Ας το πάρουμε από την αρχή. Πώς είχες συλλάβει και δουλέψει το αρχικό σου σχέδιο;
Επηρεασμένος από τη λογοτεχνία, τη μουσική και τον κινηματογράφο της Κεντρικής Ευρώπης, θέλησα, την εποχή που ακόμα υπήρχε το τείχος του Βερολίνου και το «σιδηρούν παραπέτασμα», να συλλάβω την Ευρώπη ως σύνολο, πέρα από τη διαίρεση σε Ανατολική και Δυτική. Και το μέσο μου για να το πετύχω αυτό, ήταν η φωτογραφία. Με πενιχρά μέσα, αγόραζα να φανταστείς φιλμ των 30 μέτρων και τα έκοβα ο ίδιος για να μειώσω το κόστος. Ήθελα να δείξω τους ανθρώπους πέρα και πάνω από την πολιτική, οικονομική και ιδεολογική διαίρεση, σα μια οικογένεια. Μ΄ ενοχλούσε πολύ η διαίρεση της ηπείρου μας. Ήμουνα νεαρός και τριγυρνούσα μ΄ ένα ελληνικής κατασκευής «Pony» για πέντε χρόνια, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο και από την Πολωνία μέχρι την Πορτογαλία, από τη Γιουγκοσλαβίς μέχρι τη Δανία. Τους χειμώνες επέστρεφα στην Αθήνα για να βιοποριστώ και την επόμενη άνοιξη ξαναέφευγα. Πήγα σε 17 χώρες. Νεανικά μεγαλεπήβολα σχέδια, θα μπορούσε να πει κανείς.

Γιατί είχε αργήσει τόσο πολύ η αρχική έκδοση;
Γιατί τα γεγονότα με πρόλαβαν. Το Νοέμβρη του 1989 το Τείχος έπεσε, η Ευρώπη ενοποιήθηκε από μόνη της, χωρίς να περιμένει το όποιο αποτέλεσμα από τις φωτογραφίες μου… Ήμουνα τότε στο Βερολίνο και ενθουσιάστηκα, ζούσα την Ιστορία εν τω γίγνεσθαι. Όμως γυρνώντας στην Ελλάδα, αρχές του ΄90, διαπίστωσα ότι το υλικό μου με απογοήτευε. Δεν πίστευα πως οι φωτογραφίες μου είχαν αξία. Δεν ήταν τέχνη, αλλά ούτε και ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, δεν ήταν φωτορεπορτάζ- δεν ήξερα τι ήταν. Κάποια αθηναϊκά έντυπα της εποχής είχαν απορρίψει κείμενα και φωτογραφίες που έστελνα για να βγάζω τα έξοδά μου. Είναι και το άλλο: οι φωτογραφίες αποτύπωναν πολλές φορές ένα είδος τρόμου, είχα τρομάξει με αυτά που είχα δει και μάθει. Ένιωθα και γενικότερη απογοήτευση, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη ζωή μου, ήμουν πολύ άσχημα. Μ΄ έσωσε –κυριολεκτικά- μια κοπελίτσα που γνώρισα τότε. Μείναμε μαζί, κάναμε δυο καλά παιδιά, είμαστε σταθερά μαζί από τότε και έστησα και μια δουλειά για να ζήσω την οικογένειά μου. Με την οικογένεια και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις η ζωή πήρε άλλο δρόμο. Η παλιά μου ζωή δεν μου έλειπε καθόλου πια και το υλικό μου το ξέχασα σε μια αποθήκη, κάπου 30.000 αρνητικά. Μέχρι το 2014 ούτε καν τα θυμόμουν, είχα απωθήσει εντελώς το παρελθόν μου.

Και μετά;
Μετά -την άνοιξη του 2014- βρήκα τυχαία τις φωτογραφίες θαμμένες στην αποθήκη, σκάναρα μερικά αρνητικά και άρχισα να τις ανεβάζω στο φέισμπουκ και είδα ότι ο κόσμος τις σχολίαζε θετικά, προς μεγάλη μου έκπληξη. Με τα πολλά σκέφτηκα πως ίσως έχουν κάποια αξία για μερικούς ανθρώπους και πως δεν έπρεπε να τις κρατήσω για πάντα κρυμμένες. Έτσι αποφάσισα την έκδοση. Είχα προσπαθήσει να βρω εκδότη, αλλά άλλοι αρνήθηκαν, άλλοι με αγνόησαν και άλλοι το καθυστερούσαν πάρα πολύ. Έτσι, προχώρησα μόνος μου. Και νομίζω ότι το αποτέλεσμα με δικαίωσε, ο κόσμος το αγάπησε το βιβλίο. Πολλοί το έκαναν δώρο. Μια φίλη πανεπιστημιακός το χάρισε έξι φορές. Σε δέκα μήνες είχε εξαντληθεί η πρώτη έκδοση, κάτι αρκετά σπάνιο για αυτοέκδοση λευκώματος.

Δεν ήταν δύσκολο να «τρέχεις» εσύ ο ίδιος τα πάντα στο βιβλίο;
Ήταν, αλλά είχα τη χαρά της προσωπικής ευθύνης και φροντίδας. Και της προσωπικής επαφής με πολλούς από τους αγοραστές του βιβλίου. Και η ανταπόκριση ήταν σημαντική όχι μόνο γιατί με βοηθούσαν να βγάλω τα έξοδά μου αλλά και γιατί ήταν συγκινητικό να βλέπω ότι η νεανική μου τρέλα είχε νόημα, σήμερα, για μερικούς ανθρώπους.

Πες μου για τη δεύτερη αυτή έκδοση.
Το περσινό καλοκαίρι έγινε η τρομερή πυρκαγιά στο Μάτι και το αρχείο με τα αρνητικά κινδύνεψε να καεί. Οι φλόγες από καθαρή σύμπτωση δεν κάψανε το σπίτι μας που είναι εκεί κοντά, επειδή άλλαξε ξαφνικά η κατεύθυνση του αέρα. Εγώ ζούσα την καταστροφή αποκλεισμένος στο Πικέρμι, έβλεπα τις φλόγες στο βάθος του ορίζοντα και πίστευα ότι οι φωτογραφίες μου είχαν καεί. Γέρασα 10 χρόνια, καθώς λένε, και όταν είδα ότι είχαν γλιτώσει, αποφάσισα να προχωρήσω ξανά μόνος μου. Έτσι, προχώρησα στη δεύτερη έκδοση.

Τι διαφορές έχει η δεύτερη έκδοση από την πρώτη;
Είναι μια πιο προσεγμένη έκδοση, με σκληρό πανόδετο εξώφυλλο αλλά έχει και 60 φωτογραφίες επιπλέον, ενώ υπάρχουν και έξι μικρά κείμενα σε επιλεγμένα σημεία, έτσι που να «σπάζουν» με κατάλληλο τρόπο την αλληλουχία των φωτογραφιών. Είναι πολύ πιο πολύπλοκο βιβλίο από το πρώτο, καθώς υπάρχουν και αντικριστές εικόνες και η “συνομιλία” αυτών μεταξύ τους με απασχόλησε πολύ. Η δεύτερη αυτή έκδοση είναι πιο κοντά στην έκθεση που είχε γίνει στο Μουσείο Μπενάκη, έχει όμως και 40 φωτογραφίες που δεν υπήρχαν στην έκθεση. Σημειωτέον ότι στο Μπενάκη έκανα πάνω από 50 ξεναγήσεις, κάτι που με βοήθησε πολύ στο να καταλάβω τη σχέση του κόσμου με τις εικόνες μου.

Ποια είναι η φωτογραφική βάση στην οποία στήριξες τη δουλειά σου;
Σίγουρα δεν είναι ιστορική, είναι καθαρά βιωματική. Μ΄ ενδιέφεραν πολύ τα πρόσωπα, αλλά και το γενικότερο πλαίσιο γύρω τους: αυτό που κρύβουν τα κεντρικά πρόσωπα, τα δευτερεύοντα πρόσωπα στο κάδρο, οι δεσμοί τους, οι ιστορίες τους, οι χώροι, τα αντικείμενα, το φόντο συνολικά ή στοιχεία του.

Υποστηρίζεις ότι ο φωτογράφος δεν είναι καλλιτέχνης.
Ναι. Πιστεύω απολύτως ότι ο φωτογράφος δεν είναι καλλιτέχνης, το θέμα του βρίσκεται πάντα μπροστά από τον ίδιο, ξέρει πως ποτέ δεν είναι και δεν θα γίνει σημαντικότερος από το θέμα του. Λόγω της φύσης του μέσου, της φωτογραφικής μηχανής. Ενώ, αντίθετα, στη Ζωγραφική ή σε κάθε άλλη από τις καλές τέχνες, προηγείται πάντα ο δημιουργός, ο καλλιτέχνης. Αυτή όμως είναι και η μοναδικότητα της Φωτογραφίας, το παράθυρο δηλαδή που σου ανοίγει προς τον κόσμο. Από την άλλη, δεν είμαι ρεαλιστής, δε μ΄ ενδιαφέρει ο ρεαλισμός ή ο νατουραλισμός. Μ΄ ενδιαφέρει το αναπάντεχο, το σπάνιο, το περίεργο, τα μυστήρια του ανθρώπου, τα σκοτάδια του, η ανθρώπινη μοίρα.

Πόσο άλλαξες εσύ ο ίδιος από τη διπλή εμπειρία, ταξιδιωτική και φωτογραφική;
Πολύ. Είχα μυθοποιήσει την Ευρώπη και βρήκα μια διαφορετική Ευρώπη ταξιδεύοντας. Είχα πλάσει μέσα μου μια εικόνα της από τα πεζά του Κάφκα, τις ταινίες του Ταρκόφσκι και του Βέντερς, τις συνθέσεις των μεγάλων Γερμανών κλασικών συνθετών και άλλα παρόμοια έργα Τέχνης. Γυρνώντας στην Ελλάδα είχα φέρει την Ευρώπη σε πιο ανθρώπινα μέτρα, πιο καθημερινά κι ακόμα πιο φτωχικά.. Εξ ού κι ο τίτλος «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης», που σημαίνει βέβαια και ότι αυτή η Ευρώπη δεν υπάρχει πια.

Κρατούσες ταξιδιωτικό ημερολόγιο ή οι ίδιες οι φωτογραφίες αποτελούν «ημερολόγιο εικόνων»; Υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο περιστατικό που να έζησες και να μην το τράβηξες σε φωτογραφία;
Δεν κρατούσα ημερολόγιο, μόνο φωτογράφιζα όσο μπορούσα και είχα φιλμ. Όταν ξέμενα από φιλμ τα απογεύματα – είχα μόνο ένα φιλμ την ημέρα- συνέχιζα να βλέπω και να φωτογραφίζω χωρίς μηχανή, ήταν η καλύτερη άσκηση για μένα. Πολλά που έζησα δε θέλησα ή δεν πρόλαβα να τα φωτογραφίσω. Μου συνέβησαν πάρα πολλά, είχα άγνοια κινδύνου, δεν έπαθα τίποτα, ήμουν τυχερός. Θα σου πω ένα περιστατικό. Στη Γερμανία με σταμάτησαν μια νύχτα κάτι ντερέκια με στρατιωτικά τζιπ. Ξυρισμένα κεφάλια, χοντροί σβέρκοι, σκληρές φάτσες, καταλαβαίνεις τον σωματότυπο. Μου έδιναν επιτακτικά 4.000 μάρκα για το «πόνι» μου. Τους εξήγησα τσάτρα πάτρα πως δεν μπορούσα να το δώσω, ήταν το εργαλείο και το σπίτι μου. Με πίεσαν, και με απειλητικό ύφος, αλλά τελικά με βαρέθηκαν ή με λυπήθηκαν, έφυγαν άπρακτοι κι εγώ συνέχισα. Αργότερα, κάποιοι άλλοι Γερμανοί μου έδωσαν την εξήγηση. Αυτοί που με είχαν σταματήσει ήταν νεοναζί και έκαναν συλλογή με κάθε είδους στρατιωτικά είδη. Ο γερμανικός στρατός χρησιμοποιούσε τότε ελληνικά «πόνι» και αυτοί το θέλανε για τη συλλογή τους. Σκέψου- κάναμε τότε εξαγωγή αυτοκινήτων στη Γερμανία!

Στη συνέχεια, τον ρώτησα γα συνθήκες φωτογράφισης και «πλαίσιο» μιας σειρά φωτογραφιών. Σελίδα – σελίδα, η σχετική συζήτηση απέδωσε τα εξής:

Δύο – τρεις δρόμους πίσω από το παλάτι των Τσαουσεσκου, μικρά παιδιά καθάριζαν τους δρόμους από το χιόνι.

Φεβρουάριος του 89 στο Βουκουρέστι, λίγους μήνες πριν πέσει το καθεστώς. Δύο – τρεις δρόμους πίσω από το παλάτι των Τσαουσεσκου, μικρά παιδιά καθάριζαν τους δρόμους από το χιόνι. Είδα αυτό το κορίτσι, χωρίς παπούτσια, με μια σκούπα. Το χιόνι ήταν σκούρο, βρώμικο, ανακατεμένο με αλάτι και καρβουνόσκονη. Όταν έπεφτε το φως, ένας ομαδάρχης μάζευε τα παιδιά στις γωνίες των τετραγώνων, τους πέταγε ψωμιά μέσα από ένα φορτηγό.

Στην κεντρική αγορά της Βουδαπέστης, το 1986. Ένας άνδρας με αυτά τα ρούχα και την τσάντα, ο τυπικός θα ‘ λεγε κανείς „ανατολικός άνθρωπος“. Και δίπλα του αυτή η κυρία, η τόσο καλοντυμένη με την ωραία της καμπαρντίνα. Σαν να ήταν από δύο

διαφορετικούς κόσμους δίπλα – δίπλα. Υπήρχαν κοινωνικές τάξεις στο Ανατολικό Μπλοκ; Φυσικά και υπήρχαν. Με λίγη προσοχή έβλεπες τους λίγους που δεν είχαν σχέση με τον „λαό“ και το ήξεραν, το έδειχναν. Αλλά η συνύπαρξη εδώ αυτών των προσώπων, μια καθημερινή σκηνή στη Βουδαπέστη, μου αρέσει και χωρίς την πιο πάνω „κοινωνιολογική“ παρατήρηση.

Λισαβόνα 1988, στις όχθες του Τάγου
Λισαβόνα 1988, μια Ιταλίδα στο βαπορέτο

Λισαβόνα 1988. Στις όχθες του Τάγου, εκεί που το μεγάλο ποτάμι της Ιβηρικής Χερσονήσου συναντάει τον Ατλαντικό, ένα ζευγάρι κάθεται αγκαλιασμένο κάποιο φθινοπωρινό απόγευμα. Αυτό που είδα ήταν το λεπτό χέρι του άνδρα πάνω στον ώμο της κοπέλας, η τρυφερότητα μπορεί να αποτυπώνεται και σε ένα χέρι. Η φωτογραφία αυτή είναι στο βιβλίο αντικριστά με μια άλλη από τη Βενετία. Εδώ μια Ιταλίδα στο βαπορέτο, είναι μόνη και βάζει το δικό της χέρι στον ώμο της. Δύο χώρες και δύο γυναίκες με απόσταση χίλια και κάτι χιλιόμετρα μεταξύ τους, „συνομιλούν“ μέσα από τα χέρια.

1986, σε ένα πάρκο της Βιέννης. Είδα την ηλικιωμένη γυναίκα δεξιά, το ντύσιμό της, το πρόσωπό της. Σαν να ερχόταν από μια παλιότερη εποχή, από τη λαμπρότερη αστική (ή και αριστοκρατική) εποχή της Αυστροουγγαρίας. Και δίπλα της, πιο πίσω, ένας άλλος κόσμος, πιο λαϊκός, που κατέλαβε σιγά-σιγά, μεταπολεμικά, τη θεση της κυρίας. Τα σώματα εδώ μιλάνε, τα ρούχα επίσης. Κι αυτό που κάνει ενδιαφέρουσα την εικόνα είναι η ακινησία, σαν να σταμάτησε ο χρόνος, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό κάτω από τον ωραίο ήλιο.

Η κοπελίτσα πουλούσε καλαμπόκια σ‘ ένα πάγκο, περνούσα από μπροστά της, είχε αυτό το βλέμμα τη στιγμή που με είδε. Τόση αθωότητα και ομορφιά!

Σε μια αγορά στα βόρεια του Παρισιού, το 1985. Η κοπελίτσα πουλούσε καλαμπόκια σ‘ ένα πάγκο, περνούσα από μπροστά της, είχε αυτό το βλέμμα τη στιγμή που με είδε. Τόση αθωότητα και ομορφιά!… Η ομορφιά είναι αυτό που έρχεται από μέσα και καταφέρνει να βγει και να αποτυπωθεί στα μάτια του του άλλου, για μια στιγμή.

Στη Βιέννη πάλι, σ‘ ένα Μουσείο. Μια γυναίκα κοιμόταν σε μια πολυθρόνα. Τι πιο κοινό και συνηθισμένο από αυτό; Αν όμως το δεις με έναν άλλο τρόπο, αυτό το κοινό και συνηθισμένο γίνεται μαγικό, το μυστήριο και η ομορφιά του κόσμου που ζούμε αποκαλύπτονται μπροστά σου, όλα είναι εκεί στη θέση τους για κάποιο λόγο, η αρμονία σε πλημμυρίζει.

Δυτικό Βερολίνο, 1987
Λίμνη Μπάλατον, Ουγγαρία, καλοκαίρι του ’89

1) Δυτικό Βερολίνο, 1987. Στα καταγώγια που έτρεχαν οι νεαροί Γερμανοί που γνώριζα. Ήταν όμως λίγο „ψαγμένα“ τα μέρη, και οι θαμώνες, φοιτητές όλοι. Σε ένα από αυτά, μια παρέα νεαρών παρακολουθεί μια Τουρκάλα να χορεύει τον χορό της κοιλιάς. Έβλεπα την κοπέλα πώς „έδινε“ προς τους νεαρούς, και έβλεπα κι αυτούς, αμήχανους εντελώς μπροστά στα γυναικεία μυστήρια.

2) Ήταν στη λίμνη Μπάλατον, στην Ουγγαρία, το καλοκαίρι του 89. Σε μια ιστορική στιγμή – τότε ακριβώς οι Ανατολικογερμανοί περνούσαν κατά χιλιάδες στην Αυστρία μέσω Ουγγαρίας – ένα δραματικό καλοκαίρι που όλα ήταν ρευστά και απρόβλεπτα. Στη Μπάλατον όμως, που ήταν το μεγάλο θέρετρο όλων των Ανατολικών, ήταν σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Απίστευτος κόσμος που έμενε σε κάμπινγκ μεγάλα σαν στρατόπεδα συγκεντρώσεως, φασαρία, χαμός γινόταν. Ήταν κι ένα από τα λίγα μέρη όπου μπορούσαν να συναντηθούν Δυτικοί και Ανατολικοί. Είδα αυτές τις τρεις, κάποιος θα έλεγε ότι ήταν η ίδια γυναίκα σε τρεις στιγμές της ζωής της, εγώ όμως δεν έβλεπα έτσι, ήταν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Το βλέμμα διασταυρώνεται με τη μεσαία κοπέλα, είναι μεν η αθωότητα και πάλι, αλλά και η γυναικεία σιγουριά, όπως καθρεφτίζεται στο αντρικό βλέμμα.

Ένα μαγαζάκι που πουλούσε μικροπράματα για ορθόδοξους Εβραίους, στη «γειτονιά των διαμαντιών», την εβραϊκή συνοικία της Αμβέρσας, 1987. Ο γέρος έμπορος ήταν σαν κολλημένος μέσα στη βιτρίνα του μαγαζιού του, αυτό είδα, και τα παιδιά. Σαν να έρχεται από παλιά αυτή η φωτογραφία, από τα παλιά κι αμέτρητα μαγαζάκια που είχαν οι Ασκεναζίτες Εβραίοι σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη, ίδια κι απαράλλαχτα επί αιώνες. Και το βλέμμα προς τον ξένο, πολύ χαρακτηριστικό μιας μικρής, περίκλειστης κοινότητας που πέρασε πολλά και επέζησε.

Ήταν εκεί μέσα εκατοντάδες άνθρωποι και κανείς δεν φαινόταν να ενοχλείται από την τρομακτική πολυκοσμία, αντίθετα, έδειχναν να απολαμβάνουν όλοι την επαφή με το νερό και τους άλλους

Στη μεγάλη δημόσια πισίνα της Βουδαπέστης, το 1986. Ήταν εκεί μέσα εκατοντάδες άνθρωποι και κανείς δεν φαινόταν να ενοχλείται από την τρομακτική πολυκοσμία, αντίθετα, έδειχναν να απολαμβάνουν όλοι την επαφή με το νερό και τους άλλους. Το έβλεπες συχνά αυτό στις ανατολικές χώρες : τις κρατικές υποδομές να χρησιμοποιούνται μαζικά από τον κόσμο, που χαιρόταν που μπορούσε να απολαύσει αυτά που μπορούσε να προσφέρει το κράτος και όπου το εγώ χανόταν μέσα στη συλλογικότητα. Αυτό ήταν και το νόημα.

Μια κοπελίτσα περιμένει το ραντεβού της, τον αγαπημένο της, ένα απόγευμα στην Πράγα το 1986. Μπορεί να είναι και κάτι άλλο. Η σεμνότητα όμως του ντυσίματος δεν σε αφήνει να το υποθέσεις. Ήταν αυτή η συστολή που είχαν τα νέα κορίτσια σε δημόσιο χώρο, και ο φόβος βέβαια, γιατί τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν πολύ συντηρητικά σε τέτοια θέματα. Και είναι κι αυτή η μαγική γλώσσα που είναι η γλώσσα του σώματος, που λέει τόσα πολλά, τόσο εύγλωττα.

Στο μετρό του Ανατολικού Βερολίνου, το 1989
Στο Δυτικό Βερολίνο, δίπλα ακριβώς στο Τείχος

1) Στο μετρό του Ανατολικού Βερολίνου, το 1989. Υπήρχαν αμέτρητοι σταθμοί με ονόματα κομμουνιστών ηρώων : Καρλ Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Δημητρόφ, και άλλοι. Και ο κόσμος που περίμενε σε αυτούς τους σταθμούς, κουρασμένος κι αδιάφορος για το μεγάλο αφήγημα, χαμένοι στις σκέψεις τους όλοι, σαν να περίμεναν κάτι, αλλά στην ουσία δεν περίμεναν τίποτα. Σαν ή Ιστορία να είχε ρίξει αυτόν τον κόσμο στους σταθμούς με τα μεγάλα ονόματα και να τον είχε αφήσει εκεί για δεκαετίες.

2) Στο Δυτικό Βερολίνο, δίπλα ακριβώς στο Τείχος, υπήρχε μια ξύλινη ψηλή εξέδρα, ένα παρατηρητήριο. Εκεί ανέβαιναν Δυτικογερμανοί και ξένοι τουρίστες για να δουν τους «άλλους», από την άλλη πλευρά, τον ανατολικό τομέα. Εδώ, μια οικογένεια που παρατηρεί, η γλώσσα των σωμάτων και των ρούχων μάς λέει ότι είναι Δυτικογερμανοί από μικρό μέρος, επαρχιώτες. Αυτό που συγκλόνισε εμένα ήταν η έκφραση στα πρόσωπά τους περιγράφοντας ο ένας στον άλλον την κατάσταση πίσω από το Τείχος. Υπήρχε πάντα μια συμπόνια του ανώτερου προς τον κατώτερο, των Δυτικών προς τα αδέλφια τους της άλλης πλευράς, στα λαϊκά στρώματα το έβλεπες πιο πολύ αυτό.

Ήταν όμως παράξενα τα μαγαζιά τους γιατί οι διακοσμητές αυτοσχεδίαζαν, εκ των ενόντων, χωρίς μέσα και χωρίς δυτικά περιοδικά να αντιγράψουν.

Σ‘ ένα «πολυκατάστημα» της Πράγας, το 1986. Δεν είχε πολλά πράγματα αλλά δεν ήταν και άδειο, όπως σε άλλες ανατολικές χώρες, στην Τσεχοσλοβακία το βιοτικό επίπεδο δεν ήταν χαμηλό. Ήταν όμως παράξενα τα μαγαζιά τους γιατί οι διακοσμητές αυτοσχεδίαζαν, εκ των ενόντων, χωρίς μέσα και χωρίς δυτικά περιοδικά να αντιγράψουν. Έτσι έβλεπες ένα γυναικείο πόδι στον αέρα, πάνω από βιντεοκασέτες, δίπλα μια κούκλα σε αναπηρική καρέκλα, και πιο κει μια μεγάλη πυραμίδα φτιαγμένη με κρυστάλλινα ποτήρια. Μια φορά, βλέποντας αυτή την κλασική ανατολική πυραμίδα των ποτηριών, την ένιωσα να τρέμει : γύρισα και είδα ένα μεγάλο γκρουπ Ελλήνων που ερχόταν με ποδοβολητό, φωνάζοντας. Λίγο μετά δεν είχε μείνει τίποτα.

Το στρογγυλό ρολόι με την παγκόσμια ώρα, στην Αλεξάντερπλατς, στο Ανατολικό Βερολίνο το 1987. Τι ειρωνεία, είχε γραμμένα επάνω του όλα τα ονόματα των μεγάλων πόλεων του κόσμου όπου δεν μπορούσαν ποτέ να πάνε οι Ανατολικογερμανοί. Κάθονταν όμως κάτω από το ρολόι και περίμεναν με τις ώρες, χωρίς να υπάρχει λόγος. Σαν να ταξίδευαν νοητά στον κόσμο. Πήγα πρόσφατα στο Βερολίνο, το ρολόι υπάρχει ακόμη αλλά δεν υπάρχει κανείς πια εκεί να περιμένει. Κάτι Κινέζοι μόνο, που το βγάζουν φωτογραφίες.

Στη Βουδαπέστη πάλι, όλο εκεί με πας. Μπορεί η εικόνα δύο σωμάτων αγκαλιασμένων μπρούμυτα με μια μπάλα δίπλα, να σου αλλάξει τη μέρα, τη διάθεση; Αυτό είχε συμβεί μ‘ εμένα τότε, είχα δει τη Χάρη. Κι όλα ήταν στη θέση τους και ωραία, ο κόσμος είχε ένα νόημα. Η ζωή έχει ένα νόημα.

Και με τις καταγραφές αυτές, η συνέντευξη – ποταμός με τον Κωνσταντίνο Πίττα πήρε τέλος. Η συνέχεια στα βιβλιοπωλεία, με το θαυμάσιο, χορταστικό άλμπουμ του.

Text Δημήτρης Φύσσας
Πηγή athensvoice.gr