Στην ταινία animation της Pixar „Inside Out“ το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής παίζεται μέσα στο κεφάλι της Riley εκεί που τα πέντε βασικά ανθρώπινα συναισθήματα -η χαρά, η λύπη, ο φόβος, η αηδία και ο θυμός- ρυθμίζουν τη συμπεριφορά της. Όταν το φιλμ βγήκε στις σκοτεινές αίθουσες η αλήθεια είναι ότι προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα, ωστόσο ο σκηνοθέτης είχε παραδεχθεί ότι είχε μετανιώσει που δεν αναφέρθηκε σε ακόμη ένα, σ‘ αυτό που περιγράφει η γερμανική λέξη Schadenfreude και περιγράφει τη… χαιρεκακία.   

Η λέξη, για την ακρίβεια, στα γερμανικά περιγράφει την παράξενη ευχαρίστηση που αντλεί κάποιος, παρακολουθώντας τους άλλους να αποτυγχάνουν, να υποφέρουν ή ακόμη και να καταστρέφονται. Μια χαρά που πηγάζει από τις κακοτυχίες που χτυπούν τους γύρω μας ή από την αποτυχία των σχεδίων ή και της ζωής τους ολόκληρης ακόμη.  

Ίσως να το έχετε νιώσει σε κάποιες στιγμές της ζωής σας, όταν για παράδειγμα είδατε την καριέρα ενός διακεκριμένου προσώπου να παίρνει την κατιούσα, είτε όταν ένας διάσημος είδε τη δημόσια εικόνα του να αμαυρώνεται εξαιτίας ενός εγκλήματος που έμενε στη σκιά ή ακόμη και όταν μία αθλητική ομάδα που πάντα κέρδιζε, γνώρισε μία ταπεινωτική συντριβή.   

Οι ψυχολόγοι για χρόνια παλεύουν να κατανοήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα, να εξηγήσουν και να μελετήσουν αυτό το συναίσθημα. Όπως προκύπτει, είναι τόσο ευρύ το φάσμα των καταστάσεων και των βιωμάτων που μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στο να νιώθει έτσι, γι‘ αυτό και είναι τόσο δύσκολο να πλαισιωθεί και ερμηνευθεί εύκολα από την επιστήμη της ψυχολογίας.   

Ίσως να το έχετε νιώσει σε κάποιες στιγμές της ζωής σας, όταν για παράδειγμα είδατε την καριέρα ενός διακεκριμένου προσώπου να παίρνει την κατιούσα.  

Υπάρχει, για παράδειγμα, μία σχολή στην ψυχολογία που προτιμά να εντοπίζει και να επεξηγεί αυτό το συναίσθημα στη βάση της κοινωνικής σύγκρισης που διατρέχει όλους τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών και εντοπίζει αυτού του είδους τη χαιρεκακία στα αισθήματα του φθόνου και της δυσαρέσκειας και φυσικά, ναι, βγάζει κανείς νόημα, αν ακολουθήσει αυτή τη διαδρομή.   

Άλλη σχολή, εξετάζει το συναίσθημα μέσα από τον φακό της δικαιοσύνης και του κατά πόσο αυτός που παθαίνει κάτι κακό αξίζει την ατυχία που του παρουσιάστηκε ως Θεία Δίκη, αλλά αυτή η σχολή δεν διακατέχεται από ιδιαίτερο κριτήριο αντικειμενικότητας.   

Η άλλη άποψη λέει ότι οι διαφορετικές εκφάνσεις είναι και εκείνες που υποδηλώνουν το πολύπλοκο υπόβαθρο που μπορεί να έχει το  schadenfreude και τους διαφορετικούς τρόπους με το οποίο εξελίσσεται κάθε φορά. Ίσως οι σεναριογράφοι του „Inside Out“, όταν αποφάσισαν να εξαιρέσουν αυτό το συναίσθημα από την παλέτα των συναισθημάτων με την οποία θα καταπιάνονταν, να πίστευαν ότι είναι πολύ δύσκολο για τα παιδιά να αντιληφθούν το βάθος του. 

Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά αρχίζουν να βιώνουν τέτοιες καταστάσεις χαιρεκακίας και να γνωρίζουν αυτό το συναίσθημα από πολύ νωρίς στη ζωή τους. Για παράδειγμα, σε ηλικία μόλις 4 ετών τα παιδιά μπορούν ήδη να βρίσκουν αστεία την ατυχία ενός άλλου, ειδικά στην περίπτωση που έκανε κάτι, το οποίο προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τους. Σαν να κυλιέσαι σε έναν λάκκο με λάσπη -κάτι διασκεδαστικό και ταυτόχρονα απαγορευμένο- που σού δίνει χαρά.   

Επίσης, τα παιδιά τείνουν να νιώθουν έτσι για ανθρώπους που λίγο νωρίτερα είχαν βλάψει ή είχαν απλώς μαλώσει παιδιά του κοντινού τους περιβάλλοντος. Οι ερευνητές, ωστόσο, ανακάλυψαν ότι παιδιά ηλικίας μικρότερα των δύο ετών τείνουν να ζηλεύουν συνομήλικα τους που βιώνουν μία ξεχωριστή εμπειρία, ενώ μέχρι την ηλικία των 7 ετών έχει αποδειχθεί ότι τα παιδιά είναι σε θέση να απολαμβάνουν καλύτερα μία νίκη τους ή να δοκιμάζουν αισθήματα δυσαρέσκειας ακόμη και μοχθηρίας, όταν κερδίζει ο αντίπαλός τους και φυσικά τεράστιας ικανοποίησης όταν χάνει.   

Σε μία μελέτη που έγινε το 2013 διαπιστώθηκε το εξής με βρέφη ηλικίας 9 μηνών: τα μωρά παρακολουθούσαν ένα διαδραστικό παιχνίδι με κούκλες που δοκίμαζαν φαγητό που άρεσε και στα μωρά. Κάποιες από αυτές τις κούκλες μοιράζονταν το φαγητό τους με τους άλλους. Κάποιες άλλες, όχι.   Το αποτέλεσμα ήταν τα μωρά όχι απλώς να συμπαθήσουν αυτές που μοιράζονταν το φαγητό τους, αλλά να αντιπαθήσουν αυτές που δεν το έκαναν. Όταν αυτές οι κούκλες -δήθεν πάντα- έκαναν κάτι κακό στις υπόλοιπες, τα επίπεδα αντιπάθειας όχι απλώς κλιμακώθηκαν, αλλά τα μωρά εμφάνιζαν την τάση να αποδώσουν δικαιοσύνη στο παιχνίδι.     

Όλα αυτά μαζί αποκαλύπτουν πόσο περίπλοκο συναίσθημα είναι η χαιρεκακία και πόσο βαθιά και περίεργα ριζωμένο στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Επίσης, πόσο δύσκολο είναι να τοποθετηθούν όλες οι εκφάνσεις του υπό την ίδια ομπρέλα. Οι ψυχολόγοι καταλήγουν ότι τείνουμε να αντιμετωπίζουμε τη χαιρεκακία ως ένα είδος απανθρωποποίησης – ο λόγος για την ικανότητά μας να βλέπουμε και να αντιμετωπίζουμε έναν άλλο άνθρωπο, σα να είναι κάτι λιγότερο από άνθρωπος. 

Εδώ, καλό είναι να διευκρινιστεί κάτι: όταν οι περισσότεροι άνθρωποι ακούν τον όρο „απανθρωποποίηση“ τείνουν να σκέφτονται κάτι κακό, για την ακρίβεια, το μυαλό τους πηγαίνει στο χειρότερο δυνατό σενάριο: στην απόλυτη άρνηση της ανθρώπινης υπόστασης κάποιου, στην αίσθηση που αφήνουν τα δωμάτια βασανιστηρίων, το πεδίο των μαχών ή η σκληρή ρατσιστική προπαγάνδα.   

Αλλά πρόκειται περί ξεκάθαρης παρανόησης. Απλώς, και πάντα σύμφωνα με τους ψυχολόγους, οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε με πιο ανθρώπινους ζεστούς όρους όσους βρίσκονται με τη δική μας πλευρά, στη δική μας ομάδα και με λιγότερη ανοχή και συμπάθεια όσους βρίσκονται έξω από αυτήν, πόσω μάλλον απέναντι της.  

Η σύγχρονη ψυχολογία και ειδικά οι πιο πρόσφατες διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο ενσυναίσθησης που νιώθουμε για έναν άνθρωπο ή για μια ομάδα ανθρώπων, τόσο λιγότερο τείνουμε να αναπτύσσουμε χαιρέκακα αισθήματα για τους άλλους γενικώς.    Αυτή η θεωρία μπορεί να μην έχει επιβεβαιωθεί ακόμη, ωστόσο είναι μία πρώτη διαφορετική προσέγγιση για να εξηγηθεί επαρκώς ένα αρκετά δυσάρεστο και αμφιλεγόμενο, ωστόσο όχι ακατανόητο για την ανθρώπινη φύση συναίσθημα.   

Και μπορεί η σύνδεση της χαιρεκακίας με την απανθρωποποίηση να ακούγεται κάπως σκοτεινή, σχεδόν μοχθηρή, δεν μπορεί, όμως, κανείς να παραγνωρίσει ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο συναίσθημα, κάτι που σε κάποια στιγμή της ζωής μας έχουμε νιώσει όλοι – ίσως περισσότερο συχνά απ‘ όσο θέλουμε να παραδεχόμαστε ή ακόμη και να συνειδητοποιούμε.  

Με στοιχεία από το theepochtimes.com

Πηγή www.lifo.gr