Στις 20 Σεπτέμβρη του 1926, ο ελληνικής καταγωγής βιολιτζής Αλέξης Ζούμπας ηχογραφεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά μουσικά κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ.», αναφέρει η Amanda Petrusich των New York Times. Πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τη μουσική του μέσω του Cristopher King. Μέσα από μία τεράστια συλλογή βινυλίων, ο μουσικός παράγωγος της πρότεινε να ακούσει τον Ζούμπα. Είχε μάθει τόσο καλά το γούστο της, που ήταν σίγουρος ότι ο Έλληνας βιολιστής θα την μάγευε με το Ηπειρώτικο Μοιρολόι. Και δεν έπεσε έξω.  

Ο Αλέξης Ζούμπας ηχογράφησε το μοιρολόι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1926, ένα θρήνο που μέχρι σήμερα ψάλλεται πάνω από τάφους στην Ήπειρο. Είναι λίγο μεγαλύτερο από τέσσερα λεπτά και άρτια εκτελεσμένο. Δεν είναι όμως η τεχνική που μάγεψε τη δημοσιογράφο. „Υπάρχει μια παλλόμενη υστερία στο παίξιμό του, η κάθε νότα τρέμει σα να υπέφερε πρόσφατα από μία συναισθηματική κατάρρευση“. Λέγεται ότι εκείνη την περίοδο, ο Ζούμπας είχε βυθιστεί στη μελαγχολία της ξενιτιάς και της νοσταλγίας για την Ελλάδα, έχοντας περάσει στην Αμερική ήδη 16 χρόνια.

To φαράγγι του Βίκου

„Υπάρχει μια παλλόμενη υστερία στο παίξιμό του, η κάθε νότα τρέμει σα να υπέφερε πρόσφατα από μία συναισθηματική κατάρρευση“

Σε μια προσπάθεια να μάθει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον συγκίνησε τόσο πολύ, ώστε να δημιουργήσει ένα τόσο έντονο μοιρολόι, ποιος χαμός τον έφερε σε αυτή τη συναισθηματική κατάσταση, η Petrusich ταξίδεψε μέχρι την Ήπειρο και οι New York Times κατέγραψαν το οδοιπορικό της. Μετά από προτροπή του King, έφτασε στο χωριό Βίτσα. Ήθελε να ζήσει από κοντά την εμπειρία ενός μοιρολογιού, ενός λαϊκού πανηγυριού, αφού ο King της είχε πει ότι „αυτά τα τραγούδια ζουν και πεθαίνουν στα βλέμματα, τις χειραψίες και τις αγκαλιές που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στο άκουσμά τους“. Ο παραγωγός, που ταξιδεύει όσο πιο συχνά μπορεί στην Ήπειρο, επέλεγε πάντοτε αυτό το μεσαίου μεγέθους χωριουδάκι, που βρίσκεται ψηλά στην οροσειρά την Πίνδου και διοργανώνει το ετήσιο πανηγύρι του στις 14-17 Αυγούστου. Ως δημοσιογράφος, η Petrusich πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος να λύσει το μυστήριο που την απασχολούσε ήταν να κάνει αυτό το ταξίδι και να ζήσει όλη αυτή την εμπειρία. Έτσι εκείνο το καλοκαίρι έκαναν μαζί το μεγάλο ταξίδι από την Αμερική στο ορεινό χωριουδάκι της Ηπείρου.  

Η Petrusich χρησιμοποίησε για τη Βίτσα τη φράση „ασυνήθιστα ειδυλλιακή“. Εντυπωσιάστηκε από τα ολόλευκα σπίτια από ασβεστόλιθο με τις „ελάχιστες παραχωρήσεις στην νεωτερικότητα“. Διάβασε για την ιστορία της, από τους Βυζαντινούς μέχρι τον Λόρδο Βύρωνα, θαύμασε την καθαρή και γεμάτη υγεία ατμόσφαιρα του τόπου, τα καλντερίμια και τα πλατάνια στην κεντρική πλατεία. Στο χωριό που οι περισσότεροι επιστρέφουν το καλοκαίρι, το αυγουστιάτικο πανηγύρι του σφύζει από κόσμο, τραγούδι και χορό. Η δημοσιογράφος έφαγε σουβλάκια, ήπιε τσίπουρο και έζησε μέσα σε ένα κλίμα „χαρούμενο, σχεδόν ενθουσιώδες“. Έμαθε, από έναν 33χρονο ντόπιο, ότι το πανηγύρι γίνεται για να γιορτάσουν οι άνθρωποι ότι „σήμερα είμαστε εδώ μαζί και του χρόνου μπορεί να μην είμαστε και γι‘ αυτό χορεύουμε, και γι‘ αυτό κλαίμε“.

Πανηγύρι στην κεντρική πλατεία της Βίτσας.

Το μοιρολόι που άνοιξε το πανηγύρι ήταν αυτοσχεδιασμός, όπως είναι σχεδόν όλα τα μοιρολόγια. Οι περισσότερες παραδοσιακές Ηπειρώτικες ενορχηστρώσεις αποτελούνται από κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι. Η μελωδία του είναι τεταμένη και ορισμένες φορές, αν η εκτέλεση είναι πολύ καλή, το μοιρολόι μπορεί να „ξεδιαλύνει πράγματα μέσα σου“. Είναι „γι‘ αυτούς που δεν είναι εδώ“.  

Οι μουσικοί στην Ήπειρο θεωρούνται κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι είναι „ραγισμένο“ και προσπαθούν να το φτιάξουν, όπως λέει ένας ντόπιος μουσικός. Τα πανηγύρια είναι ένα λαϊκό τελετουργικό κάθαρσης.  

Η εκτέλεση του „Ηπειρώτικου Μοιρολογιού“ που άκουσε και έζησε η Petrusich σε εκείνο το πανηγύρι δεν ήταν ίδια με του Ζούμπα, αφού δεν μπορεί να υπάρχει  το ίδιο μέγεθος απελπισίας κάθε φορά. Αυτό που άκουσε η δημοσιογράφος στη Βίτσα ήταν μια πιο απαλή εκδοχή της σύνθεσης, με λιγότερη ένταση μέσα της αλλά εμποτισμένη με „μία ανείπωτη λαχτάρα“. Το βλέμμα του Γρηγόρη Καψάλη, ο οποίος εκτελούσε το κομμάτι στο κλαρίνο, ήταν μαλακό, συχνά έχανε στην εστίασή του και έμοιαζε φευγάτο. Κατά τη διάρκεια του μοιρολογιού, οι ντόπιοι ξεκίνησαν τους παραδοσιακούς τους χορούς. Η Petrusich σηκώθηκε και μπήκε στον κύκλο, κάνοντας „συνεχόμενες και γελοίες προσπάθειες“ να ακολουθήσει τα πολύπλοκα βήματα του χορού. Την επόμενη μέρα, ο Καψάλης της είπε ότι την χάρηκε γιατί „είχε μπει στο πνεύμα“.  

Μέσα από την έρευνά της, η δημοσιογράφος ανακάλυψε ότι η δύναμη της Ηπειρώτικης μουσικής, που αποτελεί την πηγή και τη δομή της εμπειρίας του πανηγυριού, προέρχεται από την μεγάλη απομόνωση του τόπου. Οι μουσικές αυτές συνθέσεις συχνά μιμούνται τις „σκληρές φιγούρες του τοπίου“ και τα όργανα αναπαράγουν φυσικούς ήχους.  

Μετά την δεύτερη μόλις μέρα παραμονής της στο χωριό, η Petrusich ένιωσε πως είχε παρασυρθεί σε μία „κατάσταση συνεχούς παραζάλης“ και πως η μουσική την „γιάτρευε“. Η αντίληψη για τις θεραπευτικές ικανότητες των μοιρολογιών και των πανηγυριώτικων τραγουδιών είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ήπειρο και οι μουσικοί θεωρούνται κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι είναι „ραγισμένο“ και προσπαθούν να το φτιάξουν, όπως της είπε ένας ντόπιος μουσικός. Τα πανηγύρια είναι ένα λαϊκό τελετουργικό κάθαρσης.

Ο Γιάννης Χαλδούπης, δεξιά, και το συγκρότημά του παίζει στον Γεροπλατάνο
Ο Χρήστος Ζέκιος, ένας κλαρινιτζής από το συγκρότημα του Γιάννη Χαλδούπη, παίζει στο Βρίστοβο Ιωαννίνων

Την τελευταία μέρα του πανηγυριού, ο King την ξύπνησε στις 8 το πρωί, αφού είχανε πέσει για ύπνο μόλις 3 ώρες πριν. „Ετοιμάζονται“. Η Petrusich σηκώθηκε και τον ακολούθησε στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είχε έρθει η ώρα για τον τελευταίο χορό. Οι ντόπιοι ήταν ακόμα εκεί, εξαντλημένοι αλλά χαρούμενοι, ακόμα στην „πίστα“. Ένας άντρας, μεγάλος σε ηλικία, την πλησίασε και της είπε: „Κατάλαβες; Βλέπεις; Δεν χρειαζόμαστε γιατρούς! Είμαστε χαρούμενοι!“. Εκείνο το πρωί η Amanda Petrusich άφησε το δημοσιογραφικό της μπλοκάκι στην άκρη και μπήκε στο χορό. Οι ντόπιοι συνόδευσαν την μπάντα στην έξοδο του χωριού, όπου και έκαναν έναν κύκλο γύρω τους, αποχαιρετώντας τους με χειροκροτήματα και χορό.

Ο Γιάννης Χαλδούπης αυτοσχεδιάζοντας στο δάσος κοντά στη Βίτσα.
Ο Διονύσης Παπαστεργίου, παίζει λαούτο, τριγυρισμένος από τους κατοίκους της Βίτσας, μέχρι το χάραμα μιας νύχτας του Αυγούστου

Με ένα μαγικό τρόπο όλοι ησύχασαν ταυτόχρονα. Μετά από ένα σιγανό κλάμα μικρής διάρκειας, „από εκείνο που δεν αντιλαμβάνεσαι μέχρι να φτάσει η αλμύρα στα χείλη σου“, ξεκίνησαν όλοι μαζί την επιστροφή στο χωριό. „Ήταν σαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Όλοι αγκαλιάζονταν και έδιναν ευχές“. Στο τέλος βγήκε και η απαραίτητη αναμνηστική φωτογραφία. Η ατμόσφαιρα της ξενιτιάς, η ίδια που συγκίνησε τον Αλέξη Ζούμπα έναν αιώνα πριν, είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Η εμπειρία της Petrusich από το 3ήμερο πανηγύρι της είχε τελικά δώσει ένα κομμάτι της απάντησης που αναζητούσε.  

„Αυτό που μάλλον διέλυσε τόσο πολύ συναισθηματικά τον Ζούμπα σε εκείνο το studio της Νέας Υόρκης ήταν η σκέψη ότι ίσως δεν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει πίσω. Για εμάς, τουλάχιστον, υπήρχε η ελπίδα ότι όσα νιώσαμε θα μας ακολουθούσαν όλο το χρόνο, μέχρι την επιστροφή μας το επόμενο καλοκαίρι“.

Απόδοση από τους New York Times για το LIFO.gr
Σταυριάννα Χαραλαμποπούλου  

Πηγή www.lifo.gr