Η Νταϊάν Άκερμαν, στο βιβλίο της «Η Φυσική Ιστορία των Αισθήσεων», μας λέει ότι «οι αισθήσεις μας καθορίζουν την άκρη της συνείδησης, και επειδή γεννιόμαστε εξερευνητές και αναζητητές του αγνώστου, ξοδεύουμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας να περιφερόμαστε σ’ αυτή την ανεμοδαρμένη περίμετρο». Απο ναρκωτικές ουσίες σε τσίρκα και ζούγκλες, από κλαμπ με δυνατή μουσική σε ακριβά εξωτικά αρώματα και μαγειρικές καινοτομίες, είμαστε ανα πάσα στιγμή έτοιμοι να ρισκάρουμε μέχρι και τη ζωή μας προκειμένου να πάρουμε μια καινούργια γεύση.
Τι μορφή και τι αξία παίρνουν οι 5 μας αισθήσεις όμως σε μια μεγαλόπολη, και πώς φροντίζουμε να τις ανανεώνουμε; Θα’θελα να ξεκινήσω με την όσφρηση, καθότι είναι η αγαπημένη μου αίσθηση, και κατά την Νταιάν ίσως η πιο ισχυρή, πιο άμεση, και αυτή που σχετίζεται περισσότερο με τον χρόνο και την ανάμνηση. Την ονομάζει «μουγγή αίσθηση» γιατί μας είναι συχνά σχεδόν αδύνατον να την περιγράψουμε με λέξεις.
Κλείστε τα μάτια σας, όμως, και πείτε μου τις πρώτες πέντε που σας έρχονται κατά νου: βανίλια, καφές, χειμερινή βροχή, ένα παλιό βιβλίο, φρεσκοψημένο κέικ λεμόνι. Αυτές είναι οι δικές μου. Πόσο απέχουν όμως από αυτές που σου προσφέρει ο αστικός κλοιός με το που βγεις από το σπίτι σου κάθε πρωί; Καυσαέριο, σκουπίδια, η μυρωδιά της γης στο μετρό, ο διπλανός μας στις συγκοινωνίες, ο εργασιακό μας χώρος. Οικίες, γνώριμες και αυτοματοποιημένες μυρωδιές που ο εγκέφαλός μας έχει μάθει να αγνοεί ή να παραβλέπει.
Γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλός μας, στην προσπάθειά του να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικός και ενεργειακά οικονομικός, σπεύδει να δημιουργεί «κοπάνες». Σε αντίθεση με τις άλλες αισθήσεις, όμως, η μυρωδιά, μην έχοντας ανάγκη εγκεφαλικό διερμηνέα, πυροδοτεί εικόνες και αναμνήσεις πριν το μυαλό μας προλάβει να τις επεξεργαστεί. Μια παλιά, γνωστή μας μυρωδιά μετατρέπεται σε χρονομηχανή και μας μεταφέρει εκεί, στη στιγμή που εισπνεύσαμε αυτό που τώρα ονομάζουμε ανάμνηση, ιστορία, παρελθόν.
Ο κάθε άνθρωπος έχει μια μοναδική μυρωδιά, το ίδιο και η κάθε πόλη. Τι μυρωδιά έχει η Αθήνα; Έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στα νότια προάστια της Αθήνας, αισθάνομαι όμως Αθηναία, και για μένα η μυρωδιά της είναι ελευθερία. Έχω ζήσει σε αρκετές πόλεις του εξωτερικού, και έχω επισκεφθεί ακόμα περισσότερες. Ερωτεύτηκα το Μοντρεάλ, το Βανκούβερ και την παλιά πόλη του Κεμπέκ σαν έφηβη, και το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Βαρκελώνη σαν ενήλικας, όλες για διαφορετικούς λόγους· αγαπώ όμως την Αθήνα αφοσιωμένα και ζεστά, χωρίς ψευδαισθήσεις.
Επέστρεψα στην Αθήνα συνειδητά, από επιλογή, και όχι απο ανάγκη. Επιστρέφω κάθε βράδυ σπίτι μου, του οποίου η μυρωδιά καθορίζεται τόσο από τα μόριά μου, όσο και από τις επιλογές μου. Μου είπε κάποιος πρόσφατα ότι οι άνθρωποι φοβούνται, αλλά έχουν πάθη. «Αλίμονο», του απάντησα, «σε αυτούς που τα πνίγουν». Ανοίγω τα παράθυρα. Απόψε, μυρίζει επιθυμία. Επιθυμία όμως για τι;
Τη μυρωδιά του αγαπημένου μας μπαρ, την πρώτη εισπνοή του αγαπημένου μας ποτού, πριν αυτό αγγίξει τα χείλη μας και υποδουλωθούμε στη γεύση, τη φρεσκάδα του καθαρού σεντονιού όταν επιτέλους ξαπoστάσουμε, του ψημένου καλαμποκιού σ’ ένα πολυσύχναστο σοκάκι, του φλεγόμενου ξύλου μια χειμωνιάτικη νύχτα, του γιασεμιού σ’ ένα θερινό σινεμά, του αγαπημένου μας φαγητού που αναβλύζει από τον φούρνο, του «βρώμικου» έξω από ένα κέντρο διασκέδασης, των δακτύλων μας έχοντας μόλις φάει ένα μανταρίνι, του μαλλιού της γριάς σ’ ένα πανηγύρι, του λουκουμά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, του φρέσκου ψωμιού ένα νυσταγμένο ξημέρωμα.
Πόσες ακόμα χαρακτηρίζουν τη μικρή μας πρωτεύουσα; Σε πόσες έχουμε υποκύψει και πόσες έχουμε απαρνηθεί; Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του μυρωδιά, και έτσι οι οσφρητικές επιλογές μας συμπεριλαμβάνουν και αυτούς τους ανθρώπους που επιθυμούμε και επιμένουμε να κρατάμε δίπλα μας. Η επιθυμία άλλωστε είναι σαν την όσφρηση: άλλωτε ασαφής, ενίοτε ανεπαίσθητη, και κάποιες φορές τόσο ισχυρή που γεμίζει το είναι μας και μας καθιστά ανίκανους να την αψηφήσουμε μέχρι να προσδιοριστεί, να ερμηνευτεί, και να κατακτηθεί. Αυτή είναι η μυρωδιά της Αθήνας, λοιπόν: η περιπέτεια κατάκτησης του επόμενου στόχου.
Πηγή Ελένη Χελιώτη / athensvoice.gr