Αγαπήθηκε, ή καλύτερα λατρεύτηκε, όσο κανένας άλλος πολιτικός στην Ελλάδα. Γιατί απλά ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν πολιτικό, ήταν ένας ροκ σταρ, κάτι που μαρτυρά και η ανατρεπτική καθημερινότητα του.
Τον Ανδρέα Παπανδρέου τον γνωρίσαμε σαν πολιτικό και σαν ένα ηγέτη που άφησε το στίγμα του στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, ξέρουμε όμως ελάχιστα για τον άνθρωπο πίσω από τον ηγέτη: για το πως ζούσε στην καθημερινή του ζωή, ποιες συνήθειες είχε, ποια ελαττώματα, τι του άρεσε, τι σνόμπαρε. Με δυο κουβέντες να καταλάβουμε ποιος ήταν άνθρωπος, που κρύβονταν πίσω από τον ηγέτη.
Πέρα από τις πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από βιβλία, που έχουν γράψει κατά καιρούς άνθρωποι, που έχουν βρεθεί κοντά του προχωρήσαμε ένα βήμα παραπέρα και ζητήσαμε από όσους παραχώρησαν συνεντεύξεις στο αφιέρωμα του Νews24/7 – για τα 20 χρόνια από τον θάνατο του πριν από δύο χρόνια – να μιλήσουν και για την αθέατη πλευρά του Ανδρέα Παπανδρέου. Αρκετοί δέχθηκαν και μας χάρισαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες που μας δίνουν την εικόνα ότι ο Ανδρέας έζησε την ζωή του σαν ένας ροκ σταρ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αρκετοί σταρ έμειναν στην ιστορία μόνο με το μικρό όνομα τους.
Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια
Μπορεί στην μνήμη των περισσότερων ο Ανδρέας Παπανδρέου να έχει καταγραφεί ως ένας άνθρωπος που διασκέδαζε – έστω και σπάνια – στα μπουζούκια, και συγκεκριμένα στην Ρίτα Σακελαρίου, όμως τα μουσικά του ακούσματα είναι πολύ περισσότερα. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο „Ανδρέας Παπανδρέου – Πολιτισμικό πορτρέτο“ της Μυρσίνης Ζορμπά που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα, από τις εκδόσεις Πεδίο, στην δεκαετία του ’50 όταν βρίσκονταν στην Αμερική άκουγε νοσταλγικά τραγούδια „Δύο πράσινα μάτια“ και „Ένα βράδυ που βρέχε“. Το παραπάνω θα το επιβεβαιώσει η Μαργαρίτα Παπανδρέου στο βιβλίο της Nightmare in Athens. Τα τραγούδια αυτά τα είχε ακούσει στην αρχή της γνωριμίας τους από εκείνον και τα ζητούσε μετά όταν επισκέπτονταν τα ελληνικά μαγαζιά. Όπως μας εξηγεί συνομιλητής μας δεν μπορείς να τον κατατάξεις στην κατηγορία του „κανονικού αστού“, καθώς ούτε το θέατρο τον συγκινούσε ούτε η κλασική μουσική. „Στις ΗΠΑ όταν ήταν, πήγαινε και άκουγε τους ελληνοαμερικάνους ρεμπέτες ενώ όταν ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 πήγαινε στον Παπαϊωάννου που εμφανιζόταν κάπου στα βόρεια προάστια“.
Σε ότι αφορά στην διεθνή σκηνή αγαπημένος του ξένος καλλιτέχνης ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, και διαχρονικά αγαπημένο του τραγούδι το „Strangers in the night“ ενώ όταν ήθελε να χαλαρώσει επέλεγε να βάλει στο πικάπ ένα δίσκο με τζαζ. Είναι γνωστή η φυλάκισή του από την Χούντα λίγο μετά από το πραξικόπημα του 1967. Παραμονές Χριστουγέννων αποφυλακίστηκε και ο Γιώργος Παπανδρέου σε μία συνέντευξη του στα ΝΕΑ το 1997 αφηγείται την σκηνή. „Τον περιμέναμε όλοι στην πόρτα, στο Ψυχικό. Είχαμε βάλει την αγαπημένη του μουσική, που χόρευε με την μητέρα μου. Ήταν το Strangers in the Night„.
Η σχέση του με τον καπνό ήταν διαχρονική και τον συνόδευσε σχεδόν ως τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Σύμφωνα με συνομιλητή μας που τον γνώριζε από την εποχή που ήταν ακόμη στις Ηνωμένες Πολιτείες κάπνιζε βαριά τσιγάρα Philip Morris. Τη μέρα που τον συνάντησε για πρώτη φορά ο ίδιος στο γραφείο του, σηκωνόνταν όρθιος, πηγαινοερχόταν, άναβε τσιγάρο, έκανε τρεις τζούρες, το έσβηνε. Μετά από λίγο ξανά το ίδιο. Λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε αργότερα, προσπάθησε να το αντικαταστήσει με πίπα. Αλλά δεν το έκοψε εντελώς ποτέ.
Το μικρό καφέ τσαντάκι
Το „μικρό καφέ τσαντάκι“ που έφερε πάντοτε μαζί του ο Α. Παπανδρέου, ήταν το αντικείμενο της πρώτης συζήτησης που είχε με την πρωθυπουργό της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, στην συνάντηση κορυφής της (τότε) ΕΟΚ, στο Δουβλίνο, τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 1984. Η „σιδηρά κυρία“ καθόταν δίπλα στον τότε πρωθυπουργό, που είχε τοποθετήσει το τσαντάκι μπροστά του, στο τραπέζι της διάσκεψης. Σε μία στιγμή τον ρώτησε ευθέως, „τι έχει μέσα, μαγνητόφωνο;“ και ο Παπανδρέου της απάντησε, „ανοίξτε το να δείτε“. Η Θάτσερ πήρε το τσαντάκι στα χέρια της και άνοιξε το φερμουάρ για να βρει μέσα όλα τα σύνεργα του καπνίσματος: δύο τσιμπούκια αγγλικής κατασκευής με το χρυσό μονόγραμμα του, καπνό τύπου Erinmore και τον αναπτήρα του. Το παραπάνω περιστατικό φέρεται να το διηγήθηκε ο ίδιος ο Ανδρέας στον επικεφαλή της προσωπικής του ασφάλειας Βασίλη Κεραμά.
Γνωστή ήταν και η σχέση του με το ποτό. Και ισορροπούσε συνήθως ανάμεσα στο ουίσκι – που το έπινε με ένα κουταλάκι μέλι σύμφωνα με όσα ανέφερε πρωτοκλασάτο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ – και το ούζο. Για το τελευταίο έχει γίνει αναφορά και σε διπλωματικό επίπεδο. Όπως σημειώνεται σε αποχαρακτηρισθέντα διαβαθμισμένα αρχεία του Foreign Office οι Βρετανοί είχαν προσπαθήσει να καταλάβουν εάν ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας, το 1982 είχε „προβλήματα με το ποτό“. Η πληροφορία είχε διαρρεύσει από έναν Τούρκο διπλωμάτη. Ο επικεφαλής του τμήματος Νοτίου Ευρώπης του Foreign Office, Ντ. Γουίλσον αφού ενημερώθηκε από τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα για το αν ίσχυαν οι πληροφορίες προχώρησε στην έκθεση του σύμφωνα με την οποία:
Μία ενδιαφέρουσα ιστορία έχει καταγράψει ο Βασίλης Κεραμάς κατά την επίσκεψη του Ανδρέα Παπανδρέου στην Μόσχα τον Φεβρουάριο του 1984, στην κηδεία του Σοβιετικού ηγέτη Γιούρι Αντρόπωφ. „Σε συνθήκες πολικού ψύχους (…) παρακολουθήσαμε στην Κόκκινη Πλατεία την κηδεία καθηλωμένοι δυόμισι περίπου ώρες. Ο Πρωθυπουργός έπινε κάθε λίγο και λιγάκι ουίσκι, με προσοχή όμως να μην γίνει αντιληπτός. Είχε πάρει μαζί του δύο μικρά μπουκαλάκια από αυτά που προσφέρει η Ολυμπιακή στους επιβάτες“.
Συνέχεια στα όρια
Σπάνια τον έχουμε δει να οδηγεί αν και όπως δηλώνουν άνθρωποι που τον γνώριζαν πριν ακόμη επιστρέψει στην Ελλάδα ήταν λάτρης των αυτοκινήτων και της ταχύτητας. Σύμφωνα με συνομιλητή μας ο οποίος ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο του, στην πορεία για ένα συνέδριο στις ΗΠΑ
Την αγάπη του για τα αυτοκίνητα και την ταχύτητα περιγράφει και ο, για χρόνια αρχηγός της Προσωπικής Ασφάλειας του, Βασίλης Κεραμάς στο βιβλίο „Το απόρρητο ημερολόγιο στο Καστρί“,σύμφωνα με το οποίο μετά από μία ερωτική περιπέτεια που είχε σε ένα „κρησφύγετο“ στην Ραφήνα, στα τέλη του 1982, πήρε την θέση του οδηγού της θωρακισμένης Mercedes που οδηγούσε κανονικά ο Δήμος Παρασκευόπουλος και „την έκανε ιπτάμενη“.
Στα όρια – ή καλύτερα πολύ πάνω από αυτά – ήταν και σε ότι αφορά την υγεία του και την διατροφή του. Πέρα από τις καταχρήσεις σε ποτά και τσιγάρα, ο Ανδρέας στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του δεν υπήρξε και ιδιαίτερα εγκρατής σε ότι αφορά το φαγητό. Έχοντας υπηρετήσει ως νοσοκόμος στο Αμερικανικό Ναυτικό είχε αποκτήσει κάποιες βασικές γνώσεις τις οποίες τις χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν και για να έρθει σε αντιπαράθεση με τους γιατρούς όταν αυτοί του πρότειναν μία θεραπεία ή ότι χρειάζεται να κάνει δίαιτα.
„Μία φορά ένας γιατρός τον έβαλε να κάνει δίαιτα και έλεγε ότι με αυτά που μου έχει βάλει να τρώω δεν ζει ούτε ένα τετράχρονο“ θυμάται συνεργάτης και φίλος του. Το ροκ του χαρακτήρα του μαρτυρά και το παρακάτω περιστατικό που μας περιέγραψαν
Μία φορά ήταν να του φτιάξουν ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο και η Μαργαρίτα ήθελε να στείλει τα ακριβή του μέτρα. Ο Ανδρέας αρνήθηκε να ανέβει στη ζυγαριά για να ζυγιστεί
Γκατζετάκιας πριν ακόμη εφευρεθεί ο όρος
Οτιδήποτε τεχνολογικό μαγνήτιζε το ενδιαφέρον του. Συνέλεγε κάθε είδους ηλεκτρονική συσκευή. Ενδεικτικό του συλλεκτικού πάθους του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ένα επεισόδιο το οποίο συνέβη στο Τορόντο πριν από 30 και χρόνια και το κατέγραψε στην Καθημερινή το 2008 ο Βασίλης Νέδος.
Εκείνη την εποχή μόλις είχαν κυκλοφορήσει στην αγορά δημοσιογραφικά κασετόφωνα με τη δυνατότητα να σταματούν αυτόματα την ηχογράφηση όταν ο ομιλητής διέκοπτε τον λόγο του. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης μάλιστα άναβε ένα κόκκινο λαμπάκι. Αυτό ακριβώς το φωτάκι είδε ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στους πολιτικούς συντάκτες που τον συνόδευαν και διέκοψε τη διαδικασία για να ρωτήσει τι είναι αυτό που αναβοσβήνει. Τελικά, ο πολιτικός συντάκτης που μόλις είχε αγοράσει το κασετόφωνο στο Τορόντο, το χάρισε στον Παπανδρέου (που αρχικά ήθελε να το αγοράσει), ο οποίος το πρόσθεσε με χαρά στη μεγάλη συλλογή του.
Υπήρξε λάτρης της φωτογραφίας αλλά πολύ περισσότερο των φωτογραφικών μηχανών των οποίων υπήρξε επίσης συλλέκτης. Μάλιστα ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που ζήτησε να του φέρουν από την Εκάλη όταν πλέον είχε φύγει και συζούσε με την Δήμητρα Λιάνη. Η πλέον αγαπημένη του ήταν μία Leica. Παράλληλα όταν βρίσκονταν σε χαλαρές στιγμές δίπλα σε φωτογράφους πάντα φρόντιζε να μαθαίνει για ότι πιο νέο κυκλοφορούσε στην αγορά τους και δεν δίσταζε να δοκιμάζει τις μηχανές τους με την πρώτη ευκαιρία.
O Βασίλης Κεραμάς περιγράφει στο βιβλίο για μία επίσκεψη που είχαν πραγματοποιήσει στο αντιτορπιλικό „Έλλη“ που επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον του για τα τεχνολογικά επιτεύγματα: Στην ξενάγηση δεν ήταν απλώς ακροατής. Ρωτούσε συνεχώς πως λειτουργούσαν τα πολύπλοκα ηλεκτρονικά όργανα του πλοίου που τον είχαν εντυπωσιάσει αφάνταστα. Δεν ήταν μόνο η περιέργεια που προκάλεσε το ενδιαφέρον του, αλλά και η βαθύτερη έφεσή του σε τέτοια πράγματα. Ο Πρωθυπουργός δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αεροπλάνα, τις πολυτελείς θαλαμηγούς και τα πολυτελή αυτοκίνητα, τους κομπιούτερ,τα τρανζίστορ, τις φωτογραφικές μηχανές και τις βιντεοκάμερες, αλλά και τα πιστόλια. Στα αεροπλάνα, είτε τα στρατιωτικά C-130 που χρησιμοποιούσαμε πολλές φορές για τις διάφορες επισκέψεις μας στο εσωτερικό της χώρας είτε της Ολυμπιακής Αεροπορίας, στον περισσότερο χρόνο της διαδρομής κάθεται δίπλα στους πιλότους.
Του άρεσε πολύ η τεχνολογία και γνώριζε πολλά πράγματα, π.χ. στο αεροπλάνο συζητούσε για προδιαγραφές, τεχνικά χαρακτηριστικά, διαδικασίες…
Λάτρης των αστυνομικών
Είτε στο Καστρί, είτε στον Αστέρα παρακολουθούσε σχεδόν πάντοτε τις ειδήσεις από την ΕΡΤ. Στην συνέχεια επέλεγε να περάσει την ώρα του μέχρι να τον πάρει ο ύπνος με μία ταινία – συνήθως αστυνομική στο βίντεο. „Οι βιντεοταινίες ήταν η αδυναμία του. Τις προμηθευόμασταν από το κατάστημα ηλεκτρονικών του Ησαϊάδη στη Σταδίου“ αναφέρει στο βιβλίο του ο Κεραμάς.
Αστυνομικά βιβλία είχε ζητήσει και από την Μαργαρίτα όταν βρίσκονταν στις φυλακές Αβέρωφ μετά την σύλληψη του από την Χούντα ενώ όπως είχε αναφέρει, την εποχή που ήταν πρωθυπουργός, στον πρώην εκδότη του Βήματος, Στ. Ψυχάρη „Η αμαρτία μου είναι ότι διαβάζω πολύ λίγο αυτο τον καιρό, γιατι τα σύγχρονα κόμματα και η δραστηριότητα την οποία αναπτυσσουν απαιτούν έντονη παρουσία (…). Από λογοτεχνία, ντρέπομαι να το πω, στο παρελθόν διάβαζα αστυνομικά πάρα πολυ, αλλά τώρα τα έχω κόψει“.
Πολίτης του κόσμου, εραστής της Ελλάδας
Μια από τις απορίες που είχαμε ήταν το πoια εφημερίδα ήθελε να βλέπει πρώτη στο γραφείο του. Αν ήταν κάποια αντιπολιτευόμενη ή κάποια που τον εκθείαζε. Συνεργάτης του, μας αποκάλυψε ότι „στις ελληνικές εφημερίδες αφιέρωνε ελάχιστα λεπτά μόνο, διάβαζε τους κεντρικούς τίτλους, τις άφηνε στην άκρη και έλεγε: Κακός ο Τύπος για εμάς σήμερα“. Αντίθετα διάβαζε για αρκετή ώρα τον ξένο Τύπο και άκουγε Deutsche Welle και BBC.
Μέσα στην δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά, τον ρώτησαν γιατί δεν υπέβαλλε μήνυση σε μία εφημερίδα που τον αποκαλούσε απατεώνα στο εξώφυλλο. Απάντησε: “ Ο πατέρας μου έλεγε: ποτέ μην μηνύεις τον Τύπο“. Μήνυσε μόνο το περιοδικό ΤΙΜΕ, διότι το εξώφυλλο του με τον Κοσκωτά έθιξε ολόκληρη την χώρα.
Από τα μάτια του Τύπου, αλλά κυρίως της Μαργαρίτας, προσπαθούσε να ξεφύγει στις διάφορες ερωτικές περιπέτειες που είχε τόσο στην δεκαετία του ’70 όσο και στην δεκαετία του ’80 με την τελευταία τα πράγματα να γίνονται πιο εύκολα καθώς ως πρωθυπουργός κατάφερνε να βάζει τρίτα πρόσωπα, είτε ανθρώπους που τους προσέφερε κάποια δημόσια θέση είτε μη προβεβλημένα στελέχη του κόμματος να νοικιάζουν γκαρσονιέρες ή εξοχικά στο όνομα τους.
Από τον Τύπο προσπαθούσε να ξεφύγει και στις διάφορες περιπέτειες με την υγεία του. Για αυτό τον λόγο επέλεγε εξετάσεις και επεμβάσεις να γίνονται στο εξωτερικό. Σε αρκετές περιπτώσεις φρόντιζε να παρουσιάζει τις απουσίες του ως υποχρεώσεις π.χ. με την Σοσιαλιστική Διεθνή, ενώ και στο νοσοκομείο εμφανίζονταν με ψευδώνυμο ώστε εάν δημοσιογράφος προσπαθούσε να χρηματίσει κάποιον για να έχει πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο του Ανδρέα Παπανδρέου αυτό το όνομα να μην υπάρχει.
Πηγή news247.gr