Bόρεια Τζουμέρκα. Πήρα το δρόμο για το Ελληνικό. Με προϋπάντησαν τα γλυπτά. Βάλθηκα να τα κοιτώ για ώρα. Είναι πολλά. Επιβλητικά. Ορθώνονται ανάμεσα απ’ τα βουνά συνομιλώντας με τον τόπο. Κι όταν έφτασα μπροστά από το πέτρινο σχολείο του μεσοπολέμου, διάσπαρτα στην αυλή τα έργα. Είναι φτιαγμένα από ανακυκλώσιμα υλικά στα οποία δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία. Στέκονται εκεί χρήσιμα ξανά. Ο δάσκαλος πιστεύει ότι τα υλικά αυτά έχουν μνήμες μέσα τους κι η φόρτισή τους βγαίνει πάντα στο έργο αποπνέοντας αφάνταστη γοητεία. Τι άλλο έκανε άλλωστε η trash art ή η arte povera; Αγαπητοί, καλώς ήρθατε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης».
Τριακόσια έργα φιλοξενούνται στις παλιές τάξεις και στην αυλή που μιλούν για τη γενέθλια γη, για τις μνήμες που συνοδεύουν το δημιουργό. Πηλός, πέτρα, σίδηρος, χαλκός, ξύλο ξεκινούν διαλόγους για τον ξενιτεμένο, τον αποχαιρετισμό. Για όλα όσα χάνονται. Το ψωμί, την εκπαίδευση, τον ευεργετισμό, το μάστορα, το βοσκό, το γεωργό.
Το σχολείο – μουσείο υποδέχεται όλο το χρόνο στις αίθουσες και στην αυλή και πάλι μαθητές. Και το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του συμποσίου γλυπτικής γεμίζει από γλύπτες. Καθιερωμένοι και μαθητευόμενοι καλλιτέχνες δουλεύουν μαζί αφήνοντας μεγάλα έργα πίσω τους, υπηρετώντας την τέχνη τους. Το μουσείο – σχολείο ανασαίνει ξανά από την ανθρώπινη παρουσία. Φως.
Το όραμα ενός ανθρώπου χάρισε και πάλι πνοή σε κάτι που θεωρούνταν πεθαμένο. Είναι άραγε στάση ζωής; Είναι το δικό του motto; Δεν είναι η πρώτη φορά που ο δάσκαλος είδε τη ζωή με μιαν άλλη ματιά. Το ίδιο έκανε με τα Φαντάσματα από τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου που επιστρέφουν στο νου μου συνεχώς διεκδικώντας τη θέση τους στον ψυχισμό μου. Οι μεγάλες φοβικές φιγούρες κουβαλάνε συσσωρευμένες μνήμες που προκαλούν έντονη φόρτιση για την πάστα που είμαστε φτιαγμένοι. Πρόκληση και πρόσκληση για ενδοσκόπηση.
Μου προσφέρει καφέ και νερό. Κι εκεί στο πετρόχτιστο κτίριο του μεσοπολέμου, ανάμεσα από γλυπτά, εικόνες και ήχους, ξεκίνησε μια κουβέντα για το σύμπαν που δημιούργησε μέσα στα χρόνια.
Σας αρέσει να δημιουργείτε έργα μεγάλων διαστάσεων για δημόσιους χώρους.
Σκοπός μου πάντα ήταν να βάλω την τέχνη δίπλα στον πολίτη, στην κοινωνία.
Προτιμάτε να σας αποκαλούν δάσκαλο ή γλύπτη;
Δάσκαλο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή στον άνθρωπο.
Στη δική σας πορεία ζωής οι δάσκαλοι στάθηκαν σημαντικοί;
Είχα την τύχη να έχω καλούς δασκάλους. Ο καθένας με τον τρόπο του διαμόρφωσε τη σκέψη και καθόρισε την πορεία μου. Ο δάσκαλος που είχα σε ετούτο εδώ το σχολείο, παρόλο που ήμουν καλός μαθητής, όταν μας προετοίμαζε για τις εξετάσεις στο γυμνάσιο μας έδωσε να λύσουμε ένα πρόβλημα αριθμητικής. Προσπάθησα πολύ και δεν τα κατάφερα. Όταν είδε ότι δεν μπορούσα να το λύσω, μου άστραψε ένα χαστούκι. Χτύπησα το κεφάλι μου στον πίνακα. Σκίστηκε το χείλι μου. Γέμισα αίματα. Ακόμη και τώρα φαίνεται το σημάδι. Πείσμωσα. Πήγα στον πατέρα μου και του είπα ότι εγώ δε θα συνεχίσω το σχολείο. Θυμάμαι να του λέω: «Δεν έχει γυμνάσιο, εάν έχει και ξύλο». Προσπάθησε να με μεταπείσει, με πήρε με το καλό, κάτι θα συνέβη στο δάσκαλο, μου είπε, και εκνευρίστηκε. Σε αγαπάει. Εγώ αμετάπειστος. Τότε ο πατέρας μου, σαν αγράμματος και λαϊκός άνθρωπος, μου είπε: «Αφού δε θέλεις γράμματα, φύλα πρόβατα». Πήρε από το Καλέντζι δεκατρία πρόβατα και μου τα έφερε.
Βοσκός;
Ναι, αλλά εγώ αντί να φυλάω τα πρόβατα, έβρισκα και σκάλιζα πέτρες. Έφευγαν τα ζώα δεξιά κι αριστερά, τα άφηνα ελεύθερα. Κι εγώ έκανα ακριβώς αυτό που μου άρεσε. Έκαναν παράπονα οι γείτονες, φωνές, μηνύσεις. Η ουσία όμως είναι η εξής. Ο πατέρας μου με ευεργέτησε. Ανακάλυψα την κλίση μου και τι αγαπούσα πραγματικά. Την επόμενη χρονιά επέστρεψα στα θρανία.
Φύγατε από το Ελληνικό και ήρθατε στα Γιάννενα, μαθητής στη Ζωσιμαία.
Μαθεύτηκε, όταν ήρθα στο Γυμνάσιο, ότι ένα παιδί από το Ελληνικό σκαλίζει πέτρες. Την πρώτη χρονιά είχα δάσκαλο τον Βρέλλη. Με περιέθαλψε με πολλή αγάπη, ήξερε βέβαια την κλίση μου από τον αδερφό του, που ήταν δάσκαλος σε ένα κοντινό χωριό, στους Μουζακαίους. Δυστυχώς έφυγε την επόμενη χρονιά και ήρθε ο Παπαγεωργίου, ο οποίος με παρότρυνε να δώσω εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το Σεπτέμβριο.
Δεν είχατε τελειώσει το σχολείο. Ήσασταν μικρός.
Ήμουν στην τετάρτη γυμνασίου. Και τότε και τώρα, εάν κάποιος είναι καλός και παρουσιάσει τα έργα του, έχει τη δυνατότητα να δώσει εξετάσεις και να μπει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κι ας μην έχει ολοκληρώσει το σχολείο. Του επιτρέπουν σαν εξαιρετικό ταλέντο να συμμετάσχει. Στην τετάρτη γυμνασίου συνέβη το εξής ενδιαφέρον. Ο θείος μου γνώριζε το δήμαρχο, τον Σακά, και του είπε «έχω ένα ανιψάκι, μήπως μπορούμε να το βοηθήσουμε; Είναι καλός». Θα έρχονταν τότε οι βασιλιάδες για την 21η Φεβρουαρίου, την απελευθέρωση της πόλης. Πήρε ο θείος μου τα κεφάλια που είχα σκαλίσει για να τους τα δείξει στο δημαρχείο μήπως με βοηθούσαν. Θυμάμαι, με έντυσε η μάνα μου με τα καλά μου ρούχα για να με παρουσιάσουν. Κάθισα στις σκάλες του δημαρχείου και περίμενα. Κατέβηκαν οι βασιλείς, μιλούσαν ξένα, ακαταλαβίστικα σε εμένα. Μου ‘χε πει η μάνα μου «να τους φιλήσεις το χέρι», αλλά εγώ τα έχασα. Ούτε χέρι φίλησα, ούτε και που μίλησα. Μετά από λίγο καιρό λάβαμε ένα γράμμα που μας έλεγε να πάω στη σχολή της Τήνου, στον Πύργο. Εγώ ήθελα να τελειώσω την τάξη, στην Τήνο δεν υπήρχε γυμνάσιο, δεν πήγα. Ο αδερφός μου τότε σπούδαζε στην Πάντειο, πήγε και ρώτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών για τις εξετάσεις. Μάθαμε ότι άρχιζαν αρχές Σεπτέμβρη, εγώ τότε τελείωνα την τετάρτη Γυμνασίου. Ο Παπαγεωργίου, ο δάσκαλός μου, ήταν φίλος με το Φιλιππότη που φοιτούσε ακόμη στη σχολή. Μπήκα στο εργαστήριο για πρώτη φορά.
Ποια ήταν η πρώτη σας αίσθηση;
Τα είχα ελαφρώς χαμένα. Πρώτη φορά έβλεπα ένα εργαστήριο γλυπτικής. Ρώτησα για τις εξετάσεις. Μου είπαν ότι έκαναν σχέδιο με κάρβουνο. Πάγωσα. Το μόνο κάρβουνο που ήξερα ήταν εκείνο της φωτιάς. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ένα είδος μολυβιού κι ησύχασα. Είδα που έφτιαχναν έργα από πηλό, με ανθρώπινο μοντέλο κι όταν γύρισα στα Γιάννενα βάλθηκα να φτιάχνω κι εγώ. Προσπάθησα. Έδωσα εξετάσεις κι ήρθα πρώτος. Πήρα και υποτροφία. Κατέβηκα στην Αθήνα και τελείωσα το σχολείο, νυχτερινό γυμνάσιο παράλληλα με τις σπουδές στη σχολή.
Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δάσκαλός σας ήταν ο Γιάννης Παππάς.
Ο Παππάς ήταν σπουδαίος δάσκαλος. Σπουδαγμένος στο Παρίσι όπως κι ο πατέρας του. Φωτισμένος άνθρωπος. Πολίτης στην καταγωγή, μεγαλοαστός, με βαθιά μόρφωση. Μιλούσε τρεις γλώσσες και σαν διευθυντής της σχολής έκανε πολλές αλλαγές, μίλησε πολύ για το σχέδιο, έκανε μεταφράσεις. Ο πατέρας του ήταν υπουργός και γιατρός του Βενιζέλου. Όταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, στο σπίτι τους πήγε. Ο παππούς του ήταν γιατρός στην Πόλη, από τους πρώτους δημοτικιστές και λόγιος, ο Φωτιάδης. Ο δάσκαλός μου κληρονόμησε την πλούσια και σπάνια βιβλιοθήκη του παππού του. Την είχε στο εργαστήριό του. Σπουδαστής ακόμη του γύρεψα δουλειά, δεν τα έβγαζα πέρα. Πήγα κι όταν εκείνος έφευγε εγώ έμενα στο εργαστήριο και διάβαζα. Θαυμάσια βιβλία, θησαυροί. Ο Παππάς με προέτρεψε να μάθω γαλλικά.
Ο δάσκαλός μου ήξερε τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη και πολλούς άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Όλοι έρχονταν στο προσωπικό του εργαστήριο. Μας έφερνε τον Παπανούτσο, τον Χορν, τον Τερζάκη, τον Χατζιδάκι. Προσωπικότητες. Όλοι έρχονταν και κουβέντιαζαν μαζί μας. Ο Φωκάς, ο Μινωτής ήταν φίλοι του. Στη σχολή μας έφερνε μεταφρασμένα κείμενα καλλιτεχνών, μας άνοιγε δρόμους. Είχε μεγάλη σημασία για τη μόρφωσή μας γιατί μας έπλασε μέσα από αυτόν τον κύκλο των ανθρώπων της διανόησης, ήταν σημαντικό για την κουλτούρα μας.
Το προσωπικό του εργαστήριο ήταν μια μεγάλη σχολή. Εκεί έβλεπες την πραγματική γλυπτική, τα προβλήματά της. Από εκεί πήρα περισσότερα πράγματα. Έρχονταν οι ηθοποιοί για να τους φτιάξουμε μύτες, μάσκες, ό,τιχρειάζονταν για το θέατρο. Ο Πρεβελάκης ερχόταν, τον ήξερα βέβαια και από τη σχολή. Μορφές. Είναι μεγάλη τύχη να έχεις καλό δάσκαλο με τόσες αξιόλογες φιλίες.
Τελειώσατε τη σχολή και ήρθε η σειρά των ταξιδιών. Περάσατε μεγάλα χρονικά διαστήματα σε εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους.
Μετά τη σχολή διαγωνίστηκα και πήρα για τρία χρόνια μια υποτροφία του ΙΚΥ, ένα είδος ντοκτορά. Μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Συστηματικά άρχισα να μελετώ αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κύπρος, Κρήτη, έπειτα, Αίγυπτος, παράλια μικράς Ασίας, Κυκλάδες, Δήλος, Νάξος, Πάρος, Κάτω Ιταλία και Σικελία. Με σημάδεψε εκείνη η εποχή. Όταν διαχειριστείς την τέχνη της αρχαιότητας, σαγηνεύεσαι, βλέπεις το μεγαλείο της σε βάθος, είναι δύσκολο να σε επηρεάσουν άλλα πράγματα χαμηλότερης ποιότητας. Είναι ασύλληπτο το πού έφτασαν οι άνθρωποι της αρχαιότητας. Είδαν τη ζωή σε βάθος, τη μετουσίωσαν με σοφία και την έκαναν τέχνη. Αυτός ήταν ένας κόσμος. Συνέχεια είχε η Ευρώπη. Λονδίνο, Μόναχο, Βερολίνο, Ρώμη, Φλωρεντία, Παρίσι. Έπρεπε να κάνω τον κύκλο. Να δω και τη δική μας τέχνη που υπάρχει σε αυτά τα μουσεία αλλά και τη σύγχρονη τέχνη, αυτή που είχαμε διδαχθεί στη σχολή.
Αρκεί το ταλέντο, δάσκαλε;
Όχι,δεν αρκεί μονο το ταλέντο, είδα πολλά παιδιά στη σχολή καλών τεχνών με ταλέντο, με χάρισμα, κι όμως χάθηκαν από το χώρο. Θέλει επιμονή και συστηματική δουλειά, πείσμα μεγάλο, χρειάζεται η τέχνη αντοχές. Είναι μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης που απαιτεί χρόνο και κόπο.
Δεν μιλάτε συχνά για τη δουλειά σας.
Μιλούν τα έργα μου.
Το 1991, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης το Μετσόβιο Πολυτεχνείο κάηκε. Την επόμενη μέρα, όταν αντικρίσατε την καταστροφή του εμβληματικού κτιρίου, του σπιτιού σας όπως συνηθίζετε να λέτε, η θλίψη έδωσε φωνή στην αγανάκτηση που νιώσατε και είχατε μια διαφορετική προσέγγιση στο γεγονός.
Ναι, ήταν ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένιωσα θλίψη, θυμό, ντροπή. Είμαι Ηπειρώτης και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο χτίστηκε με δωρεές Ηπειρωτών, όπως το Ζάππειο, το Αρσάκειο, το Πανεπιστήμιο και πολλά ακόμη. Ο Δομπόλης Ηπειρώτης από το Δεσποτικό, έδωσε τα χρήματα για να φτιαχτεί το Πανεπιστήμιο και, όταν του είπαν να πάρει το όνομά του, είπε όχι, θα ονομαστεί Καποδιστριακό προς τιμή του κυβερνήτη. Οι άνθρωποι τότε είχαν ένα όραμα, μιαν άλλη ηθική. Είχαν ιδανικά.
Τα κτίρια δεν κατασκευάστηκαν από το κράτος. Το Μετσόβιο ήταν ευεργεσία. Τα μάρμαρα, τα ξύλα, τα αγκωνάρια ήταν απαράμιλλης ομορφιάς, φτιαγμένα από μαστόρους παλαιάς κοπής. Αδύνατο να ξαναφτιαχτούν.
Είχαν καεί αρχεία, βιβλία, πίνακες. Μεγάλη καταστροφή. Πήρα τα αποκαΐδια, ξύλα κυρίως, τα μετέφερα στο εργαστήριο, τα επεξεργάστηκα για λίγο, πρόχειρα και μετά από λίγες ήμερες τα έστησα μπροστά στο Πολυτεχνείο. Ήταν η δική μου μορφή διαμαρτυρίας.
Υπάρχει μια φωτογραφία από εκείνη την ημέρα με εσάς και την εγκατάσταση που δημιουργήσατε. Κάθεστε σ’ ένα σκαμνί και γύρω σας υπάρχουν αρκετά κενά σκαμνιά. Ήταν ένας είδος πρόσκλησης σε διαμαρτυρία; Σε διάλογο;
Καμία πρόσκληση. Τα σκαμνιά γύρω μου δηλώνουν την απουσία. Ναι, την απουσία του κράτους, της εξουσίας, των πρυτανικών αρχών, υμών των καθηγητών μπροστά στην καταστροφή. Δεν μπορέσαμε να προστατέψουμε το σπίτι μας. Η φωτιά και η απαξίωση μου έδωσαν κίνητρο διότι από εκείνη τη μέρα, και κάθε μέρα, για καιρό μάζευα ό,τι είχε απομείνει. Εγώ είχα ζήσει, είχα περπατήσει μέσα σε αυτά τα κτίρια, στους διαδρόμους, στις αίθουσες, είχα χαϊδέψει τις δωρικές κολόνες, τις πονούσα. Ξέρω πολύ καλά τον κόπο που χρειάστηκε για να φτιαχτούν. Εμείς που σκαλίζουμε την πέτρα ξέρουμε τους τεχνίτες που τις έφτιαξαν, την αξία τους. Θέλει κόπο, χρόνο κι αξιοσύνη το μάρμαρο. Ήταν έργα τέχνης. Όλο το συγκρότημα του Πολυτεχνείου ήταν έργο τέχνης. Ήταν σημαντικό για εμένα να καθίσω να δουλέψω και να διαμαρτυρηθώ για τον βανδαλισμό, για τον τρόπο που εμείς φερθήκαμε στα κτίρια. Σπάνια κτίρια, διαμάντια της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν.
Τι υλικά μαζεύατε εκτός από ξύλα; Πέτρες; Αγκωνάρια;
Πέτρες δεν πήρα. Τα αγκωνάρια καταστράφηκαν. Το μάρμαρο όταν καεί δίνει ασβέστη και μάλιστα καλό. Πήρα ξύλα. Πολωνοί κι Αλβανοί εργάτες κατεδάφιζαν τη σκεπή. Ήμουν εκεί και μάζευα τα απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Ό,τι είχε για έμενα αισθητικό ενδιαφέρον. Μάζεψα τετράγωνα καρφιά. Υπέροχα. Διακοσίων ετών. Σαράντα εκατοστά το καθένα, χτυπημένα από σιδηρουργούς, δουλεμένα ένα-ένα. Σήμερα τέτοια δεν υπάρχουν. Ύστερα πήραν τα μπάζα και τα πήγαν σε ένα ρέμα στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου. Κι εκεί πήγαινα συνέχεια. Τα έβγαζα από το ρέμα, τα έσωζα. Ώσπου μια μέρα έριξαν χώμα. Σκέπασαν με χώμα τα απομεινάρια της καταστροφής. Σκέπασαν τις ενοχές μας με χώμα.
Μαζέψατε το υλικό αυτό και δουλεύατε για είκοσι χρόνια μέχρι την πρώτη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Δημιουργήσατε έργα μεγάλων διαστάσεων που μοιάζουν με τοτέμ, θυμίζουν ίσως και αφρικανική τέχνη, ξόανα, σκιάχτρα;
Ναι, έφτιαξα τα Φαντάσματά μου (2), είναι φοβιστικές μορφές, μήπως και σκιαχτεί κανείς, αλλά τίποτα δεν έγινε. Έχουν περάσει είκοσι οχτώ χρόνια από τότε και δεν άλλαξε τίποτα. Πριν μερικές μέρες πήγα στο Πολυτεχνείο. Σήμερα παίρνουν ματρακάδες οι αναρχικοί και σπάνε και πάλι μασίφ μάρμαρα για να τα πετάξουν στις διαδηλώσεις. Θλίψη. Βαρβαρότητα.
Το καλοκαίρι του 1996, πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο συμπόσιο γλυπτικής στην πόλη των Ιωαννίνων με τη συμμετοχή γνωστών εικαστικών (1). Ήταν μία καινοτομία. Τα έργα που βρίσκονται στο παραλίμνιο, εκεί που δημιουργήθηκαν, έχουν ενσωματωθεί με το τοπίο της λίμνης. Εσείς διαλέξατε να φτιάξετε ένα επιβλητικό, μεγάλων διαστάσεων ζευγάρι. Μιλήστε μου για την επιλογή σας αυτή.
Το αρσενικό και το θηλυκό συνυπήρχαν και κάποτε χώρισαν, λέει η Διοτίμα στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Είναι οι πρωτόπλαστοι για τη θρησκεία. Το ζευγάρι αντιπροσωπεύει για εμένα το κύτταρο της κοινωνίας. Είναι αυτό που συνεχίζει τη ζωή. Ήθελα να συγκεράσω πολλά πράγματα, να κάνω κάτι που εκφράζει τη δουλειά μου. Το ζευγάρι δημιουργεί την πόλη και η πόλη υπάρχει γι‘ αυτό. Θέλησα μια φόρμα δωρική, απλή, λιτή, κατανοητή. Πάντα με απασχολεί το πώς να ρίξω γέφυρες προσέγγισης και κατανόησης στον πολίτη του σήμερα, του αύριο. Ήθελα να τοποθετηθεί εκεί απέναντι από τα φοβερά μπουντρούμια του Κάστρου, να μείνει σαν στοιχείο για όλους αυτούς που μαρτύρησαν και χάθηκαν ταπεινωμένοι χωρίς απολογία παίρνοντας το παράπονο μαζί τους. Το έχω τοποθετήσει απέναντι από το μπουντρούμι, τη φυλακή. Η ευτυχία και η δυστυχία στήνονται απέναντι.
Σε ποιες άλλες πόλεις έχετε κάνει συμπόσια γλυπτικής;
Κόνιτσα, Ιωάννινα, αρχίσαμε από την ακριτική Ελλάδα. Το πρώτο έγινε στη Θάσο. Ύστερα κάναμε στην Κατερίνη, στα Τρίκαλα, στο Βόλο, στο Αιγάλεω, στην Αγία Παρασκευή, στο Φάληρο, σε διάφορες πόλεις της Κύπρου, κάναμε στην Κουρούτα στην Ηλεία δίπλα στη θάλασσα, στην Πάρο, στην Κρήτη. Είναι περίπου είκοσι οι πόλεις.
Βραβεία, έπαινοι, εκθέσεις, διδασκαλία και επιστροφή στο Ελληνικό. Στο σχολείο σας είχαν μείνει μόνο εφτά μαθητές. Αργοπέθαινε. Κι εσείς για άλλη μια φορά έχετε μια διαφορετική οπτική. Αποφασίσατε να το «σώσετε».
Το σχολείο μου ως κτίριο είναι μοναδικό, δεν μπορεί να ξαναφτιαχτεί. Οι πέτρες του είναι έργα τέχνης. Τα αγκωνάρια του υπέροχα. Έπαιρναν οι μάστορες τις πέτρες του χωριού και τις σκάλιζαν, τις έκαναν κοφτερές. Δεν ξεφεύγει η γραμμή από επάνω μέχρι κάτω. Κι αναρωτιέμαι όταν τις παρατηρώ. Τι χέρια ήταν αυτά που τις έφτιαξαν; Μεγάλοι τεχνίτες. Η Ήπειρος είχε μεγάλους μαστόρους. Είχα βιώματα, μνήμες αναδύθηκαν. Ό,τι είχε συσσωρευτεί μέσα από τις σπουδές μου, τα ταξίδια, τα βιώματά μου, όλα βγήκαν σαν φύτρες δυνατές που εμφανίζονταν διαρκώς.
Το σχολείο που αργοπέθαινε γέμισε και πάλι. Δώσατε πίσω στο κτίριο, στην αυλή του μαθητές. Η αυλή έγινε ένα πάρκο γλυπτικής. Φτιάξατε ένα μουσείο με μεράκι και πολλή φροντίδα. Ο κόσμος το απολαμβάνει, φαίνεταιαπό τα σχόλια που κάνει. Γράφτηκε ένα βιβλίο «Τα φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη» της Έλσας Μυρογιάννη (εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, 2016), που απέσπασε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά το 2018 και μιλά για τα έργα σας.
Χιλιάδες μαθητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν επισκεφτεί το μουσείο, το σχολείο μου. Το καλοκαίρι με τα συμπόσια γεμίζει γλύπτες. Δεν με νοιάζει το εφήμερο. Μόνο ό,τι έχει διάρκεια με ενδιαφέρει.
Η θεματολογία του μουσείου έχει ενδιαφέρον. Καταπιάνεστε με επαγγέλματα που σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Και όμως εσείς πεισματικά τα κρατάτε στη ζωή φτιάχνοντας έργα που μιλούν για αυτά. Και το ψωμί κυριαρχεί. Σας απασχολεί. Άρτος και θεάματα; Άρτος ο επιούσιος;
Το άρτος και θεάματα το έλεγαν για αυτούς που ήθελαν να κοροϊδέψουν το λαό. Εγώ προσφέρω θέαμα που βοηθάει την παιδεία τους, που δίνει ταυτότητα στον τόπο, που με τα έργα του προβάλλει αξίες που τιμούν την Ήπειρο, όπως ο ευεργετισμός, η παιδεία, το ψωμί. Άλλωστε εμάς τους Ηπειρώτες μας λένε και ψωμάδες! Τους έχω συναντήσει σε όλον τον κόσμο. Φύγανε από ένα μέρος φτωχό, ακριτικό και το ψωμί τους έλειψε και το τίμησαν. Επέζησαν από αυτό. Το ψωμί είναι συνυφασμένο με την επιβίωση του ανθρώπου, με τη θρησκεία. Η μεγαλύτερη τιμή μαζί με το κρασί. Σώμα και αίμα.
Χρησιμοποιείτε πολλά σύμβολα της κουλτούρας μας στα έργα σας. Ένα αγαπημένο μου είναι το ρόδι, το οποίο βλέπω να εμφανίζεται συχνά.
Είναι το σύμβολο της ευτυχίας, της τύχης. Ξέρετε, κάθομαι και γράφω όλα όσα έχω ζήσει και σκέφτομαι συχνά τι τίτλο να δώσω. Όλο και πιο συχνά περνάει από το μυαλό μου να βάλω: «Είχα ροδιά στο σπίτι μου».
Μου αρέσει η αίθουσα με τα παιδιά καθισμένα στα θρανία και ο δάσκαλος σε μια γωνία. Όλα λευκά.
Το παιδί, ο μαθητής είναι σαν το λευκό χαρτί. Όπως και ο κινηματογράφος βάζει φίλτρα στην εικόνα, άλλοτε φωτίζει, άλλοτε σκοτεινιάζει, έτσι κάνω κι εγώ. Το λευκό μου πήγαινε. Tabula rasa, όπως έλεγαν και οι Ρωμαίοι, προσιδιάζει στην ψυχή των παιδιών.
Μιλάτε για τους γεωργούς, τους βοσκούς.
Μα κι εγώ έχω κάνει βοσκός. Εκεί ξεκίνησα να σκαλίζω τις πέτρες, να φτιάχνω τα πρώτα κεφάλια. Εκεί με διάλεξε κι η τέχνη μου, η γλυπτική. Κρατώ ωραίες αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα οι άνθρωποι καταφεύγουν στην τέχνη για να εκφραστούν. Αναδύονται νέες «φωνές» ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες. Πιστεύετε ότι έχουμε κρίση οικονομική ή κρίση αξιών;
Αναμφισβήτητα έχουμε κρίση αξιών. Η άνθιση της τέχνης είναι συνυφασμένη με την οικονομική ευμάρεια. Είναι γνωστή πρακτική από την αρχαιότητα. Οι μεγάλες δυναστείες, οι μαικήνες ήταν αυτοί που μάζευαν, προστάτευαν και προωθούσαν την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Ο οικονομικός μαρασμός βέβαια γεννάει και πάλι τέχνη, είναι μια ανάγκη, βγαίνει μια πιο βασανισμένη τέχνη, με πόνο. Με την οικονομική δυσπραγία δύσκολα θα ανθίσουν οι τέχνες. Το θέατρο ήταν ανθηρό αυτά τα χρόνια, θίασοι αναδείχθηκαν, νέοι άνθρωποι εκφράστηκαν πάνω στο σανίδι, αλλά ήταν μάλλον συμπτωματικό.
Τι ελπίζετε; Έχετε κάποιο όνειρο;
Ελπίζω πολλά, αλλά δεν είμαι αισιόδοξος. Δεν μας αξίζει αυτό που περνάμε. Δεν αξίζει στη χώρα μας με τέτοια ιστορία να είμαστε σε αυτή την κατάντια. Ελπίζω μόνο στην παιδεία. Είμαι δάσκαλος, βλέπω τι γίνεται σε άλλες χώρες. Έχουμε ανάγκη από ανθρώπους φωτισμένους να καθίσουν και να ασχοληθούν με την παιδεία, την ουσιαστική μόρφωση. Η Ελλάδα είναι μια πλούσια χώρα. Πέφτουμε από ατυχία σε ατυχία, μας τσάκισε ο εμφύλιος, η μικρασιατική καταστροφή. Διαβάζω πολύ, τελευταία κυρίως, ιστορία. Το τελευταίο που διαβάζω λέγεται: «1821: Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους», το έγραψαν τρεις καθηγητές, ιστορικοί ο Βερεμής, ο Κολιόπουλος κι ο Μιχαηλίδης. Διαβάζω το πώς ξεκίνησε η χώρα μας, η επανάσταση, από το τίποτα. Πήγαιναν στον Καποδίστρια, να περιμένουμε έλεγε, πήγαιναν στον Κοραή, δεν είμαστε έτοιμοι τους απαντούσε, να μορφωθούμε πρώτα. Εκεί βλέπει κανείς από πόσες δυσκολίες περάσαμε ώσπου να φθάσουμε ως εδώ. Είμαστε ένας θαυμάσιος λαός, έξυπνος, αλλά αντιδραστικός πολλές φορές, ανήσυχος, ανυπάκουος.
Σας φοβίζει η σημερινή «ησυχία»;
Μάλλον ανησυχία βλέπω. Δεν είμαστε λαός που υπακούμε, μοιάζει να μην αγαπάμε τον τόπο μας. Δεν είμαστε σαν τους Ευρωπαίους, που είναι πιο υπάκουοι, εκείνοι πιστεύουν ότι το κράτος είναι πάνω από όλα. Ο Καποδίστριας ήρθε και οργάνωσε το κράτος, έφερε νόμους, θέλησε να βάλει τάξη. Τον σκότωσαν. Δικάσαμε τον Κολοκοτρώνη. Με φοβίζει που είμαστε απαίδευτοι. Καίμε το Πολυτεχνείο ακόμη. Έχουμε πολλά δείγματα υποανάπτυξης. Φοβάμαι ότι αυτό είναι μεγάλο δείγμα παρακμής. Καίμε μόνοι μας τη γνώση.
Τι είναι η τέχνη για εσάς;
Δεν ξέρω κι εγώ τι είναι η τέχνη. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί. Πλάθει καινούργια πράγματα που δεν υπάρχουν. Είναι δημιουργία. Φτιάχνει ένα άλλο κόσμο. Ιδανικό να τον πεις; Διαφορετικό να τον πεις; Όπως θέλεις. Πάντως είναι μια ανάγκη και με το σιγανό της βέλος εισχωρεί σιγά-σιγά και μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Τον καλλιεργεί, τον ευαισθητοποιεί, τον μορφώνει. Τον εκπαιδεύει. Οι σπουδαίες κοινωνίες παράγουν τέχνη. Η ιστορία έδειξε ότι σε λαμπρές κοινωνίες βρέθηκαν άνθρωποι που προστάτεψαν τις τέχνες, τις προώθησαν, τις ενσωμάτωσαν στις πόλεις. Δίχως τέχνη δεν υπάρχει ζωή, η άλλη λύση είναι η βαρβαρότητα. Η τέχνη πρέπει να είναι δίπλα στον άνθρωπο. Είναι η εκλεπτυσμένη μορφή της ζωής.
Κράτησα την τελευταία φράση φεύγοντας από το Ελληνικό. Φτάνοντας στην πόλη, λοξοδρόμησα ασυναίσθητα για να βρεθώ εκεί που έπρεπε. Πήρα το δρόμο για τη λίμνη. Αγνάντεψα από μακριά το Ζευγάρι. Με συγκινεί. Κάθε φορά. Όσες φορές. Ίδιο ύψος. Ίδιος όγκος. Ίδια ματιά απέναντι στην ιστορία, στη μνήμη, στην πόλη.
Ο Κώστας Βάρναλης, σε ένα άρθρο που δημοσίευσε το 1927 και το 1952, είχε πει: «Η ειλικρίνεια της συγκίνησης είναι η μόνη ευγένεια στην Τέχνη, άσχετα με την ηθική, την ιδεαλιστική, την παιδαγωγική ή την ωφελιμιστική εκτίμηση αυτής της συγκίνησης». Ευτυχείτε, αγαπητοί!
1. Οι γλύπτες/τριες που έλαβαν μέρος ήταν (αλφαβητικά): Βασίλη Βασίλης, Γερολυμάτος Διονύσης, Δικέφαλος Κώστας, Κοζόκος Τάκης, Λαζαράκης Χρήστος, Λάμπρου Χρήστος, Παπαγεωργίου Ευδοκία, Παπαγιάννης Θεόδωρος, Παπακώστα ΣυνίκηΝίτσα, Ρηγανάς Χρήστος, Ρόκος Κυριάκος, Χουλιαράς Γιώργος.
2. Μετά τη διαμαρτυρία του με την εγκατάσταση μπροστά από το Πολυτεχνείο, έγραψε ένα κείμενο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε.
Κείμενο διαμαρτυρίας του Θεόδωρου Παπαγιάννη.
Τα Φαντάσματά μου
Μάζεψα τα αποκαΐδια με πόνο ψυχής από το καμένο Πολυτεχνείο κι έστησα σκιάχτρα να ξορκίσω τα κακά που πληθαίνουν γύρω μου. Φαντάσματα που τρομοκρατούν τα όνειρά μου και αγριεύουν τον ύπνο μου. Σημάδια μιας πραγματικότητας που με μελαγχολεί και με εξουθενώνει. Έβγαλα το μαύρο απ’ την ψυχή μου που χρόνια τώρα η κάθε είδους εμπρηστές την ποτίζουν.
Όρθωσα σύμβολα της παρακμής ενός κόσμου που αλληλοσπαράσσεται και μίας πατρίδας που μοιάζει να μην έχει κανένα μέλλον. Αναζητώ τον μύθο σε μια εποχή που οι πολλοί κάνουν προσπάθεια να «απομυθοποιήσουν» όπως λένε, την τέχνη, σαν φυγή από μια πραγματικότητα που δεν αντέχω. Κλείνομαι στον κόσμο μου από ανάγκη αναζητώντας άλλα πρότυπα πιο ποιητικά, πιο μεγάλα, πιο μυστηριώδη. Μα η πεζή πραγματικότητα με προσγειώνει.
Προσπαθώ να ξαναβρώ τον μίτο από κάτι που μοιάζει άπιαστο, υπερβατικό, μαγικό. Σαν ειδωλολάτρης ορθώνω ξανά ξόανα ξορκίζοντας την κακή μοίρα αυτού του τόπου. Τα στολίζω με κάθε είδους τάματα και λογής στολίδια, ίδια πιστός που περιμένει τη λύτρωση του. Στήνομαι με τις ώρες μπροστά τους αναζητώντας μάταια ένα νεύμα για καλές ειδήσεις. Μαζεύω τ’ αποκαΐδια με απέραντη θλίψη από μια χώρα που καίγεται. Καίει τα πνευματικά της ιδρύματα και ό,τι σημαντικό της έχει απομείνει και όλοι καμώνονται πως δε συμβαίνει τίποτα. Αναρωτιέμαι τι νόημα έχει η φτωχοτέχνη μας. Πόσους ενδιαφέρει αν δεν μπορεί γι’ αυτά κάτι να πει, να κάνει κάτι.
Κι εμείς – για να παραφράσω τον ποιητή – κλεισμένοι στον κουτσομπολίστικο μικρόκοσμο μας, αλλοτριωμένοι, γεμάτοι κακίες και πείσματα, τέλεια«ιδιώτες» περί άλλων τυρβάζουμε. Ναι, τα φαντάσματα αυτά με εκφράζουν, είναι η δική μου αντίδραση σε ένα έθνος που μοιάζει υπνωτισμένο. Θέλω να φωνάξω πως δεν μπορώ άλλο να ζω ανάμεσα σε διάφορους, εμπρηστές και οικοπεδοφάγους. Τον τόπο αυτό τον πονάω. Γνωρίζω το μεγαλείο και το δράμα του, δεν είμαι ρηχοφυτεμένος, κι ας ξέρω πως οι άγριοι δεν σκιάζονται, ούτε πως οι εμπρηστές θα σταματήσουν.
Παρ’ όλα αυτά, στις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς μου αναρωτιέμαι γιατί αρπάχτηκα από αυτά τα σημάδια της καταστροφής. Μήπως όλα αυτά έγιναν για να απαλλαγώ πρώτα και κύρια από τις δικές μου τύψεις;
Γιατί ποιους να καταγγείλω; Είμαστε πολλοί, πάρα πολλοί συνένοχοι σ’ αυτό τον τόπο.
ΤΕΧΤ Νεκταρία Ζαγοριανάκου
ΠΗΓΗ athensvoice.gr