Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε Μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ήρθε μόνη της εδώ με διάφορους πατριώτες και γνωστούς. Έφυγε από το χωριό, το Μπαϊντίρι, πήγε στη Σμύρνη, απ‘ ό,τι μου έλεγε, κρυβόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, μετά έπιασε φωτιά…
O πατέρας μου έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία και γύρισε μετά από ένα χρόνο με την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στην Καισαριανή. Υπάρχει μια φωτογραφία στο Δήμο της Καισαριανής που υπάρχουν τα αντίσκηνα, που είναι η πρώτη φάση. Ερχόμενος ο πατέρας μου από τη Μικρά Ασία, τους βγάλανε στον Πειραιά με το καράβι και άρχισε ο καημένος να ρωτάει πού υπάρχουνε Μπαϊντιριανές.
Βρέθηκε μια Μπαϊντιριανιά, συχωριανή της μάνας μου, η οποία ήξερε πού μένει η μάνα μου, τον πήρε και τον οδήγησε και τον έφερε στην Καισαριανή. Φαντάζεσαι τη συγκίνηση και των δύο, ο πατέρας με τσουβάλια και με ψείρα κουκουνάρι… Συναντήθηκαν λοιπόν ο Γιάννης κι η Μαρία. Η μάνα μου δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθανε. Απ‘ ό,τι μου έλεγε πήγαινε και ρωτούσε κάποια μέντιουμ να της πει αν ζει, και της έλεγε ότι ζει και να μην ανησυχεί. Και τον έβλεπε, λέει, να ταΐζει καμήλες, και όντως τον είχανε οι Τούρκοι στο στρατό να ταΐζει καμήλες.
Τέλος πάντων ήρθε λοιπόν ο πατέρας μου και απ‘ ό,τι μου ’λεγε η μάνα μου βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο να κοιμηθούνε. Εντωμεταξύ είχανε φτιάξει και την εκκλησία, τον άγιο Νικόλαο. Ο πατέρας μου ήτανε, ας το πούμε θρησκόληπτος, του άρεσε πολύ η εκκλησιαστική μουσική και η εκκλησία. Μια και ήτανε κοντά το αντίσκηνο στην εκκλησία, πήγαινε την Κυριακή να παρακολουθήσει τη λειτουργία αλλά και πολλές φορές το απόγευμα που γίνονταν βαφτίσια και γάμοι…
Θυμάμαι πάρα πολλές φορές ότι τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι να φάμε και παίρναμε μια ρέγγα από τον μπακάλη κι ο πατέρας μου άναβε μια εφημερίδα για να την ψήσει και τρώγαμε τέσσερα άτομα, τρώγαμε μια ρέγγα και τα τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό γιατί ήτανε αλμυρή η ρέγγα, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν.
Ο πατέρας μου ήτανε βενιζελικός. Έλεγε ότι «και να με πνίξουν στη θάλασσα, εγώ θα βγάζω το δάχτυλό μου και θα φωνάζω Βενιζέλο». Όλοι οι Μικρασιάτες ήτανε βενιζελικοί, καλώς ή κακώς δεν ξέρω, η ιστορία θα το πει, τέλος πάντων. Η Καισαριανή βέβαια ήταν αριστερή. Εγώ αν έμενα στην Καισαριανή μπορεί και να μη ζούσα τώρα. Έφυγα μικρή, δεκατριών χρονών το ’41, αν έμενα σίγουρα θα είχα ανακατευτεί και μπορεί να μην υπήρχα, θά ’χα μπλέξει, κάπου θα την είχα φάει…
Απ’ ό,τι θυμάμαι, από μικρό μικρό παιδάκι εκεί στην Καισαριανή μέναμε σε παράγκα. Κι όχι μόνο εμείς, ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων της Μικράς Ασίας που τους εγκαταστήσανε στην Καισαριανή, από ένα σημείο και κάτω μας είχανε κάνει παράγκες. Δηλαδή ένα δωμάτιο, μια παράγκα, είχανε δώσει στην κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων της κάθε οικογένειας. Ομολογώ διαστάσεις δεν θυμάμαι, τέσσερα επί τέσσερα, τρία επί τέσσερα, δεν ξέρω, ήμουνα παιδάκι. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ήτανε ένα δωμάτιο. Ήτανε οι παράγκες η μια πλάι στην άλλη και αν θυμούμαι καλά ήταν η δική μας, της θείας Ελενίτσας πλάι, μετά της κυρα-Βαγγελιώς, μετά της Μαρίας, μετά της κυρίας Αρχοντούλας και μετά της κυρίας Ολυμπίας, άρα ήτανε έξι οι παράγκες από τη μια πλευρά και έξι αντίστοιχα από την άλλη, την πίσω πλευρά. Μας χώριζε μια μεσοτοιχία από ξύλο, από τάβλες. Δηλαδή αν ροχάλιζε ο πίσω ή διαγώνια ο άλλος ο γείτονας, εμείς ακούγαμε το ροχαλητό και οτιδήποτε άλλους κρότους σίγουρα τους ακούγαμε.
Πλάι στην παράγκα ο πατέρας μου είχε κάνει μια κουζινίτσα από γκαζοτενεκέδες. Είχε ανοίξει γκαζοτενεκέδες και είχε φτιάξει απέξω μια κουζινούλα ώστε να μπορεί η μητέρα μου εκεί να μαγειρεύει, τρώγαμε εκεί σαν τραπεζαρία. Εκεί είχε μια σκάφη και κάθε Σάββατο μας έπλενε, μας έκανε μπουγάδα όλους, από τον πατέρα μου μέχρι την αδελφή μου και μένα. Είχε ένα βαρέλι μεγάλο μες στην κουζίνα όπου μάζευε βρόχινο νερό, γιατί με το βρόχινο νερό καθαρίζανε τα μαλλιά καλύτερα, ή και τα ρούχα που έπλενε ήταν καλύτερα.
Σ’ αυτό το κουζινάκι θυμάμαι πολλές φορές είχαμε φιλοξενήσει, είχαμε κοιμίσει διάφορους γνωστούς και πατριώτες από τη Μικρά Ασία που δεν τολμούσαν να πάνε πιο πάνω που ήταν το σπίτι τους γιατί τους κυνηγούσανε, μπλόκα, και το ’να και τ’ άλλο. Για λόγους πολιτικούς καθαρά, ήτανε οι άνθρωποι κομμουνιστές. Κανονικά πήγαιναν στη δουλειά τους, πιο ψηλά από μας ήταν το σπίτι τους -και αυτωνών παράγκα- αλλά μαθαίνανε στην Αθήνα, πριν γυρίσουν το απόγευμα να επιστρέψουν στο σπίτι, «μην πάτε απάνω γιατί έχει μπλόκο» και αυτοί μένανε πιο κάτω και πολλές φορές μένανε στο σπίτι μας. Και επειδή ήταν ακριβώς πίσω μας αυτός ο χωροφύλακας, ο πατέρας μου έτρεμε ο φουκαράς και θυμάμαι που μου έλεγε «Κακομοίρα μου, μην πας το πρωί που θα βγεις στη γειτονιά και πεις στα παιδιά ότι κοιμήθηκε ο θείος τάδε…».Θέλω να πω ότι όλα ακούγονταν και τα μάθαινε ο ένας από τον άλλον πολύ εύκολα με αυτή την κατασκευή των σπιτιών.
Αυτές οι παράγκες σχημάτιζαν τετράγωνο και υπήρχανε είσοδοι που έμπαινες μέσα στο τετράγωνο αλλά ήταν πολύ στενές, μόνο ποδήλατο μπορούσε να περάσει ή γαϊδουράκι και σούστα το πολύ πολύ, αλλά όχι αυτοκίνητο. Στη μέση λοιπόν αυτού του τετραγώνου, σε κάθε τετράγωνο, υπήρχαν τα κοινά καμπινέ. Ήταν κι αυτά χωρισμένα στη μέση, η μια μεριά ήταν των ανδρών, η άλλη των γυναικών. Βέβαια οι άνθρωποι αναγκαζόντουσαν μέσα στα σπίτια τους τη νύχτα να έχουνε κάποιο δοχείο και την άλλη μέρα το πρωί όλες οι γειτόνισες πηγαίνανε παρέλαση να αδειάσουνε όλα αυτά μέσα εκεί. Υπήρχε και ένας κοινός βόθρος που πήγαιναν μέσα όλα αυτά και το βυτίο εκκενώσεως βόθρων που ήταν του Δήμου αργούσε πολλές φορές να ’ρθει κι ο βόθρος γέμιζε και ξεχείλιζε και δυσοσμίες…
Νερό βεβαίως δεν είχαμε στις παράγκες. Υπήρχαν βρύσες κοινές, κοινοτικές, σε κάποιες γωνίες, όπου γύρω γύρω από τη σωλήνα ήτανε τσιμέντο. Θυμάμαι που πηγαίναμε να πάρουμε νερό. Η μητέρα μου δούλευε η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου και έλειπε όλη τη μέρα. Επειδή αυτό το νερό ερχόταν ορισμένες ώρες της ημέρας, ερχόταν, ας πούμε, δέκα με δώδεκα ή μία με τρεις, και έπρεπε όλοι, κυρίως οι γυναίκες να τρέξουν να γεμίσουνε τους τενεκέδες. Είχαμε γκαζοτενεκέδες και στη μέση από τη μια μεριά ως την άλλη ένα ξύλινο στρογγυλό χέρι, ή με κουβάδες. Επειδή έλειπε η μητέρα μου και η αδερφή μου μάθαινε μοδίστρα και δεν ήταν στο σπίτι, κουβαλούσα εγώ τις περισσότερες φορές το νερό για όλη την οικογένεια. Κάναμε ουρά λοιπόν και θυμάμαι την εξής εικόνα: από νωρίς πηγαίναν οι γυναίκες και βάζανε τους τενεκέδες τους στην ουρά, τον έναν πίσω από τον άλλον. Την ώρα λοιπόν που ερχόταν το νερό, πηγαίναμε εκεί και βεβαίως πολλές φορές πήγαινε η μία να κλέψει τη σειρά της άλλης και παίζονταν οι γκαζοτενεκέδες και χτύπαγε η μια και άνοιγε το κεφάλι της άλλης. Ήτανε μια Αρμένισσα που την είχαμε βγάλει «Το καμένο κρεμμύδι», γιατί ερχόταν με τον τενεκέ και προφασιζόταν και μας παρακαλούσε να την αφήσουμε να πάει να πάρει το νερό γιατί έχει αφήσει το κρεμμύδι στη φωτιά και θα καεί.
Μέχρι το ’40 και ’41 που έγινε η Κατοχή και έφυγα εγώ από το σπίτι, αλλά και μέχρι το ’44 που κάηκε όλη η γειτονιά μου, δεν θυμούμαι ποτέ να είπαν ότι βάλανε νερό μέσα στα σπίτια. Νομίζω ότι το ίδιο πράγμα θα ίσχυε και για τις άλλες γειτονιές που ήταν πάνω από μας, όπου τα λέγαμε εμείς «τα χτιστά». Διότι από ένα σημείο και μετά υπήρχανε πάλι προσφυγικά σπίτια αλλά ήτανε χτιστά με πλίνθους. Άλλα διόροφα και άλλα μονόροφα, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα και τα οποία φοβάμαι ότι όπου νάναι θα τα γκρεμίσουνε για να χτίσουν πολυκατοικίες. Και τώρα πάω και τα επισκέπτομαι πολλές φορές και περνάω και συγκινούμαι ιδιαιτέρως. Και αυτά «τα χτιστά» που λέμε, το ίδιο σύστημα και αυτοί: πολύ μικρά δωμάτια, έξω από τα δωμάτια αυτά έχουν τα μικρά τα κουζινάκια που σκύβεις για να μπεις μέσα. Απορώ αυτοί οι άνθρωποι πώς χωρούνε μέσα εκεί. Φοβούμαι λοιπόν ότι και αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τις ανέσεις.
… Από φτώχεια τώρα καταλαβαίνετε τι γινότανε. Θυμάμαι πάρα πολλές φορές ότι τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι να φάμε και παίρναμε μια ρέγγα από τον μπακάλη κι ο πατέρας μου άναβε μια εφημερίδα για να την ψήσει και τρώγαμε τέσσερα άτομα, τρώγαμε μια ρέγγα και τα τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό γιατί ήτανε αλμυρή η ρέγγα, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν.
Από ρούχα; Εγώ θυμάμαι ότι παπούτσια μας παίρνανε μια φορά το χρόνο και κείνο αν καταφέρναν να τα πάρουνε.
Το χειμώνα η παράγκα έτρεχε γιατί εμείς ήμασταν στην πιο χαμηλή στάθμη. Υπήρχαν άλλες παράγκες, όχι καν χτιστά σπίτια, παράγκες που ήτανε απέναντί μας και επειδή αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια καλύτερη οικονομική άνεση από μας, έβαλαν κεραμίδια για να αποφύγουν το νερό που έμπαινε. Ενώ σε μας τους υπόλοιπους κάθε φθινόπωρο μας έδινε η δημαρχία από ένα τόπι πισσόχαρτο, ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και άπλωναν αυτό το πισσόχαρτο, έβαζαν πήχες και το κάρφωναν, αλλά με πολύ δυνατό αέρα σκιζόταν το πισσόχαρτο και η βροχή έμπαινε μέσα. Όπου η κακομοίρα η μάνα μου έπαιρνε τσουκάλια, τεντζερέδια, κατσαρόλια και τα ’βαζε όπου έτρεχε το νερό κι έσταζε. Θυμάμαι πολλές φορές έσταζε και πάνω στο κρεβάτι που κοιμόμουνα με την αδερφή μου. Τύλιγε τότε η μάνα το στρώμα ρολό για να μη βραχεί και μουχλιάσει, το ’κανε στην άκρη και μας έβαζε επάνω και κάποιες βραδιές ξενυχτούσαμε πάνω στο στρώμα.
Φτώχεια κι αν έχεις θύματα, κρύβεις ψυχές μ’ αισθήματα…
Φυσικό είναι, όλοι οι γείτονές μου ήτανε Μικρασιάτες. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από κει, παρόλο τον καημό που είχανε, παρόλο τον πόνο που χάσανε την πατρίδα τους και τα σπίτια τους και τα έχει τους, βρήκανε δουλειά σιγά σιγά εδώ και το κέφι δεν τους έλειπε.Πήγαιναν στις ταβέρνες που δημιουργήθηκαν εκεί γύρω, πίναν το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, τραγουδούσανε. Ήτανε πάρα πολύ εγκάρδιοι. Γινόταν, ας πούμε, ένας γάμος. Όλοι μαζί βοηθούσαν στο γάμο, στρώνανε τα τραπέζια στην αυλή, φορούσανε στη μέση τους οι άντρες τραπεζομάντιλα και κάνανε τα γκαρσόνια. Ή αν γεννούσε μια γυναίκα, τρέχανε όλες οι γειτόνισσες να βοηθήσουνε τη λεχώνα να γεννήσει, να της πλύνουν τα ρούχα, να της πλύνουν τα πιάτα, να μαγειρέψουνε. Ή αν γινότανε κηδεία πάλι όλοι τρέχανε να βοηθήσουνε. Δεν είναι αυτό το σημερινό, που μένεις σε μια πολυκατοικία και δεν ξέρεις ποιος κάθεται από πάνω, ποιος κάθεται από κάτω, ποιος κάθεται πλάι. Εκεί γνώριζε ο ένας τον άλλον στη γειτονιά και όλοι συντρέχανε ο ένας τον άλλον, να βοηθήσουνε.
Όχι μόνο εμείς αλλά όλοι εκεί οι άνθρωποι δεν είχαμε την ευχέρεια την οικονομική να τρώμε το κρέας που τρώνε σήμερα. Παίρναμε λοιπόν μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα για μας: την Κυριακή έπρεπε να βάλουμε τα καλά μας ρούχα, την Κυριακή έπρεπε να ξυριστεί ο πατέρας μου για να πάει στην εκκλησία, άλλαζε όλη η ψυχική μας διάθεση. Eνώ τις καθημερινές τρώγαμε όσπρια, πρασόρυζο, σπανακόρυζο, ρέγγες που τις έκαναν στην εφημερίδα, κάποια σαλάτα, σούπες διάφορες, μπακαλιάρο ξερό, αυτά ήταν τα φαγιά, αυτά θυμάμαι. Βέβαια το καλοκαίρι ήτανε οι μελιτζάνες, οι μπάμιες, όλα αυτά, αλλά όχι όπως τα κάνουν τώρα όλα τουρλού, το τουρλού δεν το ξέραμε, μελιτζάνες χωριστά, μπάμιες χωριστά, δηλαδή ένα τσουκάλι με ένα είδος φαγητού.
Οι γυναίκες πλέκανε, βέβαια, το πιτσίνι το λεγόμενο. Η θεία Ελενίτσα, αυτή συνεχώς με το βελονάκι έκανε ροδέλες και τις ροδέλες τις ένωνε και δεν ξέρω τι άλλο τις έκανε. Η μάνα μου είχε κουρτινάκια στο παράθυρο, στην εταζερίτσα είχε. Κάτω υπήρχανε κουρελούδες.
Φεγγαράκι μου λαμπρό…
Σχολείο πήγα στην αρχή σε μια παράγκα -όπως και η εκκλησία ήτανε παράγκα, δεν ήταν αυτό το μεγαθήριο που υπάρχει τώρα-, μετά χτίστηκε το σχολείο του Βενιζέλου, επάνω στην Καισαριανή και τα υπόλοιπα χρόνια τα πέρασα εκεί.
Διάβασμα με τη λάμπα, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι δεν μ’ άρεσαν ποτέ τα γράμματα. Στο σπίτι άλλο από μια Σύνοψη και την εφημερίδα που διάβαζε ο πατέρας μου… Η Σύνοψη, η Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννου, και με βάζανε παιδάκι να τους τα διαβάζω αυτά και δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Η μάνα μου δεν ήξερε γράμματα καθόλου, εγώ της έμαθα να βάζει την υπογραφή της. Ο πατέρας μου είχε βγάλει το δημοτικό σχολείο στο Μπαϊντίρι, διάβαζε την εφημερίδα κανονικά, αλλά βιβλία δεν είχαμε στο σπίτι μας, μόνο του σχολείου τα βιβλία. Την έννοια μορφωμένος την εποχή εκείνη στην Καισαριανή, τη δίνανε στα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο.
Στην τάξη μου ήμαστε καμμιά τριανταριά παιδιά, είχαμε δασκάλα την κυρία Σωσώ, ήταν μάλιστα και κουτσή. Υπήρχε και η «Ιματιοθήκη του Μαθητή» που κάθε χρόνο ερχόντουσαν και μας μοίραζαν στα άπορα παιδάκια, έπαιρνα κι εγώ, από μια ποδιά, αυτές τις μπλε που μας κουμπώναν από πίσω και παπούτσια με βακέτα. Αυτό υπήρχε μέχρι που έβγαλα το δημοτικό. Μια εποχή μας είχανε και συσσίτιο, είχαμε μια πετσέτα, το πιάτο μας… Το σχολείο στέγαζε τρία δημοτικά, εγώ ήμουνα στο Τρίτο… Απέναντι ήταν το γήπεδο που παίζανε εκεί τα παιδιά μπάλα, κούνιες, τσουλήθρες. Θυμάμαι μια κυρία που ερχόταν και τη λέγανε «η Αμερικάνα» και μας μοίραζε γάλατα βλάχα ζαχαρούχο στις γυναίκες για τα παιδιά τους, αυτό βέβαια πριν την Κατοχή. Μάζευε τις μανάδες σε κάποια αίθουσα και τους έκανε μαθήματα για τα παιδιά. Πηγαίνανε ένα απόγευμα μες στη βδομάδα οι μανάδες…
Κοντά στον Καρά δεν έμαθα μόνον βυζαντινή μουσική και νότες. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Από δημοτικό τραγούδι, παρόλο που τραγουδούσα σαν παιδάκι, δεν ήξερα τι είναι. Ο Καράς με μύησε στο τι είναι το δημοτικό τραγούδι, τα είδη του δημοτικού τραγουδιού. Αυτά που λέω τώρα γίνονται την Κατοχή, Γερμανοί βεβαίως στην Ελλάδα, ο ραδιοφωνικός σταθμός, κάτω στο Ζάππειο, ήταν στα χέρια τους.
Έρευνα έκανε ο δάσκαλός μου, χωρίς μαγνητόφωνο, το καλοκαίρι. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε ότι η Ραδιοφωνία στην Ελλάδα ιδρύθηκε το 1936 και από τα πρώτα στελέχη ήτανε και ο Σίμων Καράς, ο οποίος οργάνωσε το Τμήμα Δημοτικής Μουσικής, άρα ήταν υπάλληλος. Έτσι, όταν τουλάχιστον τον γνώρισα εγώ, τα καλοκαίρια που έπαιρνε την άδειά του, πήγαινε και όργωνε την Ελλάδα. Και θυμάμαι, όταν επέστρεφε απ’ το κάθε ταξίδι, έφερνε τα τραγούδια γραμμένα με το χέρι με βυζαντινή παρασημαντική και οι τσέπες του ήταν γεμάτες απολειφάδια, που λέμε, από τα μολύβια αυτά τα faber, τα ξύλινα. Και άδειαζε από τις τσέπες του κάθε φορά χούφτες τα μολυβάκια τα μικρά που μένανε.
Τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο ήταν το έργο που έκανε ο δάσκαλός μου. Διότι βεβαίως πήγαινε, όπως κι εγώ αργότερα, σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας για να βρίσκεται πολύ κοντά στην αυθεντικότητα των τραγουδιών. Γιατί οι μεγάλοι άνθρωποι, οι μεγάλης ηλικίας δεν δέχονται να τους παραλλάξεις και να τους χαλάσεις τίποτα από τις συνήθειές τους, ούτε βεβαίως από το τραγούδι κι από το χορό. Διότι σου λέει, «εμείς έτσι το ξέρουμε, έτσι το μάθαμε»… Και πάρα πολύ καλά έκανε. Αλλά ένα τραγούδι για να το γράψεις με νότες την ώρα που τραγουδάει ο άλλος είναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα. Έπρεπε φράση φράση.
Λοιπόν έλεγε μια φράση ο τραγουδιστής, η γυναίκα ή ο άντρας, έπρεπε να το επαναλάβουνε για να γράψει. Αλλά στο δημοτικό τραγούδι δεν είναι εύκολο να πεις ακριβώς τις νότες. Ο τρόπος που τραγουδάνε όσοι δεν μπορούν να τραγουδήσουν σωστά δημοτικό τραγούδι, είναι να το απογυμνώνουν από τα τσαλίμια και το τραγουδάνε πολύ ξερά. Αυτό είναι πολύ απλό, γράφεις πολύ εύκολα τις νότες. Αλλά το να τραγουδήσει ο απλός ο άνθρωπος του λαού εκεί με τα τσαλίμια του, είναι πολύ δύσκολο να το γράψεις. Μάζευε λοιπόν αυτά τα τραγούδια, τα έφερνε στο Σύλλογο, μας τα δίδασκε και τότε κάναμε τις εκπομπές στο ραδιόφωνο.
Στο δημοτικό τραγούδι δεν είναι εύκολο να πεις ακριβώς τις νότες. Ο τρόπος που τραγουδάνε όσοι δεν μπορούν να τραγουδήσουν σωστά δημοτικό τραγούδι, είναι να το απογυμνώνουν από τα τσαλίμια και το τραγουδάνε πολύ ξερά. Αυτό είναι πολύ απλό, γράφεις πολύ εύκολα τις νότες. Αλλά το να τραγουδήσει ο απλός ο άνθρωπος του λαού εκεί με τα τσαλίμια του, είναι πολύ δύσκολο να το γράψεις.
Τα χρόνια περνούν και το ’54 μπαίνω στο τότε ΕΙΡ, υπάλληλος στο τμήμα Εθνικής Μουσικής, όπου προϊστάμενος ήταν ο Καράς, ο δάσκαλός μου, που με τη βοήθειά του βεβαίως μπήκα και άρχισα να εργάζομαι κάνοντας προγράμματα από δίσκους ή από μαγνητοταινίες. Η υπηρεσία μου στο ραδιόφωνο ήταν μια άλλη εμπειρία γιατί έρχομαι σιγά σιγά σε επαφή με τα διάφορα τοπικά μουσικά λαϊκά συγκροτήματα. Τότε γνωρίζω τον Χρόνη τον Αηδονίδη, που είχε έρθει από τη Θράκη, τον Κώστα τον Μουντάκη, τον Αντώνη τον Περιστέρη, τον Τάσο τον Χαλκιά, την Κονιτοπούλου την Ειρήνη, που ήταν κοριτσάκι ανύπαντρο. Είχε έρθει τότε από τη Νάξο με τον πατέρα της που έπαιζε βιολί και που το παρατσούκλι του ήτανε „Μωρό“ και τον Γιώργο τον αδερφό της.
Τότε δηλαδή είχαν αρχίσει να έρχονται οι εσωτερικοί μετανάστες από την επαρχία, και οι καλύτεροι κατά κάποιο τρόπο μουσικοί μας από την Ήπειρο, από την Κρήτη, από τη Θράκη, απ’ τη Μακεδονία, από την Πελοπόννησο, από τη Ρούμελη, από τα νησιά, ερχόντουσαν πια σιγά σιγά στην Αθήνα μέσα. Μας φέρνανε τα τραγούδια τους, τους στίχους των τραγουδιών και κάθε βδομάδα εναλλάξ έδιναν εκπομπή, από όλες τις περιοχές. Έρχομαι λοιπόν σε επαφή με τους μουσικούς και με τη μουσική τής κάθε περιοχής μας.
Στο ραδιόφωνο είχα επίσης και μια άλλη δουλειά. Υπήρχε μια επιτροπή με πρόεδρο τον Καρά όπου ελέγχαμε τους δίσκους που μας έστελνε η κάθε εταιρεία. Είχαν αρχίσει τότε να βγαίνουν τα μικρά τα δισκάκια, τα 45άρια, κι αν μας έστελναν, ας πούμε, δέκα δισκάκια, ζήτημα αν εγκρίναμε από το ένα δισκάκι τη μία όψη, γιατί τα άλλα ήταν όλα ψευτοτράγουδα, τα δήθεν σύγχρονα δημοτικά τραγούδια. Έπρεπε δηλαδή να είναι η ορχήστρα η σωστή, ο σκοπός ο σωστός, τα λόγια τα σωστά, η εκτέλεση του τραγουδιστή να είναι σωστή. Εγώ κρατούσα τα πρακτικά της επιτροπής. Έβλεπα λοιπόν την κακοποίηση που γινόταν εις βάρος του δημοτικού τραγουδιού, αγανακτούσα και αποφάσισα κάποτε να συνεργαστώ με τον κύριο Πατσιφά που είχε την Fidelity – Philips.
Τα γραφεία ήτανε στο Μετοχικό Ταμείο, όπου άρχιζε να ανεβαίνει η Νάνα Μούσχουρη κι ο Χατζηδάκις βεβαίως. Συνεργάστηκα με τον κύριο Πατσιφά, εύρισκα συγκροτήματα γνήσια και κάναμε δίσκους, έκανα επιμέλεια στους δίσκους. Επίσης στο ραδιόφωνο εκτός από τα προγράμματα που έκανα, έκανα μουσική επιμέλεια σε διάφορες λαογραφικού περιεχομένου εκπομπές ή σε θεατρικές εκπομπές ή και, για να συμπληρώσω τον μισθό που έπαιρνα που ήταν πολύ λίγος, με καλούσαν κι έβαζα μουσική σε ταινίες φουστανέλας.
Παρόλο που εργάζομαι στο ΕΙΡ, εξακολουθώ να είμαι από το ’41 μέχρι και το ’61 στο Σύλλογο του Σίμωνα Καρά και να ανήκω στη χορωδία του. Από το ’61 και μετά σταμάτησα να πηγαίνω. Έβλεπα ότι γίνεται αυτή η παραποίηση σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού και ενώ η πρώτη μου αντίδραση ήταν να βοηθήσω και να γίνουν δίσκοι με γνήσια δημοτικά τραγούδια, παράλληλα αποφασίζω να αγοράσω με τρομερή οικονομία το πρώτο μου μαγνητόφωνο Uher, και αρχίζω πια, γύρω στο ’62-’63, τα καλοκαίρια που έπαιρνα την άδειά μου από την υπηρεσία μου να πηγαίνω στην επαρχία και να μαζεύω μουσικό υλικό. Έτσι έχω πάει στην Κρήτη, στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στην Πελοπόννησο και εξακολουθώ να μαζεύω υλικό.
Ήθελα να αποκτήσω δική μου προσωπική συλλογή, να έρθω σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους της υπαίθρου που είναι και η κυριότερη πηγή για έρευνα και συλλογή, να ακούσω απ’ ευθείας από το στόμα τους τα δημοτικά τραγούδια, να τα ηχογραφήσω για να έχω το σωστό ύφος και το σωστό τρόπο εκτέλεσης. Αυτή η προσπάθεια στην αρχή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έπρεπε να κάνω οικονομίες, να αγοράσω μαγνητόφωνο, μαγνητοταινίες, να πληρώσω τα έξοδα της μετακίνησης, διατροφής και διαμονής μου στα ταξίδια και ακόμα να ψάξω να βρω τους κατάλληλους ανθρώπους που να ξέρουν τα γνήσια δημοτικά τραγούδια και το δυσκολότερο να τους καταφέρω να τα τραγουδήσουν. Αυτούς τους ανθρώπους τους εύρισκα και εξακολουθώ να τους βρίσκω κάθε φορά που πηγαίνω για ηχογράφηση, ρωτώντας στα καφενεία, στις γειτονιές ή στην κοινότητα, γιατί όπως είναι φυσικό οι άνθρωποι που ξέρουν να τραγουδούν ή να παίζουν κάποιο όργανο, οι μερακλήδες δηλαδή, είναι γνωστοί στην περιοχή τους.
γώ ακολούθησα ακριβώς το δρόμο του Καρά. Έμεινα κοντά του από δεκατριών χρονών και ό,τι έμαθα τα οφείλω στον Καρά, θα το λέω μέχρι να πεθάνω. Αλλά κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω και κάτι μόνη μου. Κι αυτό πάντα μ’ έπνιγε, „τι θα πει ο Καράς και πώς θα το πάρει“, γιατί ήξερα τις αντιδράσεις του από προηγούμενες περιπτώσεις. Δυσκολεύτηκα ομολογώ πάρα πολύ μέσα μου, πάλεψα για να μπορέσω να κάνω κάτι, να ξεφύγω, ας πούμε, και θυμάμαι με πόσο δισταγμό, με πόση δειλία, με πόσο φόβο, μπορώ να πω, τόλμησα να του πω ότι θα κάνω κάποια δισκάκια. Τελικά όταν άρχισα να κάνω κάτι εγώ, σιγά σιγά με απομάκρυνε. Και λυπήθηκα πολύ γιατί θα τον βοηθούσα πολύ τον Καρά και θα με βοηθούσε και κείνος.
Ώσπου πια το ’71, ένας άλλος σταθμός στη ζωή μου είναι η γνωριμία μου με τον Διονύση Σαββόπουλο που με καλεί να τραγουδήσω στο Ροντέο. Πρέπει να πω ότι μέχρι τότε ούτε καν είχε περάσει απ‘ το μυαλό μου η ιδέα να τραγουδήσω μπροστά σε κοινό. Ό,τι έκανα μέχρι τότε το έκανα από καθαρή αγάπη προς το δημοτικό τραγούδι, ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να τραγουδήσω. Όταν λοιπόν για πρώτη φορά με κάλεσε ο Διονύσης να τραγουδήσω, εγώ δεν τολμούσα να πάω γιατί εκεί πήγαιναν όλοι οι φοιτητές και ήξερα ότι η νεολαία δεν ενδιαφέρεται για το δημοτικό τραγούδι. Ο Διονύσης σαν ξύπνιος που είναι, κατάλαβε ότι είναι ευκαιρία, το ’71, χούντα, και τελικά με έπεισε να πάω.
Έτσι λοιπόν ήταν η πρώτη φορά που τραγουδώ μπροστά σε κοινό, με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Ροντέο. Οι νέοι λοιπόν, οι φοιτητές ακούσαν το δημοτικό τραγούδι, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι γίνεται, μέχρι τότε δεν είχαν ιδέα τι θα πει δημοτικό τραγούδι και από τότε όταν έκαναν στο Πανεπιστήμιο διάφορες εκδηλώσεις με καλούσαν να τραγουδήσω και δειλά δειλά τα παιδιά σηκωνόντουσαν να χορέψουν, άλλος από την Πελοπόννησο, άλλος από τη Θεσσαλία, άλλος από τη Μακεδονία, άλλος από την Κρήτη.
Περνούσε λοιπόν η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι.
Ένα από τα τραγούδια που έβγαλα κατά καιρούς για πρώτη φορά σε δίσκο ήταν η Ξαστεριά. Αυτό το τραγούδι, που έγινε μετά ο ύμνος των νέων και των φοιτητών, το είχα βγάλει με τον συχωρεμένο τον Μανώλη τον Περράκη, λύρα και μια χορωδία ανδρών. Αυτό θα ήτανε γύρω στο ’60 με ’61. Ένα άλλο τραγούδι που έγινε επίσης μεγάλη επιτυχία ήταν το Ντιρλαντά με τον Παντελή τον Γκινή, τον καπετάνιο από την Κάλυμνο. Σε μια μαγνητοταινία που μας είχε έρθει από την Κάλυμνο για να κάνω μουσική επιμέλεια, άκουσα αυτό το τραγούδι και ένα άλλο, το Αγάντα γιαλέσα, μου αρέσανε πολύ και όταν έμαθα ότι ήρθε στην Αθήνα ο καπετάν-Παντελής τον πλησίασα και του είπα να τα βγάλουμε σε δίσκο. Και βέβαια δέχτηκε και έγινε μετά όλη αυτή η φασαρία.
Το ’73 με ’74 συνεργάζομαι με τον συχωρεμένο τον Ξυλούρη στην Πλάκα, στο μαγαζί «Ρίζες». Παράλληλα αρχίζω να συνεργάζομαι με την Columbia και το 1974 βγάζω τον δίσκο Έχε γεια Παναγιά. Εκτός απ’ την Παναγιά το 1974 βγάζω τον δίσκο με τα Κάλαντα και το Σουραύλι, που είναι δίσκος με οργανική μουσική, με κύριο όργανο τη φλογέρα. Άλλος δίσκος είναι Στης πικροδάφνης τον ανθό, που βγήκε το 1976, όλα αυτά βγαίνουνε με την Columbia. Τα Κάλαντα κάποια στιγμή αργότερα τα απέσυρε η Columbia. Επειδή μου τα ζητούσαν πολλοί άνθρωποι, κάθε χρονιά πλήρωνα την εταιρεία και παράγγελνα από πεντακόσια κομμάτια. Τα αγόραζα σε χονδρική τιμή και τα κουβαλούσα σαν παιδί εγώ στα μαγαζιά. Είχαν σταθερή ζήτηση και δεν είναι τυχαίο, αφού έβλεπαν ότι παραγγέλνω και πουλάω, ότι μια χρονιά τα έριξαν πάλι στην αγορά.
Δεν είμαι τραγουδίστρια με την επαγγελματική σημασία της λέξης, δεν τραγουδάω σε δημοτικά κέντρα ή σε πανηγύρια για τη διασκέδαση μιας ορισμένης πελατείας. Τραγουδώ μόνο όπου πιστεύω πως εξυπηρετώ τη διατήρηση και τη διάδοση του δημοτικού τραγουδιού, έτσι ατόφιο όπως έφτασε σε μας από την παράδοση. Προσπαθώ να μιμηθώ τον τρόπο που τραγουδάει ένας Μακεδόνας, ένας Θρακιώτης, ένας Ηπειρώτης ή ένας Κρητικός.
Στην αρχή ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω από αγάπη για το δημοτικό τραγούδι και μάλιστα σε εποχή που ο κόσμος το περιφρονούσε και δεν έδινε σημασία. Αργότερα, η κακοποίηση που γινόταν σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού και μάλιστα από τους ίδιους τους λαϊκούς μουσικούς και μετά από τους συνθέτες και τους ελαφρούς τραγουδιστές, με σπρώξανε να ασχοληθώ περισσότερο και να προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να δώσω την ευκαιρία στον κόσμο να γνωρίσει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι.
Όπως έχω πει εγώ δεν είχα σκεφτεί να τραγουδήσω. Ξεκίνησα το ’71 από τον Διονύση Σαββόπουλο και ο μόνος μου στόχος και σκοπός ήτανε όσο μπορώ να διαδώσω, αν θέλεις, το δημοτικό τραγούδι, γιατί το δημοτικό τραγούδι είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Μέσα από αυτό μπορεί κανείς να δει την πορεία του ελληνικού λαού.
Μερικοί με λένε λαογράφο. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τη λαογραφία, δηλαδή δεν έχω μελετήσει, εγώ απλώς ασχολούμαι με την συλλογή και με την ερμηνεία του δημοτικού τραγουδιού κι αυτό, όπως έχω πει, καθαρά από μεγάλη αγάπη. Βέβαια, θα μου πείτε και ποια είσαι ’σύ που τραγουδάς και ηπειρώτικα και μακεδονικά και θρακικά και κρητικά και πελοποννησιακά και νησιώτικα. Εγώ είμαι Μικρασιάτισσα βεβαίως αλλά από μεγάλο σεβασμό, μεγάλη αγάπη, από γνώση και πείρα προσπαθώ όσο μπορώ να αποδώσω πιστά τα τραγούδια αυτών των διαφόρων περιοχών, τα σέβομαι δηλαδή, ενώ υπάρχουν οι ίδιοι οι ντόπιοι τραγουδιστές αυτών των περιοχών που τα χαλάνε και τα παραποιούνε οι ίδιοι.
Δεν θέλω προς θεού να παρουσιάσω τον εαυτό μου σωτήρα του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουνε συλλογές πολλές. Υπάρχει το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας που έχει μια τεράστια συλλογή τραγουδιών, υπάρχει βεβαίως ο δάσκαλός μου ο Σίμων Καράς που κι αυτός έχει μια τεράστια συλλογή. Υπάρχει το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, που το έχει ιδρύσει αυτή η γυναίκα η σοβαρή και αξιόλογη, η Νανά η Παπαντωνίου. Υπάρχει το Μουσικό τμήμα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών της Μέλπως Μερλιέ, που το διευθύνει ο φίλος μου ο μουσικολόγος ο Μάρκος Δραγούμης, κι αυτοί έχουν βεβαίως μια τεράστια συλλογή. Η διαφορά με μένα είναι ότι εγώ δεν έχω τόσο μεγάλη συλλογή όσο βέβαια όλοι αυτοί, αλλά ότι εγώ τραγουδώ παράλληλα κι έτσι έχω γίνει αν θέλεις περισσότερο γνωστή στο κοινό.
Τώρα εδώ συμβαίνουν διάφορα πράγματα. Παλιότερα η επαρχία τροφοδοτούσε την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, τώρα έχουν αντιστραφεί οι όροι. Οι πόλεις οι μεγάλες και κυρίως η Αθήνα τροφοδοτούν την επαρχία, γι’ αυτό υπάρχει αυτό το φαινόμενο σήμερα, φεύγουμε εμείς από την Αθήνα και πάμε και δίνουμε συναυλίες στην επαρχία. Τρελά πράγματα! Παλιά οι άνθρωποι είχαν τα πανηγύρια τους, τους μουσικούς τους, κάνανε τους γάμους τους, τα γλέντια τους και περιμένανε όλο το χρόνο να ’ρθει η μέρα του πανηγυριού του χωριού για να βάλουνε τα καλά τους, για να χορέψουνε.
Ε, τώρα αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουνε. Τα πανηγύρια ίσως γίνονται ακόμα, αλλά ποιοι πάνε εκεί; Φεύγουν από δω πάλι οι μουσικοί, οι οποίοι ήρθαν από την επαρχία, εγκατασταθήκανε στην Αθήνα και φεύγουν τώρα από την Αθήνα και πάνε στην επαρχία να παίξουν και να παίξουν τι; Παίζουνε τα παλιά τα καλά τα τραγούδια παραποιημένα όμως ή παίζουν αυτά τα ψευτοδημοτικά, το Τιπι τιπι τάει και το Παντρεμένοι κι οι δυο και Το μωρό το μωρό το μωρό. Αυτό είναι ένα φαινόμενο σημερινό, δηλαδή αν δεν ήτανε αυτή η κατάσταση, ίσως δεν θα χρειαζότανε να είμαστε κι εμείς που κάνουμε συλλογή τραγουδιών ή που πηγαίνουμε και τραγουδάμε.
Αυτοί οι οργανοπαίκτες οι λαϊκοί που έχουμε σήμερα, οι ίδιοι χαλάνε το δημοτικό τραγούδι και πάνε στην επαρχία κι έχουνε αντικαταστήσει το νταούλι, το τουμπελέκι και το ντέφι με συνθεσάιζερ και ντραμς γιατί είναι, λέει, καλύτερα, το «φτιάχνουν» το δημοτικό τραγούδι, ήτανε χαλασμένο πριν και τώρα αυτοί το φτιάχνουν, αυτοί λοιπόν εκτός ότι κάνουν κακό στα πανηγύρια κάνουν κακό και στα μαγαζιά που παίζουν στις μεγάλες πόλεις. Πάει κανείς εδώ στην Ομόνοια που υπάρχουν διάφορα μαγαζιά και τι να πάει ν’ ακούσει, τις ίδιες σαχλαμάρες που ακούει και στα πανηγύρια.
Μέχρι τώρα έχω δουλέψει πάρα πολύ πάνω στο δημοτικό τραγούδι, θα έλεγα ότι ίσως είναι έργο ζωής γιατί είμαι πια πενήντα εφτά χρονών. Παρόλα αυτά, όσο αντέχω και όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, θέλω ακόμα να δουλέψω πάνω στο δημοτικό τραγούδι, όταν έχω χρόνο να κάνω πάλι συλλογή, να πάω να μαζέψω υλικό και ο σκοπός μου είναι να βγάλω δίσκους γιατί οι δίσκοι μένουν. Μια μέρα θα φύγω εγώ, θα φύγουν οι συνεργάτες μου αλλά οι δίσκοι μένουν. Και αν μου δοθεί ευκαιρία να κάνω ακόμα μερικές εκπομπές στην τηλεόραση, που κι αυτές οι εκπομπές μένουν, και κάποια μέρα οι νέοι θα βλέπουν και θα ακούν και θα λένε, «να, έτσι ήταν κάποτε».
Οι νέοι πρέπει να γνωρίσουνε, να αγαπήσουνε, να τραγουδήσουνε ακόμα το δημοτικό τραγούδι στη μορφή που έφτασε σε μας από την παράδοση και τότε νομίζω ότι θα μπορέσουνε να καταλάβουνε τον πολιτισμό, την πνευματική αξία και την ηθική υπόσταση των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Εγώ νομίζω ότι το πιο σπουδαίο πράγμα στο δημοτικό τραγούδι είναι αυτό το μάθημα ήθους που μας δίνει. Δηλαδή το δημοτικό τραγούδι μας μαθαίνει ότι τα τραγούδια γράφονται για να εκφραζόμαστε κι όχι για να κάνουμε επιτυχία, όχι δηλαδή να κάνουμε σουξέ.
Η καλύτερη μου στιγμή ήταν το καλοκαίρι στο Womad που είχα δέκα χιλιάδες νέα παιδιά να με ακούν. Αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή μου. Δεν μπορώ να πω πως το τραγούδι ήταν το όνειρό μου. Τα πράγματα γίνανε μόνα τους. Ό,τι έκανα το έκανα από τρομερή αγάπη, έρωτα γι’ αυτή τη μουσική.
Μπορώ να μπω στη θέση αυτών των άμοιρων παιδιών που μπαίνουν στα ναρκωτικά για να βρουν λίγη χαρά, λίγη ευτυχία. Όταν εγώ που δεν έχω πάρει ποτέ μου τέτοιες ουσίες τραγουδώ ή ακούω άλλους να τραγουδούν, λέω ότι κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται τα παιδιά που παίρνουν ναρκωτικά.
© www.domnasamiou.gr
Πηγή: www.lifo.gr