρα πολλά χρόνια οι ντόπιοι είχαν λίγο-πολύ ξεχάσει, ιδιαίτερα το εσωτερικό του, καθώς, μετά τον σεισμό του 1978 και τις ζημιές που προκλήθηκαν, παρέμενε για δεκαετίες κλειστό για την αποκατάστασή του και μονίμως καλυμμένο από σκαλωσιές.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα μνημείο τόσο εντυπωσιακό, αρχιτεκτονικά πανομοιότυπο με το Πάνθεον της Ρώμης, που αν μπορούσε κανείς να διαγράψει από το οπτικό του πεδίο οτιδήποτε μοντέρνο και ιδεατά το τοποθετούσε δίπλα σε άλλα, εξαιρετικά απομεινάρια της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, θα έλεγε ότι αυτή η πόλη θα μπορούσε να αποτελεί μια ελληνική Φλωρεντία.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη κι έτσι αυτό το επιβλητικό και υπέροχο αρχιτεκτόνημα που χτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή λίγο μετά το 300, προδίδει το κλέος και την ιστορική του σημασία, αλλά παρέμενε παροπλισμένο και κάπως αποκομμένο από την κοινωνική ζωή της πόλης, παρόλο που είναι αδύνατον να μην το προσέξεις, αφού φαίνεται ακόμα και από την παραλία!
Με διάμετρο 24,50 μέτρα, ύψος περί τα 30 μέτρα και εσωτερικούς τοίχους πλάτους 6,5 μέτρων και μια σειρά μεγάλα και μικρότερα παράθυρα, εντυπωσιάζει όποιον την αντικρίζει.
Όλα αυτά τα χρόνια, από τον σεισμό, οπότε και έκλεισε, μέχρι τα τέλη του 2015, άνοιγε κατά καιρούς για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως η Biennale του 1986, ή για συναυλίες, αλλά συχνά οι δράσεις των καλλιτεχνών ξεσήκωναν αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων της Θεσσαλονίκης που ανέκαθεν κυριαρχούσαν. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του ερμηνευτή της τζαζ Σάκη Παπαδημητρίου, που κάποια στιγμή επιχείρησαν να τον λιντσάρουν.
Μόνο πρόσφατα, το 2010, το Μουσείο Φωτογραφίας, με τη σύμφωνη γνώμη της Μητρόπολης –ένας νόμος του Βενιζέλου παραχωρεί το μνημείο 12 φορές τον χρόνο για κυριακάτικη λειτουργία– οργάνωσε μια μεγαλειώδη έκθεση στο πλαίσιο της ΡhotoBiennale με τίτλο «Από τον Βόσπορο στην Αδριατική». Να σημειώσουμε ότι για τους πιστούς αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία η Ροτόντα αναφέρεται ως Άγιος Γεώργιος, όνομα που πήρε από παρακείμενο εκκλησάκι το 1912.
Προβλήματα με την έκθεση φωτογραφίας δεν προέκυψαν και χιλιάδες κόσμου συνέρρευσε να την επισκεφθεί, αν και υπήρχαν σκαλωσιές. Μόλις τον Δεκέμβρη του 2015 παραδόθηκε απαλλαγμένη, επιτέλους, από αυτές και αποκατεστημένη πλήρως στο κοινό με μια πανηγυρική εκδήλωση, κατά την οποία μουσικά και χορωδιακά σύνολα ερμήνευσαν χριστουγεννιάτικες μελωδίες.
Προστατευόμενο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, έχει συμπεριληφθεί στα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, καθώς με την επικράτηση του χριστιανισμού ο Θεοδόσιος Α‘ τη μετέτρεψε σε ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων.
Αυτός ήταν και ο λόγος που άνοιξαν κόγχη στην ανατολική πλευρά για το ιερό και μία άλλη στη δυτική πλευρά αντίστοιχα για να χρησιμοποιηθεί ως είσοδο των πιστών.
Τότε προστέθηκαν τα περίφημα ψηφιδωτά της για να κοσμήσουν τις καμάρες των κογχών που διανοίχτηκαν ανάμεσα στον εσωτερικό τοίχο και έναν εξωτερικό που σήμερα δεν υπάρχει, αλλά και τα τοξωτά ανοίγματα των φεγγιτών και του τρούλου, ο οποίος δεν είναι ορατός εξωτερικά.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430 από τους Τούρκους και για έναν αιώνα περίπου συνέχισε να λειτουργεί ως χριστιανικός ναός, αλλά το 1590 ο Σεΐχης Σουλεϊμάν Χορτατζής Εφέντης το μετέτρεψε σε μουσουλμανικό τέμενος.
Όπως ήταν φυσικό, συμπληρώθηκε από μιναρέ, που είναι και ο μοναδικός που ακόμα στέκει όρθιος στην πόλη – με την απελευθέρωση του 1912, έριξαν όλους τους υπόλοιπους, που, άλλωστε, ορθώνονταν κι εκείνοι δίπλα σε βυζαντινές εκκλησίες που είχαν μετατραπεί, επί τουρκοκρατίας, σε τζαμιά.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια που η Θεσσαλονίκη προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος υπήρχε η ιδέα η Ροτόντα να γίνει αρχαιολογικό μουσείο. Η ιδέα δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά αποτέλεσε αποθηκευτικό χώρο γλυπτών και άλλων αρχαίων ευρημάτων από ολόκληρη τη Μακεδονία.
Όσα χρόνια διήρκεσε η οθωμανική κυριαρχία στην πόλη, τα πρόσωπα που απεικονίζονταν στα υπέροχα ψηφιδωτά καλύφθηκαν, κι έτσι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιες μορφές αναπαριστούσαν. Χάρη σε αυτό το γεγονός, όμως, κατάφεραν να σωθούν και, εν τέλει, να αποκατασταθούν και να αναδειχτούν από τους συντηρητές.
Έτσι, σήμερα, μπορούμε να θαυμάσουμε τα ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, καθώς και θέματα από τον φυσικό κόσμο που αποκαλύπτουν μια φυσιοκρατική διάθεση σε ζωηρά χρώματα και χρυσό φόντο.
Στον θόλο, στην κορυφή, εμφανίζεται ψηφιδωτή σύνθεση που κατά πάσα πιθανότητα απεικονίζει τον Χριστό όρθιο σταυροφόρο. Αυτό αποκαλύπτεται από το διασωθέν περίγραμμα από κάρβουνο που μαρτυρεί ότι εικονιζόταν μέσα σε πολύχρωμη «δόξα» που την υποβάσταζαν τέσσερις άγγελοι. Με τον καθαρισμό των ψηφιδωτών του μνημείου ήρθαν στο φως τα κεφάλια και τα φτερά των αγγέλων.
Χαμηλότερα, μια σειρά από καλύτερα διατηρημένα ψηφιδωτά, όπου παριστάνονται φανταστικά, πολυτελή οικοδομήματα,μπροστά από τα οποία στέκουν δύο ή τρεις άγιοι ευλαβικά, σε στάση δέησης, αν και δεν είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται για πολιτειακούς παράγοντες και όχι για αγίους, παρόλο που από κάτω υπάρχουν επιγραφές με όνομα, ιδιότητα και μήνα εορτασμού τους! Κάπως έτσι, συντηρείται ο μύθος που θέλει τη Ροτόντα να παραμένει ένας γρίφος.
Στην κόγχη του ιερού υπάρχει τοιχογραφημένη η Ανάληψη, που έχει υποστεί φθορές. Αν κάτι εξυψώνει ψυχικά τον επισκέπτη, δημιουργώντας του δέος και θαυμασμό καθώς περνάει την πύλη της Ροτόντας, δεν είναι άλλο από το άπλετο φυσικό φως που διαχέεται από τα παράθυρα και την οροφή, αναδεικνύοντας τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του μνημείου.
Text Χρήστος Παρίδης
Πηγή lifo.gr