H Αθήνα προσαρτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1458 και παρέμεινε μέρος της αυτοκρατορίας τους ως το 1830, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου και το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε στη νότια χερσόνησο του Αίμου και στα νησιά του Αρχιπελάγους. Όλα αυτά τα χρόνια η Αθήνα αποτελεί μία μικρή πόλη άνευ σημασίας για την κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά για τη Δύση κουβαλάει το κλέος του παρελθόντος.
Ευρωπαϊκές δυνάμεις διατηρούν διπλωματικές αποστολές εδώ, η πόλη γίνεται πεδίο μαχών μεταξύ των Οθωμανών και των Ενετών, ενώ αποτελεί πόλο έλξης αρχαιολατρών από τον Βορρά που καταφθάνουν για να λεηλατήσουν ό,τι μπορούν από τον απέραντο ερειπιώνα. Ζήτησα από τον Γιώργη Μαγγίνη, αρχαιολόγο και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη, να φωτίσει το πολιτιστικό τοπίο μιας εποχής για την οποία έχουμε πολλές προκαταλήψεις και ακόμα περισσότερη άγνοια ως προς το τι πραγματικά εκπροσωπούσε.
Τον συνάντησα στο πανέμορφο καφενείο στην ταράτσα του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης στην οδό Αγίων Ασωμάτων, όπου, με θέα τον Κεραμεικό και την Ακρόπολη, μου αποκάλυψε μια σειρά από ενδιαφέρουσες πτυχές του υψηλού επιπέδου των Οθωμανών, της ζωής στην οθωμανική Αθήνα και των απομειναριών μιας ολόκληρης εποχής που αποτελεί μέρος του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
— Καταρχάς, θα είχε ενδιαφέρον να καταλάβουμε τι συμβαίνει πολιτιστικά το διάστημα μεταξύ 1458 και 1830 ώστε να διαπιστώσουμε το μέγεθος της επαφής των Οθωμανών Τούρκων με την κληρονομιά του χριστιανικού Βυζαντίου αλλά και γειτονικούς πολιτισμούς.
Θα ξεκινήσω από ανατολάς προς δυσμάς. Στην Κίνα έχουμε τις δυναστείες των Μινγκ και των Τσινγκ. Η χώρα από τον 14ο αι. είναι κλειστή στον κόσμο και σιγά-σιγά ανοίγει μέσα από το εμπόριο και τη στρατιωτική βία, πρώτα των Πορτογάλων, μετά των Ολλανδών και τέλος των Βρετανών. Δεν αναφέρομαι τυχαία σε Πορτογάλους, Ολλανδούς και Βρετανούς, είναι οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης που παίζουν σημαντικό ρόλο και πιο δυτικά, με τα λιμάνια τους στον Ινδικό Ωκεανό και στη Μέση και Εγγύς Ανατολή. Στην Ινδία μουσουλμανικά σουλτανάτα εμφανίζονται τον 11ο αι. και ενώνονται τον 16ο αι. από τους Μεγάλους Μογγόλους, μια αυτοκρατορία βαθιά επηρεασμένη από την περσική κουλτούρα που κυβερνά την Ινδία μέχρι τον 19ο αιώνα. Από τον 18ο η Βρετανία, που ουσιαστικά γίνεται παγκόσμια δύναμη τέλη του 16ου αι., την εποχή της Ελισάβετ Α‘, μέσω συστηματικής πειρατείας στον Ατλαντικό ενάντια στους Ισπανούς, παρεισφρέει στην Ινδία και καταλύει την αυτοκρατορία των Μεγάλων Μογγόλων. Στα ανατολικά σύνορα των Οθωμανών οι μεγάλοι τους ανταγωνιστές είναι οι Σαφαβίδες, μία ακόμη μουσουλμανική αυτοκρατορία η οποία εγκαθιδρύεται τον 16ο αι. στο Ιράν και επιβιώνει μέχρι τον 18ο αι. Πιο δυτικά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μία από τις πιο εκτεταμένες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες και η μακροβιότερη, η οποία διαρκεί έως το 1922. Οι Σαφαβίδες είναι σιίτες και συναντιούνται πολλές φορές με τους σουνίτες Οθωμανούς στο πεδίο των μαχών. Παρόλο που είναι οικονομικά και πολιτικά αντίπαλοι, οι Οθωμανοί και οι Σαφαβίδες είναι πολιτισμικά συγγενείς, υπάρχει ώσμωση κυρίως από ανατολάς προς δυσμάς. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι θαυμάζουν την περσική κουλτούρα και είναι τρίγλωσσοι: μιλάνε τουρκικά, αραβικά, τη γλώσσα της θρησκείας και κάποιων τομέων της επιστήμης, και περσικά, τη γλώσσα της υψηλής λογοτεχνίας και της ποίησης. Μέσα στο παλάτι τους ζουν χιλιάδες γενίτσαροι, που, επειδή είναι Βαλκάνιοι, μιλούν τις μητρικές τους γλώσσες. Οι Έλληνες γενίτσαροι μιλούν ελληνικά, οι Σέρβοι σερβικά και ούτω καθεξής.
Οι γενίτσαροι έχαναν σίγουρα τη θρησκευτική τους ταυτότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γινόντουσαν εχθροί των χριστιανών. Ήταν απλώς οι υπερασπιστές της αυτοκρατορίας και πολεμούσαν τους εχθρούς της, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Άλλωστε οι θρησκευτικές πολώσεις δεν είναι σταθερά παρούσες κατά την οθωμανική περίοδο αλλά εντείνονται καθώς πλησιάζουμε στην εποχή της Επανάστασης.
— Ας μιλήσουμε για τους γενίτσαρους.
Η ιδέα να παίρνεις νέους που δεν έχουν γεννηθεί μουσουλμάνοι, να τους προσηλυτίζεις και να τους καθιστάς πολεμιστές του Ισλάμ δεν ήταν καινούργια. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, μια δυναστεία που από τον 13ο αι. κυβερνούσε την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία. Οι Μαμελούκοι σουλτάνοι ξεκινούσαν ως σκλάβοι, προέρχονταν από τον Καύκασο και τα Βαλκάνια και αγοράζονταν στα παζάρια του Καΐρου.
— Στα σκλαβοπάζαρα συνέρρεαν οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων.
Όπου γινόταν πόλεμος, σε Ανατολή και Δύση, δραστηριοποιούνταν δουλέμποροι. Οι γενίτσαροι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι κάπως διαφορετικό σύστημα. Δεν έχουμε να κάνουμε με σκλάβους αλλά με αγόρια από 5 μέχρι 10 χρονών, τα οποία γεννιούνται ελεύθεροι και συνήθως χριστιανοί και περισυλλέγονται από ειδικές ομάδες δημόσιων λειτουργών σε περιοδείες στα Βαλκάνια. Τα παίρνουν από τις οικογένειές τους και τα πηγαίνουν σε σχολές και στρατόπεδα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Έλληνες, Βόσνιοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Αρμένιοι, γίνονται μουσουλμάνοι και μεγαλώνουν υπό την επίβλεψη των παιδοτριβών της οθωμανικής στρατιωτικής μηχανής, οι καλύτεροι μέσα στο Τοπ Καπί, το αυτοκρατορικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη. Είναι καλή τύχη να επιλεγείς για γενίτσαρος βάσει της υγείας, της ομορφιάς, της εξυπνάδας και της σωματικής σου ρώμης. Εάν ένα παιδί έχει ικανότητες, θα προοδεύσει, μπορεί να φτάσει κοντά στον σουλτάνο. Επειδή όμως δεν μπορεί ένας γενίτσαρος να γίνει σουλτάνος, γιατί υπάρχει η κληρονομική διαδοχή, δεν επιβαρύνεται από την υποψία ότι θα υφαρπάξει τον θρόνο, οπότε μπορεί να αναρριχηθεί ευκολότερα. Το σύστημα των γενίτσαρων είναι ένα σύστημα κοινωνικής κινητικότητας μέσα στην αυτοκρατορία, μολονότι παρουσιάζεται από τη λαϊκή μούσα ως κάτι φρικτό. Οι γενίτσαροι δεν έχαναν την επαφή με τους γονείς και την οικογένειά τους, μπορούσαν να τους στείλουν γράμματα, χρήματα, να τους επισκεφθούν.
— Όταν ξεσπάει η Ελληνική Επανάσταση δεν έχουν απωλέσει ολοσχερώς την «εθνική» τους ταυτότητα; Δεν υπερασπίζονται το τάγμα τους;
Όταν ξεσπάει η Επανάσταση του 1821, οι γενίτσαροι είναι πλέον ένα διεφθαρμένο κράτος εν κράτει και επαχθές σώμα στον κορμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση έρχεται η πλήρης καταστροφή, η σφαγή του σώματος από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β‘. Όμως οι γενίτσαροι, την «καλή εποχή», τον 15ο και 16ο αι., την εποχή που κατακτάται η Αθήνα και η αυτοκρατορία βρίσκεται στην ακμή της, είναι μια επίλεκτη, αντρική, στρατιωτική κοινωνία. Δεν τους επιτρέπεται να δημιουργήσουν οικογένεια πριν πάρουν σύνταξη και έχουν ακραία αφοσίωση στον σουλτάνο.
— Άρα, κάποιοι γονείς θα επιδίωκαν να γίνουν τα παιδιά τους γενίτσαροι.
Όπως στο Βυζάντιο στον πρώτο γιο άφηνες τα κτήματα, τον δεύτερο τον έκανες κληρικό και τον τρίτο ευνούχο, επιλογές που ίσως δεν ακούγονται τόσο ελκυστικές τον 21ο αι., την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν τόσο φρικτό να χάσεις έναν γιο που ίσως γινόταν σημαντικός δημόσιος λειτουργός. Οι γενίτσαροι ήταν μια εκπληκτική στρατιωτική μηχανή και στελέχωναν τα ανώτερα κλιμάκια της δημόσιας διοίκησης.
— Επιμένω, δεν γινόντουσαν εχθροί των ομοίων τους;
Έχαναν σίγουρα τη θρησκευτική τους ταυτότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γινόντουσαν εχθροί των χριστιανών. Ήταν απλώς οι υπερασπιστές της αυτοκρατορίας και πολεμούσαν τους εχθρούς της, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Άλλωστε οι θρησκευτικές πολώσεις δεν είναι σταθερά παρούσες κατά την οθωμανική περίοδο αλλά εντείνονται καθώς πλησιάζουμε στην εποχή της Επανάστασης.
— Οι Έλληνες διανοούμενοι, τέλη του 18ου αιώνα, επηρεασμένοι από τις ιδέες του Διαφωτισμού, οραματίζονται τη δημιουργία ελληνικού κράτους.
Επηρεασμένοι από και εξοικειωμένοι με ένα εξιδανικευμένο ελληνικό παρελθόν που το βλέπουν με νέα ματιά, γεμάτη προοπτικές. Κατά τον 18ο αι. πολλά πράγματα αλλάζουν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είναι αυτό που ήταν, υπάρχουν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που επιδεινώνουν την κατάσταση για κάθε υπήκοο.
— Προφανώς, οι Οθωμανοί δεν είναι οι απολίτιστες ορδές που πιστεύαμε επί δεκαετίες. Παρ‘ όλα αυτά, πρόκειται για πολεμοχαρείς κατακτητές.
Δεν πρωτοφτάνουν στον μεσογειακό κόσμο ως Οθωμανοί. Οι Τούρκοι εμφανίζονται στη Μικρά Ασία ως Σελτζούκοι και μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 εγκαθίστανται στην περιοχή. Είναι ήδη μουσουλμάνοι. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Δημιουργούν μια σειρά από σουλτανάτα, τα οποία δεν είναι γνωστά όσο θα έπρεπε, ενώ πολιτιστικά και κοινωνικά, μέσα από γάμους με Γεωργιανές, Αρμένισσες και Βυζαντινές πριγκίπισσες, ενστερνίζονται πολλά χριστιανικά στοιχεία. Προσκαλούν στις αυλές τους ποιητές, ζωγράφους, καλλιτέχνες. Μέσα από αυτό τον κόσμο των Σελτζούκων αναδύονται οι Οθωμανοί. Δεν είναι ένα απολίτιστο φύλο που καταφθάνει από την Ανατολή αλλά αναδύονται μέσα από χρόνια πολιτισμικής ώσμωσης με τον βυζαντινό κόσμο, μέσα από πριγκιπικούς γάμους και σύνθετες επαφές. Μερικοί σουλτάνοι μάλιστα μιλάνε και ελληνικά, ανάμεσα στις άλλες γλώσσες.
— Ο Μωάμεθ Β‘ ο Πορθητής είναι συνέχεια των πρώτων κατακτητών;
Ο προ-προ-προ-προπάππος του ο Οσμάν, γενάρχης των Οσμανλήδων (Οθωμανών), ήταν ένας πολέμαρχος που βρήκε κενό εξουσίας στους Σελτζούκους, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την πίεση των Μογγόλων στα ανατολικά, και ξεκίνησε ένα νέο σουλτανάτο στην κεντροδυτική Μικρά Ασία.
— Συγκεντρώνοντας όλους τους Τούρκους;
Οι Οθωμανοί κατακτούν καταρχάς τις περιοχές των Σελτζούκων και μέσα στον 14ο αι. επεκτείνονται καταιγιστικά προς δυσμάς, ενάντια στο Βυζάντιο, στη Βενετία και βαλκανικά κράτη, και προς ανατολάς ενάντια στους Σαφαβίδες και στους Μαμελούκους της Αιγύπτου – μάλιστα καταλύουν την αυτοκρατορία των δεύτερων. Εκείνη την εποχή, αν δεν ήσουν κατακτητής, έχανες τα πάντα.
— Πώς τα βάζουν με τέτοιες δυνάμεις της εποχής;
Στρατιωτικά είναι εξαιρετικά ικανοί, οι γενίτσαροι αποτελούν μια στρατιωτική δύναμη απόλυτα αφοσιωμένη στον σουλτάνο. Επίσης, οι Οθωμανοί προσφέρουν προνόμια σε όσους παραδίδονται αντί να αντιστέκονται. Το Βυζάντιο τον 14ο και 15ο αι. είναι σε παρακμή, ένα φάντασμα του εαυτού του. Η φορολογία είναι τόσο επαχθής, που πόλεις ασμένως περιέρχονται στους όχι και τόσο απεχθείς κατακτητές. Ναι μεν είναι μουσουλμάνοι, αλλά κυβερνούν μια αυτοκρατορία που παρέχει στους κατακτημένους σταθερότητα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη Μεσόγειο για τους Οθωμανούς δεν ήταν οι Βυζαντινοί αλλά οι Βενετσιάνοι. Δεν είχαν εκτεταμένες κτήσεις αλλά ήλεγχαν τα λιμάνια, στρατηγικά για το εμπόριο. Ήταν η αλογόμυγα πάνω στο γιγαντιαίο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τσιμπούσε δεξιά και αριστερά. Έτσι έχουμε μια σειρά από ενετοτουρκικούς πολέμους μέχρι και τον 18ο αιώνα.
— Ποια περίοδο θα λέγαμε ότι ουσιαστικά η αυτοκρατορία είναι απόλυτα κυρίαρχη;
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε την περίοδο της ακμής της τον 15ο αι., όταν κατακτήθηκε η Αθήνα, και τον 16ο αι., την περίοδο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (1522-1560), τρισέγγονου του Μωάμεθ Β‘ του Πορθητή. Την εποχή του η αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της από πλευράς έκτασης και πολιτισμού. Εκείνη την εποχή ήταν η πιο ανοιχτή και πολιτισμένη κοινωνία στον κόσμο. Ο πιο πλούσιος άνθρωπος μετά τον σουλτάνο ήταν μια Εβραία χήρα, η Doña Gracia Mendes Nasi. Είχε φύγει από την Ιβηρία και περιπλανηθεί στην Ευρώπη, αλλά βρήκε ασφαλές καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Σουλεϊμάν χρειάστηκε χρήματα για τις εκστρατείες του πήρε δάνειο από την τράπεζά της. Αυτό δεν συνέβαινε εύκολα σε μια δυτική, χριστιανική κοινωνία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η κοινωνία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε άλλους κανόνες από αυτούς που ίσως φανταζόμαστε. Θα σας δώσω άλλο ένα παράδειγμα: γιατί η Εκκλησία είναι τόσο σημαντική στην Ελλάδα σήμερα; Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η κοινωνία ήταν οργανωμένη σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κοινοτήτων της. Οπότε ο πολιτικός, δικαστικός και πνευματικός προϊστάμενος της κοινότητας των χριστιανών ορθοδόξων ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Αυτός είχε την ευθύνη για τη δική του κοινότητα, το «μιλέτ», αλλά και την εξουσία εντός της. Ομοίως για τους εβραίους ο Μεγάλος Ραβίνος στην Κωνσταντινούπολη, για τους Αρμένιους ο Καθολικός κ.λπ. Όταν ο Γρηγόριος Ε‘ κρεμιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1821, εκτελείται ως πολιτικός ηγέτης. Η εξουσία που είχε η Εκκλησία ήταν τόσο πνευματική όσο και πολιτική.
— Σε τι επίπεδο βρισκόταν η οθωμανική τέχνη, η παραγωγή των χρηστικών αντικειμένων και η διακόσμηση των πλούσιων σπιτιών τα χρόνια αυτά;
Οι υψηλές τέχνες, όπως η αργυροχρυσοχοΐα, η μνημειακή αρχιτεκτονική και η πολυτελής υφαντουργία άνθησαν τον 16ο αιώνα.
— Υπήρχε και ο Σινάν, που έχτισε τα λαμπρότερα τζαμιά.
Ο Σινάν αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές του 16ου αι. και η καριέρα του συμπίπτει με τέσσερις σουλτάνους, τον Σελίμ Α‘, πατέρα του Σουλεϊμάν, τον Σουλεϊμάν Α‘, τον Σελίμ Β‘, γιο του Σουλεϊμάν, και τον εγγονό τον Μουράτ Γ‘. Τα κτίριά του για τον Σουλεϊμάν Α‘ και τον Σελίμ Β‘ είναι τα σπουδαιότερα. Είναι πολύ ισχυρότερος από έναν αρχιτέκτονα, λειτουργεί ως υπουργός δημοσίων έργων και έχει χιλιάδες υφισταμένους. Ξεκινά ως γενίτσαρος και στρατιωτικός μηχανικός: χτίζει για τον στρατό γέφυρες, στρατόπεδα, φρούρια. Αλλά όταν φτάνει να δημιουργεί το μεγάλο τζαμί ενός σουλτάνου, η δουλειά του αποκτά καλλιτεχνική υπόσταση. Είναι «αρχιτέκτονας» με την ελληνική έννοια και ο πρώτος στη νεότερη ιστορία της ανθρωπότητας που έχει τόσο μεγάλη φήμη. Ανεγείρει πάνω από 400 κτίρια και κάποια είναι εξαιρετικά τολμηρά. Προωθεί την τεχνική και δοκιμάζει τα όρια του τι είναι εφικτό.
— Όταν σχεδιάζει στην Κωνσταντινούπολη το τζαμί του Σουλεϊμάν, ανταγωνίζεται την Αγιά Σοφία;
Η Αγία Σοφία είναι ένα μοναδικό κτίριο τόσο στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, στην οποία δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο, όσο και στην παγκόσμια αρχιτεκτονική κληρονομιά. Ήταν ένα τολμηρό κτίριο με λύσεις και ιδέες που δεν επαναλήφθηκαν ποτέ. Οι Οθωμανοί αναζητούν έναν δικό τους τύπο τζαμιού, ένα μνημειώδες στυλ που να τους χαρακτηρίζει, και πειραματίζονται πριν από το 1453 με διάφορες ιδέες. Όταν κατακτούν την Κωνσταντινούπολη βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτό το κτίριο-μαμούθ που είναι ήδη 900 χρόνων. Για τα επόμενα 50 χρόνια προσπαθούν να καταλάβουν πώς έχει χτιστεί. Το πρώτο σουλτανικό τζαμί που προσεγγίζει την Αγία Σοφία το αναθέτει ο Βαγιαζήτ Β‘, ο παππούς του Σουλεϊμάν, αλλά έχει ατέλειες και το μέγεθός του είναι μικρό. Όταν ο Σινάν φτάνει στην ωριμότητά του, μέσα του 16ου αι., χτίζει το Σουλεϊμανίγιε, ένα αυτοκρατορικό τζαμί που φέρει το όνομα του σουλτάνου Σουλεϊμάν, με πολλές ομοιότητες με την Αγία Σοφία και ίσως κάποιες βελτιώσεις. Ο Σινάν μελέτησε σε βάθος την παλαιοχριστιανική βασιλική και επιχείρησε κάποιες λύσεις που προχώρησαν την αρχιτεκτονική της μερικά βήματα παραπέρα μια χιλιετία μετά. Πάντως, έχει και κάποια αδέξια στοιχεία το Σουλεϊμανίγιε.
— Οπότε, αν «προσγειωθούμε» στην Αθήνα της οθωμανικής περιόδου, τι συναντάμε;
Αλίμονο, κανένα έργο του Σινάν! Παλαιότερο μνημείο της οθωμανικής περιόδου είναι το Φετιχιέ Τζαμί, «τζαμί της κατάκτησης», το οποίο θεμελιώνεται τον 15ο αι., ακριβώς μετά την κατάκτηση της πόλης. Η παρούσα του μορφή είναι μεταγενέστερη. Βρίσκεται μέσα στη Ρωμαϊκή Αγορά και σήμερα έχει πλέον ανακαινιστεί, αλλά ακόμα δεν είναι ανοιχτό στο κοινό. Λίγο παρακάτω σώζεται το Τζαμί του Τζισταράκη, του 18ου αι., που αποτελεί μέρος του κτιριακού συγκροτήματος του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι φέρει το όνομα του ιδρυτή του, ο οποίος ήταν διοικητής της Αθήνας. Τα περισσότερα τζαμιά ήταν δωρεές σουλτανικές, όπως το Σουλεϊμανίγιε, ή από σημαίνουσες προσωπικότητες. Για παράδειγμα, το «τζαμί της κατάκτησης» συνήθως το πρόσφερε ο πρώτος Οθωμανός διοικητής μιας πόλης για να εορτασθεί το ότι περιήλθε στην αυτοκρατορία. Τα μεταγενέστερα ήταν δωρεές άλλων πλούσιων ιδιωτών ή αξιωματούχων, καθώς ένα τζαμί δεν χτιζόταν με κρατική μέριμνα αλλά ως αφιέρωμα φιλανθρωπικής φύσης (ένας από τους πέντε πυλώνες του Ισλάμ είναι η ελεημοσύνη). Μία άλλη διάσταση των οθωμανικών δημόσιων αρχιτεκτονημάτων είναι ο συσχετισμός τους με εμπορικές επιχειρήσεις. Τα ακίνητα που στέγαζαν τα καταστήματα ανήκαν σε κοινωφελή ιδρύματα, όπως τα τζαμιά, και τα ενοίκιά τους υποστήριζαν δωρεάν λειτουργίες θρησκευτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Ακόμη και σήμερα αυτός ο συσχετισμός είναι σαφής στο Τζαμί του Τζισταράκη, το οποίο πατά σε μια βάση από μαγαζιά με τουριστικά είδη. Κυριολεκτικά ο Θεός πατά (και στηρίζεται) στον Μαμωνά, μια ολοζώντανη εικόνα της οθωμανικής Αθήνας που επιβιώνει το 2017. Στην άλλη πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς από το Φετιχιέ Τζαμί υπάρχει ο μεντρεσές μπροστά στους Αέρηδες, μια κορανική σχολή για παιδιά και νέους και το μοναδικό σωζόμενο χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη, ονομαζόμενο και «Λουτρό των Αέρηδων», το οποίο αναφέρεται το 1667.
— Τι γυρεύει ένας μεντρεσές σε μια δευτεροκλασάτη πόλη όπως ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή;
Ένα τζαμί δεν είναι ποτέ μόνο του. Είτε ο ίδιος δωρητής είτε κάποιος άλλος με ελεήμονα διάθεση και χρήματα πρόσφερε επίσης ένα ιμαρέτ (πτωχοκομείο), έναν μεντρεσέ (σχολείο), ένα χαμάμ (λουτρό). Όλα μαζί αποτελούν τον κούλιγιε (συγκρότημα κοινωφελούς χαρακτήρα), άλλοτε χτισμένο σε μία φάση και άλλοτε ανεπτυγμένο σταδιακά, καθώς προέκυπταν οι δωρεές.
— Όλα αυτά τα βρίσκεις μαζεμένα σε μια γειτονιά κάτω από την Ακρόπολη και δίπλα σε μικρούς χριστιανικούς ναούς που επέζησαν αιώνες…
Για αιώνες η ένταση ανάμεσα στη χριστιανική και στη μουσουλμανική κοινότητα δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο φανταζόμαστε. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε καν. Στις ισλαμικές κοινωνίες, εάν ένας πολίτης δεν ήταν μουσουλμάνος, πλήρωνε έναν επιπλέον φόρο, περίπου 10%. Το γεγονός ότι τόσοι επέλεξαν στη διάρκεια τεσσάρων αιώνων να μη γίνουν μουσουλμάνοι σημαίνει ότι δεν ήταν τόσο φοβερό να μην είσαι μουσουλμάνος, μολονότι είχες οικονομικό κίνητρο να προσηλυτισθείς. Η επιλογή ήταν δική σου.
— Τι άλλο ξεχωρίζει στην Αθήνα;
Η Αθήνα δεν έχει εκείνη την περίοδο τις δομές μιας πρωτεύουσας και όσα σώζονται είναι ψήγματα της οθωμανικής της μορφής. Αλλά μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για την ατμόσφαιρας της πόλης, περπατώντας στα στενά της Πλάκας. Τα χαμάμ της πόλης λειτουργούσαν μέχρι τον προηγούμενο αιώνα και το σαγηνευτικό Λουτρό των Αέρηδων, που είναι επισκέψιμο, σε βάζει πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο κτίριο στην καθημερινότητα της οθωμανικής πόλης. Η παράδοση του δημόσιου λουτρού ξεκινάει από την αρχαία Ρώμη, περνάει στο πρώιμο Βυζάντιο, διατηρείται καθ‘ όλη τη διάρκειά του, ενώ παράλληλα μεταλαμπαδεύεται στις ισλαμικές κοινωνίες και κατά την οθωμανική περίοδο. Ο Πύργος των Αέρηδων, ξανά στην ίδια γειτονιά της Πλάκας, υπήρξε τεκές δερβίσηδων στεγασμένος σε ένα αρχαίο κτίσμα και αποτυπώνεται σε ένα περίφημο χαρακτικό. Σώζεται επίσης και η κρήνη του Χασεκή μέσα στον κήπο της Γεωπονικής Σχολής στην Ιερά Οδό, μία από τις δεκάδες κοινόχρηστες βρύσες εντός και εκτός της πόλης, απ‘ όπου τα νοικοκυριά έπαιρναν νερό για τις ανάγκες τους. Ταξιδεύοντας στην πόλη, συναντάμε και εκκλησίες της οθωμανικής περιόδου, όπως η Παναγία στο Μοναστηράκι, που αρχιτεκτονικά είναι τυπική για τον 17ο αιώνα. Ο Άγιος Νικόλαος ο Χωστός, στον σταθμό των ΚΤΕΛ Πελοποννήσου, πλάι στην κοίτη του Κηφισού, ήταν κάποτε μέσα σε χωράφια, δίπλα στο ποτάμι. Αυτός ο τύπος ναού αρχιτεκτονικά δανείζεται πολλά στοιχεία από τα μεγάλα τζαμιά της εποχής.
— Αρχοντικά της εποχής;
Το αρχοντικό των Μπενιζέλων, που είναι επίσης επισκέψιμο επί της οδού Αδριανού, ήταν ένα από τα λαμπρότερα της οθωμανικής Αθήνας. Επίσης στο οικοδομικό τετράγωνο των οδών Άρεως, Κλάδου, Βρυσακίου και Αδριανού σώζεται η εντυπωσιακή πύλη και η αυλή του αρχοντικού Χωματιανού-Λογοθέτη.
— Σε τι διαφέρουν από νεότερα αρχοντικά;
Δεν έχουν νεοκλασικά στοιχεία, τα οποία έρχονται με τους Γάλλους και τους Βαυαρούς τη δεκαετία του 1830 και τα βλέπουμε στην Πύλο, στην Αθήνα, στο Ναύπλιο. Τα σπίτια πριν από αυτή την περίοδο είναι χτισμένα κατά τον οθωμανικό αύλειο τύπο, ο οποίος είναι μπολιασμένος με βυζαντινά στοιχεία.
— Το Μουσείο Μπενάκη έχει εκθέματα της οθωμανικής περιόδου;
Η συλλογή οθωμανικής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη είναι από τις σημαντικότερες στον κόσμο και κάποιες συλλογές συγκρίνονται με μεγάλα τουρκικά μουσεία, για παράδειγμα οι συλλογές κεραμικών Ιζνίκ και πολυτελών υφασμάτων. Στεγάζεται τόσο στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης όσο και στο Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού στην οδό Κουμπάρη. Τα περισσότερα αντικείμενα έχουν εντοπιστεί στο διεθνές εμπόριο τέχνης, αλλά πολλά έχουν αποκτηθεί στην Ελλάδα. Για μια εντυπωσιακή εισαγωγή στη διακοσμητική της οθωμανικής περιόδου, στο Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού οι επισκέπτες μπορούν να βρουν δύο ξυλόγλυπτους οντάδες από την Κοζάνη, σπανιότατα παραδείγματα αιθουσών υποδοχής αρχοντικών που ακολουθούν την υψηλή μόδα του 18ου αιώνα. Είναι συγγενή με δωμάτια σε παλάτια της Κωνσταντινούπολης, όπως ο «Οντάς των Καρπών» στο Τοπ Καπί.
— Ποια σημαντικά οθωμανικά μνημεία μπορούμε να εντοπίσουμε στην νότια Ελλάδα γενικότερα;
Υπάρχει άφθονη οχυρωματική αρχιτεκτονική. Τα περισσότερα φρούρια, ακόμη κι αν υφίστανται από την αρχαιότητα, έχουν οθωμανικές φάσεις, ο Ακροκόρινθος, το Μπούρτζι στο Ναύπλιο αλλά και η Ακροναυπλία, τα κάστρα της Νότιας Πελοποννήσου, η Ναύπακτος κ.ά. Στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα σημαντικότερη πόλη ήταν η Άμφισσα, οι επιτραπέζιες ελιές της οποίας έφταναν ως το τραπέζι του σουλτάνου. Το κάστρο της Άμφισσας σώζει οθωμανική φάση, αλλά και πολλά σπίτια χρονολογούνται τότε – και πάλι, αύλεια σπίτια εύπορων οικογενειών. Όμως τα πιο σημαντικά τζαμιά του ελλαδικού χώρου σώζονται στη Βόρεια Ελλάδα.
— Συμπερασματικά, ποια μνημεία της οθωμανικής περιόδου θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε θαυμαστά στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο;
Ξεχωρίζουν ο τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη, το Τζαμί του Οσμάν Σαχ στα Τρίκαλα, έργο του Σινάν, και το τζαμί του Μεχμέτ Μπέη στις Σέρρες. Πάντως, το πιο σημαντικό μνημείο της οθωμανικής περιόδου είναι το τζαμί του Διδυμότειχου, το οποίο πρόσφατα καταστράφηκε από μια φοβερή πυρκαγιά. Οι λίθινοι τοίχοι σώζονται, όμως, αλίμονο, το πολυτιμότερο μέρος του κτιρίου, η σπανιότατη ξύλινη στέγη του 15ου αιώνα, χάθηκε. Πρέπει να γνωρίσουμε και να αγκαλιάσουμε τα μνημεία της οθωμανικής περιόδου στην Ελλάδα, τόσο όσα προορίζονταν για χρήση από χριστιανούς όσο και εκείνα που χτίστηκαν για τη μουσουλμανική κοινότητα. Επιλέγοντας να τα αγνοούμε, απεμπολούμε ένα κομμάτι της κληρονομιάς και παράδοσής μας. Η διάσωση, μελέτη και ανάδειξή τους αποτελεί συλλογική ευθύνη και είναι έργο πατριωτισμού και αγάπης για τον πολιτισμό του τόπου μας.
Πηγή Χρήστος Παρίδης, lifo.gr