Η ιστορία επαναλαμβάνεται, είναι εδώ για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Η οικογένεια Μαραγκού, δεν ξεχνά από που ξεκίνησε και τι κατάφερε με μόνο 50 μάρκα στην τσέπη. Αυτά ήταν τα χρήματα για την αρχή ενός ταξιδιού που συμπληρώνει σήμερα 57 χρόνια.

Xαράλαμπος Μαραγκός του Λαζάρου. Μόνιμος κάτοικος Κατερίνης ως τα 27 του χρόνια. Πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας με ανεπτυγμένο το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους γονείς και τα αδέρφια.

30 Μαρτίου 1960 υπογράφεται μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας η «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών σε γερμανικές επιχειρήσεις». Η Ελλάδα προσπαθεί ν΄αφήσει πίσω της ένα μέρος από τη μιζέρια της μεταπολεμικής ανέχειας και τα σύνδρομα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Οι άνθρωποι αναζητούν ένα τρόπο να ζήσουν τις οικογένειές τους, φτώχεια και ανεργία, τα χωριά ερημώνουν. Η Ελλάδα δε μπορεί πλέον να θρέψει τα παιδιά της. Η μεγάλη ευκαιρία έρχεται μέσα από την ελληνογερμανική σύμβαση.

Τα «πέτρινα» χρόνια της φτώχειας χωρίζουν μάνες και παιδιά. Ξεκινούν για τη Γερμανία, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, διεκδικούν το μέλλον, το χαμόγελο στα πρόσωπα τους, το αναγκαίο που θα τους χαρίσει μια καλύτερη ζωή. Ο νεαρός τότε Χαράλαμπος Μαραγκός βλέπει τον κόσμο να φεύγει, την οικογένειά του να βιώνει δύσκολες στιγμές. Το αίμα της νιότης του βράζει, με αποτέλεσμα να ψάχνει συνεχώς μέσον διαφυγής, λύσεις εδώ και τώρα. Έτοιμος να στήψει, όποια πέτρα βρεθεί στο δρόμο του, όποια δυσκολία κι αν συναντήσει.

Μάιος 1960 δεν υπάρχει κανείς. Μόνο ένας φίλος από τα Σάλωνα της Κατερίνης, ο Αντρέας Παντελίδης, ζει στη Στουτγκάρδη και αλληλογραφεί μαζί του. Στο τελευταίο γράμμα μπορεί να μην είχε την δυνατότητα να του στείλει την πολυπόθητη πρόσκληση, ωστόσο του έγραψε τη διεύθυνση της κατοικίας του. Αυτό το γράμμα ήταν η αρχή, καθώς τα έσοδα του κρεοπωλείου της οικογένειας Μαραγκού στην Κατερίνη δεν έφταναν πια για να ζήσουν όλοι. Οι αγορές με πίστωση ή το βερεσέ, όπως ήταν γνωστό τότε, είχαν αρχίσει να πνίγουν την επιχείρηση. Δουλευταράς, γερό σκαρί αλλά φτωχός.

«Όλα και όλα 50 μάρκα, αυτά τα χρήματα ήταν η αρχή για ένα ταξίδι 58 χρόνων»

Μπαίνοντας στο λεωφορείο

Αποφάσισε αρχικά να ταξιδέψει από την Κατερίνη στη Στουτγκάρδη σαν τουρίστας, με σκοπό να συναντήσει το φίλο του… Όλα και όλα 50 μάρκα στην τσέπη. Αυτά ήταν τα χρήματά του για την αρχή ενός ταξιδιού που συμπληρώνει σήμερα 58 χρόνια. 50 μάρκα και το χαρτάκι της διεύθυνσης. Ένα ταξίδι που ξεκίνησε μέσα σ‘ ένα παλιό λεωφορείο από την οδό 25ης Μαρτίου στην Κατερίνη, για να καταλήξει μετά από 30 ώρες πορείας στο Γκέρλινγκεν, ξεφορτώνοντας εκεί τα «τεμάχια», όπως χαρακτήριζαν τότε οι Γερμανοί, όσους έρχονταν αναζητώντας εργασία… ανάμεσα τους και τον κ. Χαράλαμπο. Τα 50 μάρκα, που ήταν ό,τι είχε και δεν είχε πάνω του, δεν του άνοιγαν όμως την πόρτα των συνόρων. Οι Γερμανοί δεν υπολόγιζαν φτώχεια, θυσίες. Αδιαφορούσαν για προσωπικότητες και χαρακτήρες. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το «τεμάχιο» που θα περνούσε τα σύνορα, από τη στιγμή που δεν είχε πρόσκληση παραμονής, να έχει στην άκρη 300 μάρκα, τα οποία αν και ο κ. Χαράλαμπος γνώριζε πως δεν τα είχε, αποφάσισε να το ρισκάρει. Ένα ρίσκο που του βγήκε τελικά σε καλό. O οδηγός του λεωφορείου, βλέποντας κάτι σε αυτόν το νέο, του δανείζει τα πολυπόθητα 300 μάρκα για μια καλή αρχή, όπως και έγινε…

Εργασία στην Γερμανία

Τον πρώτο χρόνο εργάζεται σε μία φίρμα που κατασκευάζει ραδιόφωνα, με ειδικότητα βαφέας. Το δεύτερο βρίσκει μια καλύτερη εργασία με αντικείμενο την κατασκευή σωλήνων, μια δουλειά κερδοφόρα αλλά αρκετά μακριά από την οικογένεια. Στο μεσοδιάστημα έχει ήδη στείλει πρόσκληση στον αδερφό του Γιώργο, ενώ έχει έρθει και η αρραβωνιαστικιά του Ροδάνθη, με την οποία παντρεύτηκαν και απέκτησαν την εποχή εκείνη το πρώτο τους παιδί το Λάζαρο, τωρινό ιδιοκτήτη του «Ρετσινάδικου». Λόγω οικογενειακών καταστάσεων, ο Χαράλαμπος Μαραγκός αναγκάζεται να συμβιβαστεί τότε με μία δουλεία κοντά στο σπίτι μεν, αλλά με λιγότερα χρήματα. Για τα επόμενα πέντε χρόνια εργάζεται στην SKF, σε ένα δύσκολο πόστο, που στις αρχές του 1970 θα τον οδηγήσει να πάρει μία καταλυτική απόφαση ζωής.

Το παιδί που κάποτε έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες της Κατερίνης αποφασίζει να γίνει προπονητής της ομάδας Ολυμπιάδας Γκέρλινγκεν. Γνωρίζει πολύ κόσμο, κάνει δημόσιες σχέσεις και όλοι του δείχνουν έντονα την συμπάθειά τους. Εκεί είναι που του γεννιέται η ιδέα, να τολμήσει να κάνει κάτι που το ξέρει καλά από παιδί… Mαγαζάτορας με ειδικότητα το καλό κρέας!

«Γυναίκες σκληρές σαν πέτρα, μα και τόσο ευαίσθητες. Γυναίκες που θυσίασαν μια ζωή, στη σκιά του άντρα τους»

Το πρώτο εστιατόριο

Ανοίγει λοιπόν το πρώτο του μαγαζί, στην περιοχή όπου είναι η ομάδα που προπονεί, το σπίτι του, εκεί που πρωτοήρθε με το λεωφορείο από την Ελλάδα. Αυτό το εγχείρημα πάει καλά, μόνο που ο χώρος είναι σχετικά μικρός. Γι‘ αυτό και μετά από ένα χρόνο, αποφασίζει να μεταφέρει την επιχείρηση στο Φόερμπαχ και να βάλει για συνέταιρο του, τον αδερφό του Γιώργο. Βλέπετε εκείνα τα χρόνια, ο μεγάλος αδερφός συνηθιζόταν να νοιάζεται για τα μέλη όλης της οικογένειας. Στην επιχείρησή τους καθημερινά γευματίζουν όλοι οι εργένηδες: Γερμανοί, Τούρκοι, Έλληνες. Τα μαγειρευτά φαγητά της Ροδάνθης γίνονται ανάρπαστα παντού. Τα φασολάκια με φρέσκο κρέας παρηγοριά για κάθε εργένη! Τα μακαρόνια με το κοκκινιστό, κάνουν τα σάλια των Ιταλών να «τρέχουν»! Αν και η δουλειά πάει καλά, ωστόσο τα χρήματα δεν είναι αρκετά για να καλύψουν τα έξοδα των δυο οικογενειών. Για μια ακόμη φορά ο κ. Χαράλαμπος δίνει τη λύση και αποφασίζει να παραχωρήσει το μαγαζί εξ΄ολοκλήρου στον αδερφό του και να βρει ένα νέο χώρο, πίσω από το σταθμό του Φόερμπαχ, που τον ονομάζει «Αστέρια». Από το πρωί δουλεύει αρχικά ως εστιατόριο, μετά γίνεται τύπου καφενείο και καταλήγει το βράδυ με ζωντανή μουσική. Οι επιχειρηματικές όμως τροποποιήσεις συνεχίζονται, με αποτέλεσμα ο ευφυής επιχειρηματίας το 1975 να μετατρέψει την «ταβέρνα Μαραγκός» στο γνωστό σε όλους σήμερα «Ρετσινάδικο».

«τότε που ήθελα δεν μπορούσα, τώρα που μπορώ δεν θέλω να γυρίσω»

48 πετυχημένα χρόνια

Η ζωή στάθηκε τελικά καλή μαζί του, καθώς από την οικογενειακή επιχείρηση και το κρεοπωλείο του πατέρα του το 1960 στην Κατερίνη, βρέθηκε να κάνει σήμερα το δικό του απολογισμό και να μετρά 48 πετυχημένα χρόνια στο χώρο της εστίασης και 58 χρόνια ως μετανάστης. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, απέκτησε μαζί με τη γυναίκα της ζωής του, τη Ροδάνθη, που πλέον έχει φύγει από τη ζωή για την πόλη των αγγέλων, τρία παιδιά, το Λάζαρο, την Όλγα, την Ελένη, εγγόνια και δισέγγονα. Σήμερα με πρόσωπο ήρεμο, γαλήνιο, με έντονα όμως τα σημάδια του χρόνου πάνω του, θυμάται τα παλιά. Κάποιες φορές χαμογελά, κάποιες άλλες άθελα του βουρκώνει. Συχνά έρχεται στην μνήμη του ο ιερός σκοπός για τον οποίο είχε ξεκινήσει πριν δεκαετίες το ταξίδι του αυτό, αφού η οικογένεια στην Ελλάδα είχε μόνο εκείνον για οικονομικό στήριγμα.

Από την πρώτη ημέρα ονειρευόταν την επιστροφή… η προσωρινή διαμονή έγινε τελικά μόνιμη και όπως μας λέει: «τότε που ήθελα δεν μπορούσα, τώρα που μπορώ δεν θέλω να γυρίσω».

48 χρόνια στη γαστρονομία σε ένα ξένο κράτος, υπάρχει κάποιο μυστικό;

Η ποιότητα είναι το Α και Ω, άμα δεν έχεις καλή πρώτη ύλη, όσο μάστορας και να είσαι στο ψήσιμο και στη μαγειρική, δεν θα κάνεις τίποτα. Η αφοσίωση και ο σεβασμός στις επιθυμίες των πελατών μας, η υψηλή ποιότητα και η γνώση μας πάνω στην παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, μας έκαναν μία από τις καλύτερες ταβέρνες της πόλης.

Οι άντρες της οικογένειας πήραν τη σκυτάλη και συνεχίζουν την παράδοση, πώς νιώθετε;

«Καμαρώνω, πρώτα απ’ όλα για τον γιο μου, το Λάζαρο! Αυτό το παιδί ό,τι και αν έκανε στη ζωή του είχε επιτυχία. Μετά για τα παιδιά του και εγγόνια μου, το Χαράλαμπο ένα παιδί που από μικρός έδειχνε ότι θα ασχοληθεί με αυτό τον τομέα και τον Ιωάννη που αν και είναι ο Βενιαμίν, έχει και αυτός τα μεράκια του πάνω στην κουζίνα.»

Ροδάνθη

H γυναίκα που με την δική της ενέργεια και τον προσωπικό της αγώνα για 48 ολόκληρα χρόνια μέσα στην επιχείρηση, έγινε το στήριγμα και ο «φύλακας άγγελος» της ζωής του κ. Χαράλαμπου. Μόνο μία γυναίκα της δικής της γενιάς, μπορεί να νιώσει σήμερα το μέγεθος της υπερπροσπάθειας που έκανε όσο βρισκόταν στη ζωή η Ροδάνθη Μαραγκού. Γυναίκες σκληρές σαν πέτρα, μα και τόσο ευαίσθητες. Γυναίκες που θυσίασαν μια ζωή, στο πλευρό του άντρα τους. Επί 20 χρόνια δούλευε καθημερινά σκληρά στο εργοστάσιο, κρατώντας πάντα απόθεμα δυνάμεων για το σπιτικό της, αφού έπρεπε κατά την επιστροφή να μαγειρέψει και να είναι μια καλή μανά και σύζυγος. Δε ζει πλέον. Αν και ήταν μία γυναίκα που από γράμματα γνώριζε τα βασικά, φρόντισε να τα μάθει όμως όλα. Ήθελε να γίνει νηπιαγωγός στην Αθήνα και να διδάσκει, αλλά δεν τα κατάφερε. Η μοίρα την έστειλε στη Γερμανία και της έδωσε δύο κόρες, που έκαναν το όνειρο της πραγματικότητα. Η Όλγα είναι νηπιαγωγός και η Ελένη δασκάλα. Η Ροδάνθη Μαραγκού φεύγοντας από τη ζωή, άφησε ως κληρονομιά στα εγγόνια και στα δισέγγονά της, το προσωπικό της ημερολόγιο. Το «βιβλίο» εκείνο, που ανάμεσα στις σελίδες του ξετύλιγε μ‘ ένα μαγικό τρόπο τα γεγονότα και τα μυστικά της ζωής της.

Το «ETSI magazine» είχε την τύχη να το διαβάσει και αυτό που μας κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον για τα χρόνια εκείνα, είναι οι πραγματικά δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, που έζησε το ζευγάρι όταν πρωτοήρθε στη Γερμανία. Τα σπίτια, όπως περιγράφει και η ίδια έμοιαζαν με περιστερώνες, ενώ υπήρχαν ιδιοκτήτες που τους νοίκιαζαν τον χώρο με την προϋπόθεση να μην κάνουν παιδιά. Όταν τους καλούσαν για φαγητό, υπήρχε μόνο ένα μαχαιροπίρουνο στο τραπέζι με αποτέλεσμα να τρώνε εκ περιτροπής. Όμως παρά τις δυσκολίες, άντεξαν και το πάλεψαν. Τόλμησαν να διαδώσουν και να επιβάλλουν εκείνα τα δύσκολα χρόνια την ελληνική κουζίνα και τα κατάφεραν. Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν σίγουρα περήφανη, βλέποντας όλη την οικογένεια της ενωμένη και αγαπημένη. Κυρίως το Λάζαρο το γιο της, που τον κρατούσε στα χέρια της όσο ήταν μωρό και του μιλούσε, του έλεγε τα παράπονά της, ή αυτά που δεν μπορούσε να πει στην κοινωνία και στον άντρα της. Λόγια που όπως αποδείχθηκε πέρασαν σαν γλυκό νανούρισμα στο υποσυνείδητο του μικρού Λάζαρου, που πάλεψε και τα έκανε όλα πράξη.

Λάζαρος Μαραγκός

Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Φόερμπαχ το 1964, σε μία δύσκολη περίοδο για τους γονείς του, που ακόμα βίωναν το στάδιο προσαρμογής, γεμάτοι ανασφάλεια. Σε ηλικία 12 ετών πηγαίνει στην Ελλάδα για να τελειώσει το ελληνικό σχολειό και αποφασίζει να επιστρέψει, μαθαίνοντας την τέχνη του ηλεκτρολόγου. Ως τα 12 του χρόνια, μοίραζε τις ώρες μεταξύ σχολείου και εστιατορίου. Βοηθούσε τη μητέρα του στην κουζίνα και τον πατέρα του στο σερβίρισμα. Εκείνα τα χρόνια, μας διηγείται πως το μαγαζί ακολουθούσε και λίγο την μόδα της εποχής, καθώς ήταν μπυραρία, εστιατόριο, ενώ παίζονταν και κάποια τυχερά παιχνίδια από τους φίλους του τζόγου. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο τότε μετανάστης για να πνίξει τον πόνο του και να ξεχαστεί, ειδικά όταν δεν είχε και κανένα να τον περιμένει στο σπιτικό του. Επιστρέφοντας στη Γερμανία και παράλληλα με την τέχνη που μαθαίνει, δουλεύει όπου βρει, για να μαζέψει χρήματα, να βγάλει το δίπλωμά του. Πεισματάρης και εγωιστής, ξεκινάει μαθήματα γερμανικής γλώσσας στο Γκαίτε, αναπληρώνοντας τα κενά που του δημιουργήθηκαν όσο βρισκόταν στην Ελλάδα. Ολοκληρώνει την εκπαίδευση ως ηλεκτρολόγος και αποφασίζει να πάει κόντρα στον πατέρα του, κάνοντας τη δική του επανάσταση. Ψάχνει να ανοίξει ένα δικό του μαγαζί, που δεν θα χρωστάει την επιτυχία του σε κανέναν άλλον, πέρα από τον εαυτό του. Τα καταφέρνει και βρίσκει τον κατάλληλο χώρο, ενώ καλεί και τον ξάδερφο του από την Ελλάδα για να συνεταιρισθούν. Μαζί ανοίγουν το τρίτο κατά σειρά ελληνικό κλαμπ που υπήρχε μέχρι τότε στην περιοχή και γράφουν ιστορία! Για μια δεκαετία και παραπάνω, μαζεύει όλη την αφρόκρεμα, ό,τι καλύτερο υπήρχε το έβρισκες εκεί, νέες μουσικές, ποικιλία κοκτέιλ, όμορφα πρόσωπα. Όσοι γνωρίζουν το «Inside» θυμούνται, το δημιουργό του και την τεράστια επιτυχία που σημείωσε τη δεκαετία του ‘90, κάνοντας την ελληνική μουσική μόδα, ακόμη και για τους ξένους.

Ο Λάζαρος Μαραγκός έχει μόνο καλά να πει για όλους. Μοιράζεται την επιτυχία του, με όσους συνεργάστηκε. Δεν του αρέσει να εκφράζεται ως αφεντικό, «Αφεντικά έχουν οι σκλάβοι» μας λέει, «εγώ είχα καλούς συνεργάτες και φίλους μέχρι σήμερα». Ένας από αυτούς είναι ο Γιώργος Καρασσαβίδης, που από την αρχή ήταν μαζί μου. Στην πρώτη μου επιχείρηση, αλλά ακόμα και όταν αποφάσισα να την πουλήσω, αν και είχα πιο κερδοφόρες προτάσεις, θέλησα να τη δώσω σε αυτόν, γιατί ήταν πιστός και εργατικός».

Τελικά η πράξη επιβεβαιώνει την θεωρία και καταλήγουμε πως ένας πετυχημένος άνθρωπος που ξέρει που πατάει και που βρίσκεται, δε φοβάται ποτέ να προσφέρει την στήριξή του σε ανθρώπους, που το έχουν ανάγκη. Ανθρώπους νέους, που ψάχνουν κάποιον να τους πιστέψει και να τους στηρίξει. Πολλοί λένε για εκείνον πως μέχρι σήμερα, δεν αρνήθηκε σε κανέναν αυτή τη βοήθεια.

Όταν θέλησε να ασχοληθεί με την επιχείρηση του πατέρα του, ήταν αποφασισμένος να κάνει ριζικές αλλαγές, ξεκινώντας από το όνομα. Η ταβέρνα «Μαραγκός» μετονομάζεται σε «Ρετσινάδικό», με νονό ένα καλό φίλο και συνεργάτη του, τον Πάρη. Από την άλλη αλλάζει και τη διακόσμηση του χώρου, ενώ κρατάει τις παλιές συνταγές από τη δεκαετία του ‘70 όπου μέσα σε αυτές είναι και το «γλυκό της Ροδάνθης», ελληνικότατο, που σερβίρεται μέχρι σήμερα.

Αγαπάει τόσο πολύ την πατρίδα, ίσως από τα λόγια που του ψιθύριζε η μάνα του στο αυτί όταν ήταν μικρός, ίσως επειδή τα Πυργαδίκια Χαλκιδικής, είναι το χωριό της γυναίκας του, της Σούλας, αέρινη παρουσία και στήριγμά του σε όλα. Η καλύτερη συμβουλάτορας και μάνα, όπου μαζί δημιούργησαν μία όμορφη οικογένεια. Απέκτησαν δύο γιους που τον στηρίζουν σε κάθε του εγχείρημα και όπως όλα δείχνουν είναι άξιοι συνεχιστές αυτής της πορείας.

Η αγάπη του λοιπόν για την πατρίδα είναι τόση, που θα ήθελε να μπορεί να ζει μισό χρόνο εκεί και μισό εδώ.

Χαράλαμπος Μαραγκός

Πατέρας δύο κοριτσιών και ο πρωτότοκος γιος που έχει κληρονομήσει το ταλέντο της μαγειρικής από τη γιαγιά Ροδάνθη. Του αρέσει από μικρό παιδί να καταπιάνεται με τα κουζινικά και να παίζει με τα μπαχαρικά. Γοητεύεται από την επαφή με τις μυρωδιές, την υφή και τη μορφή των τροφίμων, είτε τα βλέπει σαν πρωτογενή υλικά είτε σαν ολοκληρωμένα πιάτα. Από μικρός ήταν υπέρ το δέον κοινωνικός. Συζητούσε με όλους τους πελάτες του μαγαζιού, είχε άποψη, ρωτούσε συνέχεια και βιαζόταν να μεγαλώσει. Σπούδασε κάτι παρεμφερές με τη γαστρονομία , τουριστικά επαγγέλματα. Εργάστηκε πάνω στο αντικείμενο αυτό, σε θέσεις που τον ήθελαν μέσα και έξω από την κουζίνα. Δούλεψε ως υπεύθυνος κέτερινγκ σε γερμανικές εταιρείες, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του αλλά και αποκτώντας επιπλέον πείρα, μέχρι που επέστρεψε στην οικογενειακή επιχείρηση, που όπως λέει είναι το «λιμάνι» του: «Είναι αυτό τελικά που θέλω να κάνω και μου ταιριάζει». Στην εξέλιξη του μαγαζιού ο Χαράλαμπος ή Μπάμπης για τους καλούς του φίλους, είναι αυτός που σκέφτεται και υλοποιεί τα διάφορα πρότζεκτ που διοργανώνονται μέσα στο «Ρετσινάδικο». Είναι το μέλλον της επιχείρησης μαζί με το μικρότερο αδερφό του.

«εγώ είχα καλούς συνεργάτες και φίλους
μέχρι σήμερα»

Ιωάννης Μαραγκός

Μία πολύ γνώριμη φυσιογνωμία, σε όλα τα ελληνικά στέκια. Είναι αυτός που έλκει τη νέα γενιά στην οικογενειακή επιχείρηση, μαθαίνοντας τους, να τρώνε αυθεντικά ελληνικά! Έχοντας την ενέργεια και τη ζωντάνια της νιότης του, το πρωί εργάζεται για γνωστή εταιρεία αυτοκινήτων και το βράδυ στην ταβέρνα. Επικοινωνεί με τον κόσμο, σερβίρει, συζητάει, γελάει. Motto του είναι, πως η  ζωή «είναι ένας διαρκής δρόμος μάθησης και γνώσης όπου μέσα από αυτό το δρόμο, θα βελτιώνεις συνεχώς την απόδοση της δουλειάς σου, αλλά και εσένα τον ίδιο ως άτομο». Ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες, είναι αθλητής, αγαπάει την υγιεινή διατροφή, την οποία και προωθεί μέσα από την οικογενειακή επιχείρηση.

Όλα δείχνουν πως ο καθένας, από τους βασικούς πρωταγωνιστές έχει τον ρόλο του και τον σκοπό του μέσα στην οικογένεια Μαραγκού. Μπορεί να είναι τέσσερις, αλλά στην ουσία λειτουργούν σαν ένας… και όλα γι’ αυτούς ξεκίνησαν πριν από 58 χρόνια με 50 μάρκα στην τσέπη!

TEXT:Ευρώπη Σοϊλεμέ, Φώτο:Νικόλαος Ράδης


Jamas! auf das Risiko

Die Familie Maragos vergisst nicht wo sie herkommt. Mit nur 50 Deutschmark in der Hosentasche, begann eine Reise die nunmehr 58 Jahre andauert. Eine Reise die in der Heimat Griechenland begann und mittlerweile in der „zweiten Heimat“ Deutschland fortgeführt wird.

Am 30. März 1960 wird zwischen Griechenland und Deutschland ein Vertrag unterschrieben, der für viele Griechen der Schlüssel zu einem besseren Lebensstandard war. Jedoch nicht nur die Griechen profitierten von diesem Austausch. Denn das deutsch-griechische Anwerbeabkommen machte es den Deutschen möglich, dem „Wirtschaftswunderland“ nach dem Krieg gerecht zu werden. Es mussten schnell qualifizierte Arbeitskräfte aus ganz Europa her. Einer dieser Gastarbeiter war Charalambos Maragos. Er konnte seine Familie nicht mehr leiden sehen. Damals betrieb die Familie eine eigene Metzgerei in Katerini, die allerdings nicht mehr die erhofften Einnahmen erbrachte. „Es war eine sehr schwierige Zeit und ich habe die Initiative zum Wohle der Familie ergreifen müssen“, erzählt Charalambos. Er war entschlossen seiner Familie zu helfen und setzte sich nach ausführlichen Gedanken in den Bus nach Stuttgart, um nach 30 Stunden in Gerlingen anzukommen. Dort wartete sein Freund Andreas auf ihn, der diesen Schritt vor ihm wagte und ihn dazu ermunterte.

„Damals konnte ich nicht zurück. Jetzt wo ich kann, will ich nicht mehr zurück”

Mit nur 50 Deutschmarke in der Tasche begann eine Reise die nunmehr 58 Jahre andauert. 50 Deutschmark und ein Zettel mit der Adresse seines Freundes, mehr hatte er nicht dabei. Doch was keiner in diesem Bus wusste, dass „Babis“ – wie ihn seine Freunde nannten – ein großes Risiko einging. Denn Grundvoraussetzung um über die deutsche Grenze zu gelangen, waren 300 Deutschmark. Dieser Betrag wurde von der deutschen Regierung als Anwerbegebühr damals festgesetzt, um einen Großteil „unqualifizierter“ Gastarbeiter den Zugang nach Deutschland zu erschweren. Ein Risiko welches ihm letztendlich zu Gute kam. Der Busfahrer, der in Charalambos Charakter etwas sehr sympathisches erkannte, lieh ihm die begehrten 300 Deutschmark aus und ermöglichte ihm somit ein neues Leben, in einem fremden Land.

Die erste Tätigkeit in Deutschland

Im ersten Jahr arbeitete Babis bei einer Firma die Radiogeräte herstellte und war dort für Malerarbeiten zuständig. Seine zweite Arbeitsstelle war bei der Firma SKF, wo er fünf Jahre tätig war.  Nach den Anfangsschwierigkeiten schien sich so langsam sein Leben in Deutschland einzupendeln. Viele griechische Gastarbeiter unterstützten sich gegenseitig. Man feierte zusammen, spielte in Vereinen Fußball und verbrachte jeden freien Moment gemeinsam, um zumindest ein wenig den Schmerz der fehlenden Heimat unter Gleichgesinnten zu lindern. Charalambos spielte mit großer Leidenschaft Fußball und als der Gastarbeiter Verein Olympia Gerlingen nach einem qualifizierten Trainer suchte, ergriff er diese Chance. Er lernt dadurch viele Leute kennen, schließt viele enge Bekanntschaften und alle entgegneten ihm mit großer Sympathie. Die Idee war geboren, etwas in Deutschland zu beginnen, was er in Griechenland seit seiner Kindheit in der hauseigenen Metzgerei erlernte. Er wollte Gastronom werden, mit dem Schwerpunkt auf gutes Fleisch!

Die ersten Jahre als Wirt

Es dauerte nicht lange und seine damalige verlobte Rodanthi kam auch nach Deutschland. Die beiden heirateten und Lazaros Maragos, heute Inhaber der Taverne „Retsinadiko“, kam auf die Welt. Charalambos eröffnet seinen ersten Laden im Stadtteil Gerlingen. Nach einem Jahr beschließt er das Geschäft nach Feuerbach zu verlegen, wo er sich mehr Kunden erhofft. Die Chancen standen gut, da auf Grund der ausgeprägten Industrie im Stadtteil, viele ausländische Arbeiter die mediterrane Küche bevorzugten. Die Taverne war plötzlich nicht nur bei Griechen beliebt. Deutsche, Türken, Jugoslawen und Italiener, waren von Rondanthis mediterraner Kochkunst begeistert. Jedes Gericht war für die Gastarbeiter eine kleine Reise in die so weit entfernte Heimat. Die Räumlichkeiten jedoch waren begrenzt, so dass Babis sich nach etwas größerem auf die Suche gemacht hat und schließlich fündig wurde. Die „Taverne Maragos“, heute das beliebte „Retsinadiko“, wurde ins Leben gerufen und ist seit dem in vollem Betrieb!

48 erfolgreiche Jahre

Das Leben meinte es letztendlich gut mit Babis. 48 erfolgreiche Jahre im Bereich der Gastronomie und 58 Jahre als Einwanderer, waren keine einfache Zeit. Aber mit großer Unterstützung aus der Familie ist alles möglich. Gemeinsam mit der Frau seines Lebens an seiner Seite, brachten sie drei Kinder zur Welt. Lazaros, Olga und Eleni. Olga arbeitet heute als Erzieherin und Eleni als Lehrerin. Mit einem ruhigen, friedlichen Gesicht, aber auch mit ersichtlichen Spuren, welche die harten Jahre in seinem Gesicht hinterlassen haben, erinnert er sich heute dennoch mit Freude an den schwierigen und ungewissen Beginn. Vom ersten Tag an träumte er von einer Rückkehr nach Griechenland, doch der vorübergehende Aufenthalt wurde schließlich zu einer Endstation: „Damals konnte ich nicht zurück. Jetzt wo ich kann, will ich nicht mehr zurück”, sagt er mit friedlicher Stimme und ist froh, dass sein Sohn Lazaros in seine Fußstapfen getreten ist.

Lazaros: der geborene Gastronom

Das Lazaros irgendwann als Gastronom arbeiten würde, war schon in seiner Kindheit klar. Viele kennen ihn aus dem Cafe „Inside“, dass er Anfang der 90er Jahre in Feuerbach eröffnet hat und welches mittlerweile Kultstatus genießt. Es war das erste Cafe in Stuttgart mit dem Fokus auf eine authentisch-griechische Lebenskultur. Live-Musik, Cocktails, Frappe und auf jedem Tisch ein Backgammon, erinnerten an die Heimat. Das Cafe ist bis heute in Betrieb und wird von seinem damaligen Geschäftspartner Georgios betrieben, weil Lazaros einfach keine Lust mehr hatte. Nicht weil es sich nicht mehr rentierte. Es war die Zeit gekommen, wo er seinem Vater unter die Arme greifen wollte um die „Taverne Maragos” einen Schritt weiterzubringen. Er übernahm das Ruder in der Wiener Straße in Feuerbach und gemeinsam mit seinen beiden Söhnen Charalambos und Ioannis, die ihn tatkräftig unterstützen, ist er auf gutem Weg wieder Geschichte zu schreiben. Eine Geschichte die mit 50 Deutschmark begann und bis heute anhält.

DE Text: Nikolaos Radis