Κατά έναν περίεργο τρόπο, τα πανηγύρια που έχω ζήσει σαν παιδί τα έχω συνδυάσει περισσότερο με τσακωμούς. Για ασήμαντη αφορμή. Ήταν πανεύκολο να πλακωθείς σε πανηγύρι. Και στην περιοχή μου, το πιο συνηθισμένο. Πανηγύρι σήμαινε γυναίκες που στρίγγλιζαν, σκηνές που θύμιζαν μάχες του Αστερίξ και άντρες με σκισμένα πουκάμισα. Και Φιλιώ Πυργάκη. Η Φιλιώ Πυργάκη ήταν η απόλυτη ντίβα των πανηγυριών. Κι ακόμα είναι. Μια ντίβα πάνω σε πάλκο από ξυλωσιές οικοδομής που τραγουδούσε δημοτικά με μπόλικο έκο. Το όνομά της έχει συνδυαστεί όσο καμιάς άλλης με καλοκαιρινά ξεφαντώματα, γλέντια μέχρι πρωίας και τραγούδια πασίγνωστα που μπορεί να μην τα είχες ακούσει ποτέ, αλλά τόσο οικεία, που ήσουν βέβαιος ότι ήταν γραμμένα στο DNA σου.
Πανηγύρι επίσης σήμαινε τόνοι μπίρας, τεράστια βαρέλια γεμάτα με μπουκάλια θαμμένα στον πάγο, σουβλάκια σε λαδόκολλα, σιδερένια τραπέζια, καρέκλες με πλαστικό κορδόνι και ουρές χιλιομέτρων από Datsun και Nissan παρκαρισμένα στη μέση του δρόμου. Σήμερα, ο νεαρόκοσμος της επαρχίας ανακαλύπτει ξανά τα πανηγύρια. Απόδειξη; Γεμάτες πλατείες από νέους ανθρώπους που έχουν τη διάθεση να εκτονωθούν ακούγοντας δημοτικά – τραγούδια που δεν έχουν σχέση με τα μεταλλαγμένα light των πρωινάδικων, κυρίως παλιά ή και νεότερα, που περνούν από αρκετά φίλτρα πριν καταλήξουν «πανηγυριώτικα». Το πανηγύρι μπορεί να μην είναι το ίδιο με παλιά, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος διασκέδασης που έχει παραμείνει αυθεντικός και από τα ελάχιστα κομμάτια του λαϊκού πολιτισμού που παραμένουν (σχεδόν) αναλλοίωτα.
Συνάντησα τη Φιλιώ Πυργάκη στις Λιβανάτες, Σάββατο βράδυ, τη δεύτερη βραδιά του πανηγυριού, λίγο πριν ανεβεί στη σκηνή. Στους στύλους της ΔΕΗ και στις τζαμαρίες των μαγαζιών κυριαρχούσαν οι αφίσες με την αυστηρή μορφή της, οι σερβιτόροι έστηναν τα τραπέζια και τις καρέκλες, τα καφενεία της πλατείας ήταν γεμάτα με άντρες που έπιναν τον καφέ τους. Επιμένει να πάμε στο σπίτι της να με κεράσει γλυκό, μόλις έχει ξυπνήσει – το προηγούμενο βράδυ το γλέντι είχε τραβήξει μέχρι τις 8.30 το πρωί! Στο δρόμο ένα τσούρμο από μικρά κοριτσάκια την κυκλώνουν με φωνές και αυτή τα χαϊδεύει γελώντας. «Αυτή είναι η πιο μεγάλη επιτυχία μου» μού λέει περήφανη.
«Ήμουν ένα χωριατοκόριτσο από την Πελοπόννησο» μου εξηγεί στη βεράντα του σπιτιού της. «Φτώχια πολλή, πήγαινα με τα πρόβατα στο βουνό και τραγουδούσα. Όταν με πήρε μαζί του ο θείος μου να τον συνοδέψω σε ένα γάμο, ήμουνα έτοιμη. Δεν χρειαζόμουν ούτε δάσκαλο ούτε σχολή. Είμαι αυτοδίδακτη. Ό,τι κατεβάζει ο εγκέφαλος το τραγουδάει η Πυργάκη. Από 14 χρονών με έπαιρνε μαζί του, εκεί ψήθηκα, πάνω στη δουλειά. Στα 17 αποφάσισα να ανέβω στην Αθήνα, δεν με σήκωνε το χωριό. Τότε έκανα τον πρώτο μου μικρό δίσκο: Βαρέθηκα τα νιάτα μου στη μια πλευρά, οΜπαρμπανικόλας στην άλλη. Ε, και μετά προέκυψαν το ένα κοντά στο άλλο τα μικρά δισκάκια. Μικρούς και μεγάλους έχω κάνει πάνω από 200 δίσκους συνολικά! Ξεκίνησα τα πανηγύρια και με τη βοήθεια του λαιμού μου ανέβηκα ψηλά. Και με τη βοήθεια του Θεού. Κοντεύω 45 χρόνια στο τραγούδι, 45 χρόνια ξενύχτισσα, δεν έχω κανένα παράπονο απ’ τη δουλειά μου παιδί μου. Ο κόσμος στην περιφέρεια –ειδικά εδώ στην περιοχή- με λατρεύει, έρχομαι στα πανηγύρια και ξημερώνομαι. Πήγε 8.30 η ώρα σήμερα και ακόμα γλεντάγαμε. Τον κόσμο τον αγάπησα και με αγάπησε. Μέχρι σήμερα με αγαπάει. Τα πανηγύρια για μένα ξεκινάνε από το Πάσχα και δεν έχω καθόλου κενά μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Έχω πάρα πολλή δουλειά, και το χειμώνα τραγουδάω στο κέντρο.
Δεν σας έχει κουράσει το ξενύχτι τόσα χρόνια;
Έχω κουραστεί, οπωσδήποτε. Μου αρέσει όμως. Φωνάζω, λέω κουράστηκα, αλλά μόλις ανέβω εκεί πάνω στο παλκοσένικο γίνομαι αλλιώτικος άνθρωπος. Το αγαπάω αυτό που κάνω, είναι η ζωή μου όλη. Έχω πάει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου κι έχω περάσει πολύ ωραία. Στο Σίδνεϊ στην Αυστραλία ήταν δέκα χιλιάδες κόσμος σε μια μεγάλη αλάνα και με αποθέωσαν, εκεί να δεις μεγαλεία. Έχω πάει στον Καναδά, στην Αμερική, στη Γερμανία, όπου υπάρχει ελληνισμός.
Τι έχει αλλάξει στον τρόπο που διασκεδάζουν οι άνθρωποι σήμερα;
Εδώ στην περιφέρεια, στη Λιβαδειά, στη Λοκρίδα, είναι ακόμα όπως παλιά. Κρατούν τις παραδόσεις και ο κόσμος γεμίζει τα πανηγύρια. Αλλού τα πανηγύρια έχουν γίνει συναυλίες, τραγουδάνε με πρόγραμμα. Δεν μου αρέσει αυτό, αλλά τι να κάνουμε, αλλάζουν τα πράγματα, σε αλλάζει η εποχή, συμβαδίζεις μαζί της. Θέλω να βγαίνω στο πάλκο και να τραγουδάω αυθόρμητα ό,τι ορίζει η στιγμή. Παλιά οι άνθρωποι το περίμεναν με λαχτάρα το πανηγύρι, το πόναγαν, δεν ήταν όπως τώρα που έχουν εκδηλώσεις και συναυλίες συνέχεια. Εκείνα τα χρόνια η γιορτή του χωριού ήταν η αφορμή να μαζευτεί το σόι, να ψήσουν, να γίνουν μια παρέα και να χορέψουνε. Σήμερα τα έχουν ξεπεράσει πλέον αυτά. Ποτίστηκε ο κόσμος από το πολύ γλέντι χωρίς λόγο – έχει κάνει μεγάλο κακό η τηλεόραση.
Τα πανηγύρια της περιοχής τα έχω συνδέσει με τσακωμούς. Θυμάμαι ένα σωρό φορές που κάτι συνέβαινε και χάλαγε το γλέντι άδοξα, συμβαίνει ακόμα αυτό;
Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Εδώ στην περιοχή είναι θερμόαιμοι και γίνονταν πάντα αρκετά. Για το χορό και μόνο, για τίποτα άλλο. Παρεξηγήσεις, γιατί να πάρεις εσύ σειρά και όχι εγώ, έβγαζαν τα απωθημένα τους, κι εδώ που τα λέμε δεν έπινε και νεράκι ο κόσμος… Ήταν αλλιώς εκείνα τα χρόνια, τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα κατά πολύ. Δεν συναντάω πια παρεξήγηση, έχουνε χορτάσει πλέον, δεν την έχουν ανάγκη αυτήν τη χαρά, να μπουν στο χορό. Είναι σπάνιο πάντως να πετάξουν χαρτούρα. Εκείνα τα χρόνια ζούσαμε απ’ αυτό το πράγμα. Δεν έχει σημασία αν πέταγαν 50 δραχμές ή χίλιες, σημασία έχει ότι κάποτε παίρναμε λεφτά -είχε και άλλη αξία το χρήμα. Τώρα είναι πολύ ακριβή η χαρτούρα, δεν πετάει ο άλλος εύκολα 5 ευρώ. Δεν τα έχει κιόλας.
Υπάρχει κάτι που σας έχει κάνει εντύπωση από την περιοδεία σας στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι;
Τι να πρωτοθυμηθώ; Θα σου πω κάτι που μου συνέβη προχθές στα Γιάννενα. Με λατρεύουνε, με αγκαλιάζανε. Ήρθε ένα κοριτσάκι κοντά μου και μου ζήτησε να με φιλήσει. Ναι αγάπη μου της είπα, να με φιλήσεις. Μετά ήρθε η μάνα της και μου λέει, κυρά Φιλιώ είναι 10 χρονών και σε λατρεύει, έχει ξετρελαθεί μαζί σου, να προσέχεις μην τυχόν και μας πάθεις τίποτα! Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Κάτι τέτοια ακούω και πετάω στα σύννεφα, ξέρεις… 45 χρόνια έχω ζήσει πολύ ωραίες στιγμές, έχω περάσει πολύ ωραία χρόνια με το τραγούδι. Έχω συνεργαστεί με τους πιο μεγάλους μουσικούς, με σπουδαία κλαρίνα, τον Γιαούζο, τον Παντζή, τον Κοκοντίνη, τον Βασίλη και τον Βαγγέλη τον Σούκα, τον Σαλέα, τον Βασιλόπουλο. Με όλους. Με τον Αριστόπουλο, τον Μάγγα…
Είναι πιο εύκολα τα πράγματα σήμερα για μια νέα τραγουδίστρια;
Σίγουρα. Δεν βασανίζεται αυτή την εποχή, είναι εύκολα τα πράγματα. Έχω υποφέρει πολύ, δεν με βοηθούσε κι η εμφάνισή μου, όταν βγήκα δεν μου έδινε κανένας σημασία. Ήμουν ένα αδύνατο κοριτσάκι, καχεκτικό, απ’ το χωριό, έμπαινα στην Columbia και δεν με πρόσεχε κανείς γιατί ήμουν άσχημη. Τότε ήταν στις δόξες τους ο Ζάχος, ο Σκαφίδας, ο Παπασιδέρης, η Τασία, η Βέρα, η Σοφία η Κολητήρη, όλα σπουδαία ονόματα στο δημοτικό. Δόξα τω Θεώ, μπορεί να υπόφερα πολύ, αλλά δικαιώθηκα. Τώρα μαθαίνουν πέντε τραγούδια, ανεβαίνουν στο πατάρι και είναι αλλιώς τα πράγματα. Για να καταλάβεις τι τράβηξα μέχρι να με δεχτούν, σου λέω μόνο ότι όταν ήρθα νύφη εδώ στις Λιβανάτες –μικρό κοριτσάκι- οι γριούλες με τα μισοφόρια και τα μαντίλια ήρθαν στο καφενείο, εδώ παρά πέρα που τραγούδαγα, και σχολίαζαν δυνατά –εγώ να τις ακούω- «έλα μαρή να τη δεις, είναι να σκεπάζεις τα μούτρα της και να μην τη βλέπεις, μόνο να την ακούς». Ήμουν χάλια! Ξέρεις δεν τα ξεχνάω ποτέ όλα αυτά. Είχα το όπλο μου που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, τη φωνή μου. Κι έμεινα στο μοτίβο μου, στο στιλ μου, στο δημοτικό. Κι άλλοι έχουν ξεκινήσει δημοτικοί κι έχουν καταντήσει λαϊκοί…
Γιατί δεν εμφανίζεσαι στις εκπομπές της τηλεόρασης;
Πού να βγω; Το δημοτικό, παιδί μου, δεν είναι τραγούδι για να πλένεις τα πιάτα…
Πηγή M. Hulot, www.lifo.gr