Mια μέρα πριν από τη σφοδρή έλευση του φθινοπώρου με το όνομα «Ζορμπάς», αποφάσισα πως ήρθε ο καιρός να φτιάξω τη χιλιοσκισμένη οροφή του μικρού, στραπατσαρισμένου αυτοκινήτου μου. Οι επερχόμενες βροχερές μέρες δεν άφηναν άλλα περιθώρια αναβλητικότητας. Έτσι, βρέθηκα στο μαγαζί του κυρίου Μανώλη Θανάση, στο Πεδίον του Άρεως, ειδικευμένου στις επιδιορθώσεις ταπετσαριών αμαξιών και σκαφών. Ντυμένη ακατάλληλα για τον δυνατό αέρα της ημέρας, μπήκα στο εργαστήρι ώσπου να ολοκληρώσει τα μπαλώματα της οροφής μου.

© Ράνια Καλύβη                                                                                                                                          

Καθώς περίμενα, περιεργάστηκα τον χώρο, ένα μικρό συνοικιακό μαγαζάκι, γεμάτο κάδρα, ραπτομηχανές, μουσαμάδες. Σε δεσπόζουσα θέση στον τοίχο, μια μεγεθυμένη φωτογραφία του Διονύση Παπαγιαννόπουλου με ιδιόχειρη αφιέρωση: «Στον αγαπημένο μου Θανάση, μου ’κανε το αυτοκίνητο καινούργιο. Σε ευχαριστώ». Λίγο πιο δίπλα, ένα μεγάλο κάδρο με  αυτόγραφα από καλλιτέχνες και cult περσόνες παλιότερων δεκαετιών. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, δεν μπορούσα παρά να τον ρωτήσω πώς γνωρίστηκε με όλους αυτούς τους ανθρώπους. «Α, ήταν όλοι τους πελάτες που μάθαιναν από στόμα σε στόμα για το μαγαζί. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είχε ένα Fiat 1500, από τα ωραία, ψηλά αυτοκίνητα κι ερχόταν για επιδιορθώσεις. Έτσι γνωριστήκαμε και στη συνέχεια κάναμε παρέα, αγαπούσε πάρα πολύ τους τεχνίτες. Ερχόταν συχνά, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα μιας κι ήταν γείτονας, πίναμε καφέ, τα λέγαμε, έκανε τα τηλέφωνά του από εδώ. Στην κανονική του ζωή ήταν ακριβώς όπως τον βλέπετε στις ταινίες. Κάποιες φορές ερχόταν κι ο Απόστολος Καλδάρας και κολατσίζαμε οι τρεις μας. Μου έλεγε ο Καλδάρας, θυμάμαι, “Θανάση, θα σηκώνεσαι πάντα από το φαγητό νηστικός”, πρόσεχε πολύ τη διατροφή του. Έφερνε κι εκείνος εδώ το αυτοκίνητό του, ένα Ford Capri».

Μέσα από τις αφηγήσεις του, ο κύριος Θανάσης μού δίνει το στίγμα μιας εποχής και των περιοχών που στέγασαν καλλιτέχνες και αστούς μετά την έκρηξη της αντιπαροχής και της οικοδομικής δραστηριότητας που επέκτεινε την πόλη στα προάστια. Έτσι, τις δεκαετίες ’70-80, πολλοί καλλιτέχνες ζούσαν στις γειτονικές περιοχές, Κυψέλη, Αλεξάνδρας, Γκύζη, Εξάρχεια, άλλωστε κοντά στο Πεδίον του Άρεως υπήρχαν και πολλά θέατρα. Το μαγαζί του κυρίου Θανάση ήταν κοντά στη δουλειά και τα σπίτια τους. Μεταξύ των πελατών του, η  Μπεάτα Ασημακοπούλου, ο  Πάνος Μιχαλακόπουλος, ο Νίκος Ρίζος, πολλοί ηθοποιοί του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, «αυθεντικοί, απλοί άνθρωποι, που δεν προσποιούνταν, ήταν γνήσιοι. Γι’ αυτό βλέπουμε τις ταινίες τους ακόμα, γιατί είναι διαχρονικοί. Ερχόταν επίσης ο Βλάσης Μπονάτσος, που κι εκείνος έμενε κοντά, μεγάλος πλακατζής!» Και συμπληρώνει με τη συγκίνηση του ανθρώπου που στα 78 του χρόνια έχει δει πολλούς να φεύγουν από τη ζωή, «μου λείπουν πολύ όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως και οι φίλοι μου που πολλοί δεν ζουν πια».

Από 13 χρονών ταπετσέρης
Τον ρωτώ πώς ξεκίνησε ο ίδιος στο επάγγελμα, πώς το αποφάσισε. «Έφυγα 13 χρονών από τα Τρίκαλα, δεν τα έπαιρνα τα γράμματα κι είπα στον πατέρα μου, θέλω να μάθω μια τέχνη. Έτσι ήρθα στην Αθήνα, σε έναν μάστορα που ήξερε ο ξάδερφος του πατέρα μου ο οποίος (102 ετών σήμερα) ήταν έμπορος αυτοκινήτων τη δεκαετία του ’50. Το εργαστήρι εκείνο ήταν Κωνσταντινουπόλεως και Κασσάνδρας, δουλεύαμε επτά άτομα τότε στο μαγαζί και το βράδυ κοιμόμουν μέσα, για πέντε χρόνια. Μετά έφερα τον αδερφό μου και την οικογένειά μου εδώ. Στην Αθήνα τότε ήμασταν εμείς και καμιά δεκαριά ακόμα μαγαζιά που κάναμε αυτή τη δουλειά. Τη δεκαετία του ’70 έφτιαξα το μαγαζί μου εδώ στη Μομφεράτου, κι είμαι εδώ 46 χρόνια. 

Κάδρο με αυτόγραφα: Κώστας Βενετσάνος, Περικλής και Ξανθή Περάκη, Ελένη Φιλίνη, Βιβέτα Τσιούνη, Θέμης Αδαμαντίδης, ο Χρόνης Εξαρχάκος «ερχόταν χειμώνα στο μαγαζί φορώντας πάντα μια καφέ γούνα κι έκανε τα αστεία του, όπως τον βλέπουμε στις ταινίες»

Δεν έχω κάνει άλλο επάγγελμα στη ζωή μου, δουλεύω από το 1954 σερί. Αγάπησα πολύ αυτή την τέχνη, αν ξαναγεννιόμουν θα γινόμουν πάλι ταπετσέρης. Έχουν περάσει πολύ όμορφα αμάξια από τα χέρια μου. Ειδικά τα παλιά τα χρόνια είχαμε πολύ δουλειά, αν και δεν κυκλοφορούσαν πολλά αμάξια στην Αθήνα, σίγουρα όχι όσα σήμερα, ήταν όμως όλα πολύ καλά και μεγάλα, αμερικάνικα αυτοκίνητα. Εγώ τότε αγόραζα κανά αυτοκίνητο, το έφτιαχνα, γυρνούσα σαν νέος στα κέντρα και μετά από λίγο το πούλαγα. Σήμερα, εξαιτίας των μεγάλων βιοτεχνιών έφυγε πια η δουλειά από εμάς. Τώρα πια σβήνει το επάγγελμα, τα νέα παιδιά δεν θέλουν να μάθουν αυτή την τέχνη. Ψάχνω να δώσω το μαγαζί και δεν βρίσκω αγοραστή».

Παρατηρώ τη συγκίνησή του καθώς μου μιλάει για το παρελθόν, αλλά και για την αγάπη του για τη δουλειά. Μου μιλάει με την ίδια αυθεντικότητα και απλότητα με την οποία περιέγραφε νωρίτερα τους ηθοποιούς του παλιού κινηματογράφου που έρχονταν στο μαγαζί του. Είναι όμως 78 πλέον, πόσο ακόμα θα συνεχίσει; «Εγώ μέχρι τέλους θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά, δεν μπορώ να καθίσω» μου λέει. «Είναι μεράκι αυτή η δουλειά άμα την αγαπήσεις!»


Info: Ταπετσαρίες αυτοκινήτων Μανώλης Θανάσης | Μομφεράτου Ι. 1-3, Αθήνα, Πεδίο Άρεως

Text  Βαρβάρα Σαββίδη
Πηγή athensvoice.gr