«Όσο πιο άσχημος, γέρος, κακός, άρρωστος γίνομαι, τόσο περισσότερο επιθυμώ να εκδικηθώ τον εαυτό μου με το να δημιουργώ υπέροχα χρώματα, καλά τοποθετημένα, ολόλαμπρα», έγραψε ο Vincent Van Gogh (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) από την πόλη Arles στην αδερφή του Willemien, τον Σεπτέμβριο του 1888, περιγράφοντας την απολαυστική χαρά του να ζωγραφίζει ηλιοτρόπια, το νυχτερινό ουρανό, τα αγροκτήματα και τις ψαρόβαρκες του Saintes-Maries-de-la-Mer.

«Όσο πιο άσχημος, γέρος, κακός, άρρωστος γίνομαι, τόσο περισσότερο επιθυμώ να εκδικηθώ τον εαυτό μου με το να δημιουργώ υπέροχα χρώματα, καλά τοποθετημένα, ολόλαμπρα»,

Είχε μόλις ολοκληρώσει μια αυτοπροσωπογραφία «σε τόνους σταχτή μπροστά από ένα χλωμό βερονέζικο φόντο», ένα θέμα που διάλεξε, όπως είπε στον αδερφό του Theo, «λόγω έλλειψης μοντέλου». Εμφανίζεται άρρωστος και να γερνάει, τα μαλλιά του αραιώνουν, το πρόσωπό του είναι βουλιαγμένο (είχε χάσει ήδη πολλά δόντια, πιθανότατα λόγω κακής διατροφής), τα μήλα του προσώπου του είναι λιπόσαρκα και προεξέχουν, και η έκφρασή του είναι βλοσυρή. Παρόλα αυτά, η λάμψη των χρωμάτων και η ένταση του πινέλου είναι εξαιρετικά ζωντανά. Αυτό το πορτρέτο δεν είναι παρά ένα παράδειγμα του παράδοξου της διεξοδικής και οδυνηρής πάλης του να αναδυθεί από το σκοτάδι στο φως: ένα επικό οδοιπορικό, που καταγράφεται από επιστολές, σκίτσα επιστολών και σχέδια, πολλά από τα οποία εκτίθενται στην Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου.

Από την αλληλογραφία του προκύπτει πως ανα εποχές ο Vincent έγραφε σχεδόν καθημερινά, περιγράφοντας τη ζωή του στην Αγγλία και αργότερα στην Ολλανδία. Το σκοτάδι που πέφτει νωρίς σε αυτές τις χώρες δεν του επέτρεπε να εργάζεται και αναζήτησε παρηγοριά στην ανάγνωση. Έγραψε για το θαυμασμό του για την George Eliot, τον Charles Dickens, τον Keats, τη Charlotte Brontë και τη Harriet Beecher Stowe. «Καταβρόχθιζε» επίσης τα έργα των Balzac, Hugo και με τη δημοσίευσή τους, αυτά των Zola και Maupassant. (Ο φίλος του Gauguin του έλεγε ότι διάβαζε υπερβολικά.) Στις επιστολές του της εποχής κάνει πολλά σκίτσα του σκληρά εργαζόμενου αγροτικού κόσμου, σε σκοτεινούς τόνους.

Τον συγκινούσαν οι ηλικιωμένοι, οι περιφρονημένοι, οι άποροι. Οι φτωχοί θα κληρονομήσουν τον κόσμο, ήταν η πεποίθησή του. Ο πατέρας του Vincent ήταν ένας ιερέας ο οποίος αποδοκίμαζε τις απόψεις του γιου του και πολύ περισσότερο τις σχέσεις του με τις γυναίκες – πρώτα την χωρίς ανταπόδοση αγάπη του για μια χήρα ξαδέρφη του και μετά τη σχέση του με την Sien, μια έγκυο πρώην εταίρα, με την οποία έζησε στη Χάγη το 1882-1883 και η οποία έκανε το μοντέλο του. Τα μοντέλα ήταν ακριβά, έλεγε όλη του τη ζωή, αλλά προτιμούσε να δουλεύει με αυτά παρά με τη φαντασία του. Η σχέση του με τα μοναδικά μοντέλα που μπορούσε να αντέξει οικονομικά πρέπει να επηρέασε την καλλιτεχνική ματιά του, και γράφει για το θέμα με συμπόνια, περιστασιακή ενόχληση και κάποια δυσφορία. Αλλά όταν έλαβε επαίνους για το εντυπωσιακά δυνατό πορτρέτο του L’Arlésienne (1888), ο ίδιος είπε «εξυμνήστε το μοντέλο όχι τον ζωγράφο».

Η Sien ήταν ένα από τα λίγα μοντέλα που πόζαραν γυμνά για τον ζωγράφο, με πιο γνωστό το έργο «Sorrow». Πάντως γενικά, ο Vincent προτιμούσε να ζωγραφίζει τους ανθρώπους ντυμένους αφού «έτσι τους βλέπουμε συνήθως». Η ζωή στη Χάγη δεν ήταν ειδυλλιακή. Ο Van Gogh υπέφερε από κακή υγεία και σκληρή πνευματική μοναξιά, αν και σπάνια παραπονιόταν. Η αίσθησή του συνεχούς σκοπού, η επιθυμία του για γνώση, να μάθει να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει καλύτερα, ήταν σκληροί δάσκαλοι. Η σχέση του με τη μητέρα της Sien χειροτέρεψε, και έφυγε στην εξοχή, στην Drenthe, όπου εργάστηκε μόνος πριν επιστρέψει στο σπίτι των γονιών του στα τέλη του 1884. Οι περιγραφές των ηρωικών προσπαθειών του για να συμβιβαστεί με τη σκοτεινή του φύση είναι συγκινητικές. Τον επόμενο χρόνο δημιουργεί τον πίνακα The Potato Eaters (1885), που έλαβε σκληρές κριτικές αλλά ο Van Gogh δεν υπέκυψε και συνέχισε στην Αμβέρσα και το Παρίσι.

Ο Van Gogh που γνωρίζουμε σήμερα, είναι ο καλλιτέχνης που αναδύθηκε από τις σκληρές δοκιμασίες αυτής της εποχής, στο υπέροχο φως της Arles, το 1888. Εδώ, από το κάρβουνο στράφηκε στον ήλιο, από την κλαίουσα ιτιά στο κυπαρίσσι. Εδώ τον περίμεναν τα νέα θέματά του: τα ηλιοτρόπια, τα άνθη της αμυγδαλιάς, οι κήποι, τα χωράφια σιτηρών, η γαλανή Μεσόγειος, οι ήλιοι και τ’ αστέρια – και ένα σπίτι δικό του, το Κίτρινο Σπίτι, με το κρεβάτι και τις καρέκλες και τo τραπέζι που μας είναι τόσο οικεία. Όπως οικείοι μας είναι οι γείτονές του: ο ζουάβης, ο σωκρατικός ταχυδρόμος, το μωρό του ταχυδρόμου. Κάποτε έφτασε και ο φίλος του Gauguin, και οι δύο τους, στο απόγειο των δυνάμεών τους, ζωγράφιζαν στην Arles. Μάλιστα ο Gauguin ήξερε και να μαγειρεύει κι έτσι οι δυο ζωγράφοι έκαναν οικονομία, με το να τρώνε στο σπίτι. Σύντομα όμως ο Van Gogh υπέστη τον πρώτο κλονισμό. Ο Gauguin αποχώρησε και ο Van Gogh πήγε στο άσυλο στο Saint Paul-de-Mausole, όπου είδε το καλύτερο των συντρόφων του εκεί και συνέχισε να ζωγραφίζει: ίριδες, κυπαρίσσια, ελαιώνες, ανατολές του ήλιου. Η συγκλονιστική δουλειά του από αυτή την περίοδο αποτελεί την πραγμάτωση της θαρραλέας επιμονής μιας ολόκληρης ζωής.

Το θέμα των αστεριών ήταν «πάντα στο μυαλό» του. Έβλεπε τα αστέρια σαν πλανήτες παρόμοιους με τον δικό μας, τους οποίους μπορεί να φτάναμε όταν έρθει ο θάνατος. «Όπως παίρνουμε το τρένο για να πάμε στην Tarascon ή την Rouen παίρνουμε το θάνατο για να πάμε σε ένα αστέρι», όπου προτιμούσε να πιστεύει ότι οι μεγάλοι ζωγράφοι συνέχιζαν το έργο τους. Στον αδερφό του Theo γράφει: «Η θέα των αστεριών πάντα με κάνει να ονειρεύομαι με έναν τρόπο τόσο απλό όσο με κάνουν να ονειρεύομαι και οι μαύρες τελείες πάνω στον χάρτη, που αναπαριστούν χωριά και πόλεις».