Αυτή είναι η μοναδική γιορτή στην Ελλάδα που το μαύρο ράσο του χριστιανισμού σηκώνεται παράτολμα και από το πιο βαθύ λαϊκό ένστικτο αναδύεται μια παγανιστική κραυγή. Τη συντριβή και την ταπείνωση αντικαθιστούν τώρα οι προκλητικές μεταμφιέσεις, οι άσεμνοι χοροί και τα σκωπτικά τραγούδια. Είναι Απόκριες!  

Πολλά από τα έθιμα που επιβιώνουν ακόμη, σε αυτό το ομογενοποιημένο σύμπαν, προέρχονται από πρωτόγονες ιεροπραξίες που η ρίζα τους χάνεται στους αιώνες, από αρχαίες βακχικές τελετές, ενώ άλλα συμβολίζουν την επικράτηση της άνοιξης επί του χειμώνα και την αναγέννηση της φύσης. Είναι τα έθιμα της «ευετηρίας», της ευχής να είναι καλή η χρονιά που έρχεται και τα γεννήματα της γής καλά.  

Διαδεδομένη πολύ είναι και η αθυροστομία της Αποκριάς, έτσι όπως αποτυπώνεται σε πλήθος τραγουδιών και πειρακτικά στιχάκια. Πολλοί, πρώτη φορά τα είδαμε στα „Γαμοτράγουδα“ του Φίλιππου Βλάχου και τα ακούσαμε από τη Δόμνα Σαμίου. Αλλά η παρουσία τους είναι πολύ πιό παλιά και βαθιά.  

Σταχυολογούμε μερικά, προς γνώσιν και παραμυθίαν 🙂

Οι γιγάντιοι φαλλοί της Δήλου που προστάτευαν τους ανθρώπους καθώς έδιωχναν μακριά το κακό και την ατυχία.

Γαμοτράγουδα της Αποκριάς 

Ι
Τί τηράτε, τί γελάτε,
και δεν μας το μαρτυράτε;
Δυο κυπριά και μια κουδούνα,
παπαδιά κατσαρομούνα.
ΙΙ
Στη μεγάλην αποκριά
χάσκουν τέντα τα μουνιά·
τα κοιτάζω από μακριά
και γι‘ αλλού κάνω πανιά.
Αμαρτία να γαμείς στης νηστείας τον καιρό·
κάτσε κι έμπα στης γραμμής
των αγάμων το χορό.
Βάστα κέφι και βεργίτσα,
μέχρι νά ‚ρθει τ‘ Άγιο Πάσχα·
θα γαμάς με μαγειρίτσα,
θά ‚ν‘ τα πράματα πιο λάσκα.

Ένα μουνί και μια ψωλή

Ένα μουνί και μια ψωλή μαλλί
πιαστήκαν‘ με μαλλί
κι άρχισε η ψωλή να γνέθει
με μεράκι και με κέφι

-Μία μέσα μία έξω
αχ μουνάκι θα σου πλέξω
κότσο όλες σου τις τρίχες
για να χαίρεσαι που μ΄ είχες

-Άσ‘ τον κότσο. Δε μ‘ αρέσει
πιο καλά κάνε στη μέση
μια φαρδιά καλή χωρίστρα
κι ύστερα εκεί μέσα γλίστρα

-Αχ μουνί μου μυρωδάτο
πούτσο θες χοντρό βαρβάτο
να σε ανοίξει να σε απλώσει
και να σε διπλολαδώσει

-Άσε πούτσε τη μουρμούρα
κι έλα εδώ που έχω φαγούρα
Γάμα με π‘ ανάθεμά σε
Άστα λόγια. Τα έργα πιάσε

-Σήκωσε τα πόδια μούνε
στα βυζιά σου ν‘ ακουμπούνε
Κι έρχομαι να σε γαμήσω
Κι από μπρος και από πίσω

-Έτσι μπράβο ψώλαρέ μου
κοίτα τα μεριά μου τρέμουν
έμπα μέσα μου και μείνε
χύνε με και ξαναχύνε…

Η χήρα η Παναγιώτα  

Η Παναγιώτα χήρεψε
κι ενώ ποτέ δε γύρεψε
απ‘ το Θεό μια χάρη
Στου μακαρίτη τη χρονιά
την έπιασε λιγοθυμιά γ
ια πούτσο παιχνιδιάρη
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Νταρντάνα βυζοκωλαρού
Τσαχπινομάτα μπουταρού
Η δόλια η Παναγιώτα
Τα βράδια μόνη ξενυχτά
με τα ποδάρια ανοιχτά
μουσκίδι την κιλότα
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Χαϊδεύει μόνη το μουνί
Πόση να κάνει υπομονή
Και πόσο να αντέξει
Τρίβει τα χείλια τα χτυπά
Και το Θεό παρακαλά
Μια πούτσα να της πέψει
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Και πιάσαν‘ τόπο οι προσευχές
πήγαν ‚να βράδυ δυο ψωλές
χοντρές, μακριές, με στύση
χαλάλι η υπομονή
πλάνταξαν κώλος και μουνί
απ‘ το πολύ γαμήσι
Κι από τότε η Παναγιώτα
δεν ξανάβαλε κιλότα…

 Γλυφομούνι

Απέναντί μου κάθεσαι με ανοιχτά τα μπούτια
σε βλέπουνε τ‘ αρχίδια μου και θέλουν μπαλαμούτια
Σκύβεις λιγάκι προς τα μπρος και βλέπω τα βυζιά σου
Αχ και να στα πιπίλαγα μέχρι να παπαριάσουν
Ρόγα τη ρόγα να ρουφώ να πίνω άσπρο πάτο
κι εσύ να με παρακαλάς να πάω και πιο κάτω…
Να σου παιδεύω την κοιλιά να σου ρουφώ τ‘ αφάλι
και να μουδιάζουν πάνω σου νύχια μέχρι κεφάλι
Να σου μαλάζω τα μεριά να πιάνω τις λαγόνες
Και να κυλάν στα μπούτια σου ποτάμια οι ορμόνες
Να σκύβω ύστερα -κι εκεί, στα μάτια μου αγνάντι
να βλέπω το μουνάκι σου να αστράφτει σα διαμάντι
Να βλέπω τα χειλάκια του να τρέχουν σαν τη βρύση
σα να θερμοπαρακαλούν κάποιος να τα φιλήσει
Να τα χωρίζω απαλά με γλώσσα και με στόμα
κι αυτά ν‘ ανοιγοκλείνουνε να θέλουν κάτι ακόμα…
Να πιπιλάω με μαστοριά να γλύφω να δαγκώνω
κι όταν τα νιώθω έτοιμα το δάχτυλο να χώνω…
Και πάνω εκεί που ενώνονται στην όμορφη κορφή τους
να ξεπροβάλει αγέρωχη με θράσος η αδερφή τους
Και να γυρεύει μερτικό κι εκείνη απ‘ το παιχνίδι
Κόσμημα ακατέργαστο που ‚χει σκληρύνει ήδη…
τότε το στόμα μου απαλά θα την περικυκλώσει
προσεκτικά , προσεκτικά για να μην την πληγώσει
Θα τη ρουφώ. Τα δάχτυλα θα βάζω μέσα έξω
Μ΄ αυτά που γράφω καύλωσα ώρα είναι να τον παίξω…

Η κακογαμημένη

Τρέχουν από την καύλα μου -στα μπούτια- υγρά, ποτάμια
Τι να μου κάνει η πούτσα σου που είναι σαν τη μπάμια
Για να χορτάσει το μουνί θέλει ψωλή γεμάτη
κι απ‘ τη η δικιά σου λείπουνε δυο δάχτυλα και κάτι…
Σου στήνομαι στα τέσσερα καίγομαι από τον πόθο
τη χώνεις μες στον κώλο μου μα… ίσα που τη νιώθω
Για να χορτάσει ο κώλος μου θέλει λιγάκι πλάτος
μα εσένα είναι ο πούτσος σου λιανός π‘ ανάθεμάτος
Απ΄ τη βραδιά του γάμου μας είδα τη μαύρη τύχη
που βρήκα υποδεκάμετρο ενώ έψαχνα για πήχη
Ενώ άλλα υποσχόσουνα πως θα συμβούν στο στρώμα
Εγώ θυμάμαι να ρωτώ «μπήκε ή όχι ακόμα;»
Άσχημο πράμα το μουνί να ζει μες στην ορφάνια
να ψάχνει για παρηγοριά σε αγγούρια και ραπάνια
Θα φύγω, μια καλή ψωλή όπως τη θέλω να ΄βρω
Να ‚ναι μακριά να ΄ναι χοντρή κι ας είναι κι από μαύρο…  

Γνωμικά

Γυναίκα που στα χέρια της έχει πυκνά τις τρίχες
δεν τη χορταίνει την ψωλή να ‚ναι και δέκα πήχες
Γυναίκα με μικρά βυζιά που μοιάζει με αγόρι
αν τη γυρίσεις μπρούμυτα σφυρίζει σα βαπόρι
Γυναίκα που κρατά σφιχτά τα μπούτια της κλεισμένα
πάει να πει πως ψάχνεται για πούτσο απεγνωσμένα
Γυναίκα που όταν την κοιτάς το βλέμμα χαμηλώνει
ζυγιάζει την πραμάτεια σου κάτω απ‘ το παντελόνι
Γυναίκα με κλειστό γιακά και με βυζιά μεγάλα
Το προτιμά το μπρούμυτα καλύτερα από τα‘ άλλα
Όταν θα δεις ένα μουνί να ΄χει τα χείλια τ‘ όξω
φώναξε για βοήθεια να ‚ρθω κι εγώ να σπρώξω

Το αγγείο με τον φτερωτό φαλλό του Φιλωνίδη. Βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

-Έλα εδώ και πες μου κόρη
Είναι άντρας ή αγόρι;
Πρώτη νύχτα χθες του γάμου
να χαρώ ή συμφορά μου;  

-Μάνα αυτός είναι λεβέντης
και της πούτσας του αφέντης
Δε σηκώνει μα και όχι
Τον αρπάζει σαν τη λόγχη  

Και τον βγάζει έξω μάνα
κι είναι σα χοντρή μπανάνα
μόνο που έχει άλλο χρώμα
κι άλλη η γεύση του στο στόμα  

Παναγιά μου, όταν τον είδα
είπα «πάει δεν έχω ελπίδα»
το κεφάλι να μπει μόνο
θα πεθάνω από τον πόνο  

-Μπήκε κόρη; -Μπήκε μάνα
και μου φάνηκε αεροπλάνα
πως το σπίτι βομβαρδίζαν
τα δυο κωλομέρια τρίζαν  

Πόνος μάνα μα και γλύκα
Βέλαζα σαν την κατσίκα
Κι όταν ήρθε κι από πίσω
Είπα πως θα ξεψυχήσω  

-Α! Τον άτιμο, από πίσω;
-Έτσι, λέει, θα εκτιμήσω
πόσο νοιάζεται για μένα…
Τι να κάνω η παρθένα!  

-Τώρα κόρη μου είσαι εντάξει;
-Μάνα ο κώλος μου έχει φράξει
δε μπορώ ούτε να χέσω
Θα μου πέσει αν δεν τον δέσω  

-Τράβα κόρη μου στο σπίτι
Κι όταν έρθει, τον αλήτη,
Πες του να ΄ρθει απ΄τη μανούλα
(μπας και γαμηθώ στη ζούλα…)

Τράβα κόρη στο χωράφι

Τράβα κόρη στο χωράφι
Να μου φέρεις ένα παύλο*
Να μου φέρεις ένα παύλο
Τράβα την ευχή μου να ‚χεις
Διάλεξε τον κόρη να ΄χει
στην κορφή μεγάλη φούντα
στην κορφή μεγάλη φούντα
και χοντρή, χοντρή τη ράχη
Διάλεξε τον πιο μεγάλο
Να ΄χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‚χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‚ν‘ χοντρός κι όταν τα βγάλω
Φέρ‘ τον να τον ξεφλουδίσω
Να του βάλω βουτυράκι
Να του βάλω βουτυράκι
Και στον φούρνο να τον ψήσω

*παύλος είναι ο καρπός από το καλαμπόκι σε κάποιες περιοχές της Κρήτης  

 Τα χειλάκια σου τα ρούσα…

Σήκωσε το φουστάνι σου
να δω ανθό γλυκάνισου
του γλυκάνισου τη γλύκα
έχεις μάτια μου για προίκα
Ο ανθός σου δεν το ξέρει
μα όποιος τον κοιτά υποφέρει
Τράβηξε τα μαλλάκια σου
να δω τα δυο χειλάκια σου
τα χειλάκια σου τα ρούσα
θα στα δάγκωνα αν μπορούσα…
θα στ‘ ανοίξω εγώ τα χείλη
γλύπτης θα γενώ και σμίλη

Συμβουλές μιας Ηγουμένης

-Τι έχεις πάθει κόρη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;
-Έχω φαγούρα στο μουνί Αγία Ηγουμένη
-Σύρε μπροστά στην είσοδο εκεί στην Άγια Βρύση
και τρίψε το με Αγιασμό. Θα σε ανακουφίσει
-Πήγα μπροστά στην είσοδο, πήγα στην Άγια Βρύση
μα δεν ανακουφίστηκα, χρειάζομαι γαμήσι
-Τι λόγια λες αμαρτωλή; Σώπα και μας ακούνε
κι εμάς μας λείπει η ψωλή αλλά δε βλασφημούμε…
-Και τι να κάνω η χριστιανή που είμαι καυλωμένη;
Εσείς δεν έχετε ορμές Αγία Ηγουμένη;
-Λες να μην έχω κόρη μου; Τι λες; Να ‚χω αγιάσει;
Καμιά αδερφή μες στη μονή δεν έχει τέτοια κράση…
-Και τότε; Πως τη βγάζετε; Ποιο είναι το μυστικό σας;
Πείτε μου και δε θα το πω. Δίνω όρκο στο Θεό σας
-Κοίτα να δεις κοπέλα μου. Είσαι μικρή, δεν ξέρεις
μα αν συνεχίσεις όπως πας, για πάντα θα υποφέρεις.
Τόσο καιρό που φύλαγες την τρύπα σου για προίκα
σου γίναν τα μουνόχειλα σα ξεραμένα σύκα
Πρέπει λοιπόν σιγά σιγά τον πόνο να απαλύνεις
Γι αυτό σου λέω με Αγιασμό την τρύπα σου να πλύνεις.
-Την πίσω τρύπα ή την μπροστά; Ποιο δάχτυλο να βάλω;
Πες μου πως γίνεται σωστά. Αχ! Δεν αντέχω άλλο.
-Άκουσε κόρη μου καλά. Δώσε την προσοχή σου.
Ποτέ δεν πρέπει μόνη σου να πλένεις το μουνί σου.
Τράβα λοιπόν στην είσοδο, εκεί στην Άγια Βρύση
Κι εγώ θα στείλω άμεσα κάποιον να σε φροντίσει
-Ποιος θα ναι; Πως θα λέγεται; Και ποια η καταγωγή του;
Θα ‚χει λεφτά; Θα ‚χει όνομα; Αξίες στη ζωή του;
-Κόρη μην είσαι αφελής. Αφού κι εσύ το ξέρεις
πως όταν φτάνει η στιγμή της καύλας κι υποφέρεις
δεν έχουν νόημα τα λεφτά ούτε η ανατροφή του
μα να έχει μήκος αρκετό και πάχος το καυλί του
να στέκεται αγέρωχο, περήφανο γενναίο
κι όσο κι αν το ταλαιπωρείς να παραμένει ακμαίο
Τράβα λοιπόν και μη ρωτάς. Στη Βρύση που σου είπα
Και συμβουλή. Πρώτη φορά, ποτέ την πίσω τρύπα.  

Συμβουλές μιας Ηγουμένης μέρος β‘

Μετά τα λόγια τα σοφά που είπε η Ηγουμένη
η κόρη έφυγε τρέχοντας κι απ τη χαρά χεσμένη
πήγε αμέσως μόνη της και στήθηκε στη βρύση
προσμένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει
Ήταν ντυμένη ελαφρά κιλότα δε φορούσε
γιατί η κάψα στο μουνί την (ε)ταλαιπωρούσε
πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και μέσα της τον ψωλαρά περίμενε κι ευχόταν
να ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος όταν πρέπει
και να ναι η πούτσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη
να φέρεται με σεβασμό να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε μονάχη με το χέρι…
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα βλέπει ένα καβαλάρη
που είχε ωραία κορμοστασιά, τεράστιο παπάρι
και βγάζει ένα αναστεναγμό που πλάνταξε η φύση
Να τονε το λεβέντη μου! Αυτός θα με γαμήσει!!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει με τρόπο
κλείνει το μάτι πονηρά του κάνει λίγο τόπο
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να μπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει
Κι ο καβαλάρης βλέποντας τον κώλο τον παρθένο
έτσι άσπρο και λαχταριστό έτσι καλοστημένο
αρπάζει το παπάρι του φωνάζει Εν Τούτω Νίκα
και της το βάζει άγαρμπα από την πίσω τρύπα
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη
της γύρισαν τα μάτια της. Βροντάστραψαν τα όρη
Έβγαλε δυνατή κραυγή της κόπηκε η ανάσα
της λύγισαν τα γόνατα της έφυγαν τα ράσα
Όμως μετά το ξάφνιασμα, μετά την πρώτη αντάρα
μετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλάρα
ο πόνος -τι παράξενο!- άρχισε να ‚χει γλύκα
πολύ το φχαριστιότανε αυτό το Εν Τούτω Νίκα
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορμηνέψει
διείσδυση στον κώλο της να μην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο μουνί ήταν το πρόβλημά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρμπα ο ωραίος αναβάτης;
Αυτή το φχαριστιότανε. Θα το ‚κανε και πάλι
θα το ‚κανε και με ψωλή ακόμα πιο μεγάλη
Άσ‘ την να λέει την άσχετη την Άγια Ηγουμένη
διπλά σε φτιάχνει το καυλί που από πίσω μπαίνει…  

Συμβουλές μιας Ηγουμένης Τέλος Τριλογίας

-Τι έχεις πάθει κόρη μου και πας σα συγκαμένη;
-Μου κάναν Οθωμανικό Αγία Ηγουμένη
-Σου άρεσε; -Μου άρεσε -Θα ξαναπάς; -Δεν ξέρω.
Καλό το πισωκολλητό μα τώρα υποφέρω…
-Δώσε καιρό στον κώλο σου να ηρεμήσει λίγο
-Πόσο καιρό; Πονάω πολύ τα πόδια σαν ανοίγω
-Σε δύο μέρες αρχικά θα πάψεις να υποφέρεις
έπειτα θέλει άλλες εφτά μέχρι να συνεφέρεις
ό,τι σου λέω οι σοφοί πατέρες μας το βρήκαν
του κώλου τα εννιάμερα πως λες εσύ να βγήκαν;

Τις Μιγάλες Απούκριες
που ανάβουν οι φωτιές
και ζητούν να βρουν ψωλές
για να σβήσουν οι φωτιές
άναψε και η Χριστίνα
που χ‘ να γαμηθεί ένα μήνα,
άναψε κι η Παναγιώτα,
κακαρίζει σαν την κότα
κι ανεβαίνει κατεβαίνει
και την πούτσα δεν χορταίνει.
Μπρε-μπρε-μπρε-το μπουρανί
και τσ‘ Χαλατσαινας το μνί.
(Τύρναβος)  

Ο παπάς μας ο Γιαννής
τονε πάτησε μιανής.
(Εύβοια)  

Δεν θαυμάζιτι κουρίτσια
πως γαμεί η ψουλή τη νύχτα
δίχους φως, δίχους λυχνάρι
δίχως τα κεριά αναμμένα;
Δυο πουδάρια σηκωμένα
κι άλλα δυο γονατισμένα
μια κοιλιά πάνω στην άλλη
έχουνι χαρά μεγάλη.
(Λέσβος)  

Δυο κυράδες κάθονταν
έξω από την πόρτα τους,
μια της άλλης έλεγε:
-Έχει ο άντρας σου χοντρή;
-Έχει και παράχ‘ μωρή!
-Δεν μου την εδανείζεις;
-Καποιανής τη δάνεισα
και μου την αρρώστησε
κ‘ είδαμεν και πάθαμεν
για να την γιατρέψουμε.
Δώκαμεν και γιατρικά
δώδεκα καλάθια αυγά
κ‘ έξη οκάδες βούτυρο
όσο να την δούμε ορθή
σαν αγγούρι τρυφερό.
(Ήπειρος)  

-Παπαδιά μου στραβομούνα
τί‘ ναι κείνο πού‘ χεις μπρος σου;
-Είν‘ το τρίχινο σακούλι
που το προσκυνούνε ούλοι.
-Παπαδιά μου στραβομούνα
τί μου δίνεις να στο σιάξω;
-Μπέτσια τρία και την ευκή μου
να μου σιάξεις το μουνί μου.  

Ήθελα τόσα τάλλαρα να είχα στο συρτάρι
όσες φορές το χέρι σου εχούφτωσε παπάρι.
(Ζάκυνθος)  

Πάει ο πούτσος στο παζάρι,
δεν ηξέρει τι να πάρει,
βρίσκει του μουνιού τον πάτο
και τον κάνει άνω κάτω.  

Σαράντα μ’νιά μι κύκλουσαν
τον πούτσο να μου φάνι.
Κι ο πούτσος μου καμαρουτός
τ‘ αρχίδια του ρουτάει:
-Τί λέτ‘ εσείς αρχίδια μου
μπορώ να τα γαμήσου;
-Να τα γαμήσεις πούτσκαρη
κ‘ ιμείς να σε βοηθούμι
να αφήσεις μέρος κι για μας
λίγο μέσα να μπούμι.
(Ήπειρος)  

Μάνα με τρώει το μουνί με γαργαλάει ο κώλος.
Άμα σε τρώει ξύσε το και δος του κ‘ ένα μπάτσο.
Αυτό δε θέλει ξύσιμο αυτό δε θέλει μπάτσο
μόν‘ θέλει αρχίδια μαλλιαρά και πούτσο κορδωμένο.

 Όλα σου ταδωσε ο Θεός
μουνί βυζιά και κώλο
και μένα τον κακόμοιρο
τριακόσια δράμια ψώλο.  

Ένα μουνί αρρώστησε
βαριά για να πεθάνει
το βάζουν μες στη ζάχαρη
δε θέλησε να φάει.
Του δίνουν πουτσοκέφαλο
κι αρχίνησε να τρώει.  

Νάμουν πέτρα στην αυλή σου
να με κατουράει το μ’νί σου.
(Ζάκυνθος)  

Πηγή: www.lifo.gr