Η υπογραφή του – ΤΑΚΙ 183- βρισκόταν παντού: σε βαγόνια του Μετρό, στις τουαλέτες εστιατορίων, σε αυτοκίνητο των μυστικών υπηρεσιών. Μέσα στην ανωνυμία μιας χαοτικής μεγαλούπολης ένας Έλληνας μετανάστης γινόταν αστικός θρύλος με τον… μαρκαδόρο του. Στις αρχές του ’70 τον γνώριζε η Νέα Υόρκη, αργότερα ο κόσμος. Μέχρι σήμερα όμως ελάχιστοι έχουν δει το πρόσωπό του.
Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη στα χρόνια των κοινωνικών εκρήξεων, της εγκληματικότητας και της παρακμής. Σε μια πόλη που βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης. Στο Washington Ηeights, τη γειτονιά του, είχαν απομείνει λιγοστοί φτωχοί Έλληνες μετανάστες. Κυρίως όσοι δεν είχαν προλάβει να μαζέψουν χρήματα και να φύγουν για το Λονγκ Άιλαντ. Το ισπανόφωνο Χάρλεμ επεκτεινόταν τώρα στα μέρη τους και μαζί του εμφανίζονταν και οι συμμορίες.
«Δεν ήμουν επαναστάτης ούτε καλλιτέχνης. Ήμουν απλώς ένας νέος που έσπαγε πλάκα», λέει ο 56χρονος σήμερα στα «ΝΕΑ»
Ήταν καλοκαίρι του ’69 και ο Τάκης έπαιρνε κάθε Κυριακή πρωί το τρένο μαζί με τους φίλους του για την παραλία Ροκαγουέι του Κουίνς. Οι γονείς του κατάγονταν από την Αρκαδία, ο Τάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά στα τρία του χρόνια βρέθηκε μετανάστης με την οικογένειά του στις ΗΠΑ. Παρατηρώντας τους Έλληνες φίλους του να γράφουν στους συρμούς το όνομά τους, ο Τάκης ακολούθησε το παράδειγμά τους. Με έναν μαρκαδόρο άρχισε να υπογράφει ως «ΤΑΚΙ 183» («ΤΑΚΙ» από το Δημήτρης και «183» η οδός όπου έμενε στο Μανχάταν). Έτσι άρχισαν όλα. Αθώα. Σαν ένα παιχνίδι. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Τάκης συνέχισε να αφήνει την υπογραφή του παντού. Σε φορτηγά παγωτών, σε τρένα, σε τοίχους, σε κολόνες. Τον Ιούλιο του 1971 τον ανακάλυψε ένας δημοσιογράφος των «Νew Υork Τimes» και του πήρε συνέντευξη. Δεν φανέρωσε το πλήρες όνομα και το πρόσωπό του. Ο Τάκης έγινε θρύλος. Η ιστορία του ενέπνευσε πολλούς. Και το κίνημα του γκραφίτι γιγαντώθηκε τα επόμενα χρόνια στη Νέα Υόρκη. Ο ΤΑΚΙ 183 δεν ξεχάστηκε. Η φήμη του απλώθηκε στον κόσμο. Ελάχιστοι όμως είδαν το πραγματικό πρόσωπό του.
«Δεν ήμουν επαναστάτης». Με τη βοήθεια του Ρότζερ Γκάστμαν, εκπροσώπου καλλιτεχνών στο Λος Άντζελες, εντόπισα τον ΤΑΚΙ 183 στη Νέα Υόρκη. Έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες από τότε που υπέγραφε στους δρόμους. Τον συναντώ αργά το απόγευμα στο γκαράζ του, στο Γιόνκερς της Νέας Υόρκης. Από το 1984 ξημεροβραδιάζεται εδώ, πάνω από σκονισμένες Κορβέτ και Σέβι. Είναι μηχανικός αυτοκινήτων. Με περιμένει στο γραφείο του. Φοράει ένα βυσσινί φούτερ και ξεπλυμένο τζιν παντελόνι. Τα χέρια του είναι σκληρά και μαύρα από τη δουλειά. Με κοιτάει πίσω από στρόγγυλα γυαλιά και όταν χαμογελά εμφανίζεται ένα λακάκι στο δεξί του μάγουλο. Είναι 56 ετών σήμερα, με κροτάφους που έχουν γκριζάρει.
«Ήμουν πάντα προσεκτικός», λέει. «Προσπαθούσα να μη με δει κανείς, να κρατήσω το πρόσωπό μου κρυφό. Εκεί βρισκόταν η πλάκα: στο μυστήριο. Να σε ξέρουν όλοι, αλλά κανείς να μη σε έχει δει». Ακόμα και τώρα ο Τάκης επιμένει να κρατήσει την ανωνυμία του. Ζητά να μη δημοσιευτεί το επώνυμό του ούτε να φανεί το πρόσωπό του σε κάποια φωτογραφία. Θέλει, όπως λέει, να κρατήσει τον θρύλο ζωντανό.
Για κάποιους ο Τάκης ήταν ένας βάνδαλος που λέρωνε δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Για άλλους ήταν πρωτοπόρος. Ο ίδιος όμως εξηγεί ότι δεν ήταν καλλιτέχνης. «Νομίζω ότι ήμουν απλώς ένας χαζός νέος», λέει. «Δεν κατάφερα τίποτα με ό,τι έκανα. Δεν ήμουν επαναστάτης. Ήταν σαν να βγαίνεις στη βροχή χωρίς ομπρέλα και να βρέχεσαι. Αυτό δεν είναι επανάσταση. Είναι απλώς κάτι που κάνεις όταν είσαι νέος».
Δείτε αποσπάσματα από τη συνέντευξη του ΤΑΚΙ 183 στα «ΝΕΑ» στο www.tanea.gr
«Η υπογραφή μου με προστάτευε»
«Με ενθουσίαζε που μιλούσαν για μένα, χωρίς καν να ξέρουν ποιος είμαι», λέει ο Τάκης. Τον ρωτάω αν ήταν ναρκισσιστικό να βάζει παντού την υπογραφή του. «Ίσως σε έναν βαθμό είναι», λέει. «Αν όμως ήμουν πραγματικά νάρκισσος θα αποκάλυπτα την ταυτότητά μου και θα έμπαινε η φωτογραφία μου σε εξώφυλλα περιοδικών. Δεν με ενδιαφέρει όμως».
Η φήμη που είχε κερδίσει ο Τάκης στο Washington Ηeights τον βοήθησε να επιβιώσει. Σε μια σκληρή γειτονιά όπου κουμάντο έκαναν οι συμμορίες, οι περισσότεροι γνώριζαν τον Τάκη και τον σέβονταν για το έργο του. «Ήμουν δημοφιλής. Η υπογραφή μου με προστάτευε», λέει ο Τάκης. «Αλλιώς θα ήταν αν ένα άγνωστο παιδί περπατούσε στον δρόμο και έμπαινε στη γειτονιά μιας συμμορίας». Αργότερα τα μέλη των συμμοριών υιοθέτησαν το γκραφίτι ως μορφή έκφρασης και ως τρόπο χαρτογράφησης των περιοχών τους.
«Σίγουρα είχε πολύ θράσος»
Για να αφαιρεθούν έργα του Τάκη και άλλων νέων από τα τρένα της Νέας Υόρκης το 1970 χρειάστηκαν 80.000 ώρες εργασίας και 300.000 δολάρια, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Νew Υork Τimes». Στα μέσα του ΄70 η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Σε ορισμένα βαγόνια του Μετρό ήταν αδύνατο να κοιτάξεις έξω, αφού τα παράθυρα ήταν τελείως καλυμμένα με σπρέι. Ο δικηγόρος Νταν Όλεν υπήρξε δημόσιος κατήγορος στη Νέα Υόρκη το 1985- 1991 και αντιμετώπισε εκατοντάδες υποθέσεις με γκραφίτι. «Γνώριζα τον ΤΑΚΙ 183 προτού καν δουλέψω ως κατήγορος», μου λέει στο τηλέφωνο. «Ήταν θρύλος, μεγάλη φίρμα. Σίγουρα είχε πολύ θράσος».
Αν και σήμερα το γκραφίτι είναι παράνομο στη Νέα Υόρκη και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε φυλάκιση, τα αδικήματα του Τάκη έχουν παραγραφεί. Όπως λέει, μόνο μία φορά πιάστηκε στα πράσα. «Έγραφα σε αυτοκίνητο της Μυστικής Υπηρεσίας όταν με εντόπισε ο πράκτορας. Ευτυχώς με άφησε να φύγω. Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς αφού συνόδευε κάποιον και έπρεπε να αφοσιωθεί στην αποστολή του», θυμάται ο Τάκης. Λίγο καιρό πριν από αυτό το συμβάν είχε αποβληθεί για μία ημέρα από το Λύκειο όταν ο διευθυντής τον κατηγόρησε ότι έγραφε στους τοίχους.
Σήμερα, τα δύο παιδιά του Τάκη μοιράζονται με τις παρέες τους την ιστορία του. Οι φίλοι τους το θεωρούν «κουλ» και «αντίδραση στο κατεστημένο». Ο Τάκης όμως δεν συμφωνεί. «Δεν είμαι περήφανος για ό,τι έκανα, δεν δημιούργησα κάτι σπουδαίο», λέει.