Του Γεώργιου Τσανάκα*
Από μικρό παιδί θυμάμαι τους ενήλικες, συγγενείς και οικογενειακούς φίλους, να με ρωτούν εάν μου αρέσει το σχολείο και ποιο είναι το αγαπημένο μου μάθημα. Με κοιτούσαν κατάματα και με αγωνία περιμένοντας μια σοβαρή απάντηση, να ακούσουν ένα «σημαντικό» μάθημα και να αποφασίσουν όλοι μαζί τι επάγγελμα θα ακολουθήσω όταν μεγαλώσω: “Το παιδί είπε μαθηματικά, γιατρό να τον κάνουμε”. Όταν τους απαντούσα «το διάλειμμα» με κοιτούσαν και χαμογελώντας μου έλεγαν πως αυτό δεν είναι μάθημα και πως είμαι τελικά πολύ μικρός ακόμη για να αποφασίσω. Μεγαλώνοντας μόνο, αναρωτήθηκα και αντιλήφθηκα μερικώς το νόημα των ερωτήσεων αυτών.
Μετά από χρόνια συνέλαβα τον εαυτό μου να υποβάλει τις ίδιες ερωτήσεις σε παιδιά και να περιμένω με αγωνία να ακούσω «το διάλειμμα». Είναι, λοιπόν, ή όχι, το διάλειμμα απαραίτητο και ποιος ο ρόλος του;
Πλέον επικρατεί η άποψη ότι το παιδί πρέπει να είναι καλό σε όλα τα μαθήματα για να εισέλθει σε μία “καλή σχολή”, να σπουδάσει και να πετύχει στη ζωή του. Η καθημερινότητα ενός παιδιού, ανεξαρτήτως της ηλικίας του, περιλαμβάνει αισθήματα άγχους, tests και διαγωνίσματα, διάβασμα, φροντιστήρια, εκπαιδευτικές εξωσχολικές δραστηριότητες ξανά διάβασμα και επανάληψη πριν τον ύπνο. Τι έχει όμως μεγαλύτερη αξία; H βαθμοθηρία και η απόκτηση διπλωμάτων και πτυχίων ή η ορθή κι ομαλή ένταξη του παιδιού μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στην ομάδα των συνομήλικων του, όπου θα βρει τον ρόλο και την ταυτότητά του; Δεν είναι τυχαίο ότι σε σχολεία του εξωτερικού (π.χ. Μ. Βρετανία) κάθε αίθουσα – σχολική τάξη έχει τη δική της μικρότερη αυλή και μία μεγαλύτερη κοινή αυλή για όλα τα παιδιά. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί θα μάθει πρώτα να συνυπάρχει και να συνεργάζεται με τους συνομήλικους το και μετά με όλα τα παιδιά του σχολείου.
Το διάλειμμα λοιπόν δεν είναι απλώς χρόνος ανάπαυλας και ατομικής εκτόνωσης, αλλά επιπλέον, χρόνος ελεύθερης κοινωνικής επικοινωνίας και δημιουργίας ομαδικών δραστηριοτήτων και παιχνιδιών. Το παιχνίδι είναι ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν για τον εαυτό τους και για τον κόσμο (Cole, 2002).
Το προαύλιο δεν είναι απλά ένα αναγκαίο τμήμα του σχολικού κτηρίου αλλά και χώρος απαραίτητος για την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων όπου τα παιδιά έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Απαραίτητη όμως κρίνεται η διακριτική παρουσία των εκπαιδευτικών καθότι έρευνες (Tsanakas, 2011) έδειξαν πως φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού εμφανίζονται συχνότερα κατά την ώρα του διαλείμματος, στο προαύλιο, κατά την απουσία επίβλεψης των δασκάλων/καθηγητών.
Σχετικές έρευνες έδειξαν (Blatchford, 1999) ότι την ώρα του διαλείμματος το παιδί θα εφαρμόσει στην πράξη όλα όσα έμαθε στην τάξη και από την καθημερινή του επαφή με γονείς και ενήλικες, εκπαιδευτικούς και μη. Θα συνεννοηθεί με άλλα παιδιά, θα οργανώσει και θα οργανωθεί σε ομάδες, θα εισπράξει και θα προσφέρει, θα διασκεδάσει, θα χαρεί και θα στεναχωρηθεί, θα ταυτιστεί με άλλα πρόσωπα και ρόλους και θα προσπαθήσει να επιλύσει τις όποιες διαφορές προκύπτουν. Θα αναπτύξει τις γλωσσικές και κινητικές δεξιότητές του, θα μάθει πρόσθεση κι αφαίρεση, διαίρεση και πολλαπλασιασμό μέσα από ατομικό κι ομαδικό παιχνίδι.
Εν κατακλείδι, μπορεί το διάλειμμα να μην έχει τη μορφή και τη δομή ενός σχολικού μαθήματος αλλά είναι απαραίτητο τόσο για την ανάπτυξη των κοινωνικών, γνωστικών και μεταγνωστικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων ενός παιδιού (Vygotsky, 1997).
Όλα αυτά είναι το διάλειμμα… Και μόνο ένα παιδί που περιμένει με αγωνία το άκουσμα του κουδουνιού μπορεί να το καταλάβει…